Ο Γιάννης έχει ζήσει σχεδόν σαραπέντε καλοκαίρια ως τώρα· χειμώνες δε νομίζω να γνώρισε ποτέ. Όλη του η ζωή φαντάζει να είναι μια μεγάλη ρέκλα. Η ενενηντάχρονη μητέρα του τον φωνάζει κάθε μισή ώρα. Δεν θέλει κάτι· θέλει μόνο να σιγουρευτεί ότι μπορεί να τον φωνάζει ακόμα. Άλλωστε οι δύο τους μόνο έχουν απομείνει σε αυτά τα σαράντα τετραγωνικά, σε τούτη εδώ τη πόλη.
Τα απογεύματα της Κυριακής, ο Γιάννης βγάζει στην είσοδο τις αγιογραφίες που καλλιτέχνησε μία άλλη εποχή κι ανοίγει την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας. Όχι δεν εκθέτει, δεν πουλά, απλά οι αγιογραφίες τού ζητούν αέρα και φως. Έτσι να αεριστούν, να πάρουν λίγο φως μπας και τις δει ο Θεός και του δώσει μποναμά λίγο κουράγιο. Τις τακτοποιεί δίπλα από τη σκάλα, χαμογελά και ονειρεύεται -κανείς δεν ξέρει τι- μέχρι να φωνάξει η γρία «Γιάννη» και να τρέξει μέσα να της δώσει το παρόν. Την καθησυχάζει, της μιλά γλυκά, μετά της βάζει κάτι φωνές και στο τέλος στέκει πάντα άπραγος να την κοιτά.
Ο Γιάννης (μας) είναι άγαμος, άτεκνος, άκακος, αμέτοχος, άεργος και ακούει Καζαντζίδη κάθε πρωί -έτσι τουλάχιστον δεν έγινε αναίσθητος. Ο Γιάννης ξέρει ότι έχει καλή φωνή και μεγάλη υπομονή γι αυτό και βγάζει άριστα τους στίχους με παράπονο. «Η ζωή μου όλη, τραγουδά ο Γιάννης, είναι ένα καμίνι, που’χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει.»
«Γιάννη» σαν φωνητικά στο άσμα συμπληρώνει η φωνής της μητέρας. «Γιάννη και Γιάννη, έλα τραγουδάω, άσε με» απαντά και συνεχίζει «η ζωή μου όλη μια ανοησία».
Δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή του και γι αυτό ποτέ δε ζήτησε τίποτα. Από κανέναν, ποτέ. Καμία γυναίκα, κανένας φίλος δεν στάθηκε πολύ κοντά στον Γιάννη.
Μόλις οι αγιογραφίες του -υπογράφει πάντα κάτω δεξιά σαν Ιωάννης- πάρουν τον αέρα τους, ο Γίαννης ετοιμάζεται για βόλτα. Να τον δεις, να τον χαρείς τον Γιάννη, με το καλό του κουστούμι σαν γαμπρός. Φοράει γιλέκο, γραβάτα, φρεσκογυαλισμένα σκαρπίνια και δραπετεύει από το ισόγειο. Έτσι απλά παίρνει τους δρόμους χαμογελαστός και καλησπερίζει τα Άνω Πατήσια στο πέρασμά του.
Δεν καταλήγει κάπου η βόλτα του, δεν έχει προορισμό αλλά έχει συνέπεια στην επανάληψη. Η βόλτα του Γιάννη είναι ένα κλειστό κύκλωμα· πάντα αρχίζει και τελειώνει στο ισόγειο της μητέρας. Στην αρχή νόμιζα, ότι αφού σκύλο δεν έχει, θα βγάζει βόλτα τη ψυχή του. Μα μια μέρα τον άκουσα να φωνάζει πως του έχουν «φάει» τη ψυχή και ευθύς κατάλαβα πως τελικά, βγάζει βόλτα το κουστούμι.
Όλοι τον αγαπούν τον Γιάννη ή έστω έτσι νομίζει, αφού αυτός εισπράττει στο μυαλό του, μόνο και πάντα, αγάπη . Ποτέ δεν αντιμίλησε σε άνθρωπο, μόνο στη γριά μητέρα βάζει τις φωνές και ευθύς το μετανιώνει. Νομίζω ότι αν τη σκότωνε μια μέρα πάλι αγάπη θα νιώθε μέσα του, αρκεί κανείς να μην τον μάλωνε για το φόνο. Δεν μπορεί τους τσακωμούς ο Γιάννης, πνίγεται.
Από οικογένεια, ο Γιάννης είναι θείος. Τα ανήψια του μένουν στον δευτερο μα τα βλέπει σπάνια αφού είναι δύο σκάλες δρόμος χωρίς ασανσέρ. Όταν έρχονται, τον βγάζουν έξω από το ισόγειο και ξεκινάν να παίζουν στο στενό. Του φωνάζουν «Ε, Χαζογιάννη, πιάσε» και του σουτάρουν τη μπάλα με δυνατές κλωτσιές στο σοκάκι των Πατησίων. Ο Γιάννης πάντα «τρώει» τα γκολ και ξεκαρδίζεται, αντέχει το παιχνίδι ως το τέλος για να μην στεναχωρήσει τα παιδιά. Ιδρώνει, αλαφιάζει και ξέπνοος τραβάει μέσα να ρωτήσει τι γριά «τι θέλεις πάλι».
Ο Γιάννης βλέπει τα πολιτικά στο γυαλί πολλούς μήνες τώρα. Αλλάζει κανάλι η γριά, αλλάζει γνώμη ο Γιάννης. Η καρδιά του Γιάννη όλους τους χωρά και όλους τους συγχωρεί. Ο Γιάννης δεν θέλει να του υποσχεθούν τίποτα, άλλωστε ποτέ δεν ζήτησε τίποτα. Τίποτα και από κανέναν.
Όσο για ελπίδα και όραμα, ούτε να το σκέφτεται δε θέλει. Κι αν πετύχει κανένα ελπιδοφόρο, χαρούμενο τραγούδι από πολιτική διαφήμιση της βουτάει της μητέρας το τηλεκοντρολ και αλλάζει ευθύς το κανάλι μόνος του. Δε μπορεί να ελπίζει ο Γιάννης. Ο Γιάννης μισεί τις αλλαγές και τις ελπίδες. Ο Γιάννης είναι αθώος, αγνός και δεν έχει ζήσει ούτε έναν χειμώνα.
Δεν ψηφίζει κι ας του φωνάζει η μητέρα. Την πήγε και την έφερε φέτος τόσες φορές στις κάλπες μα πίσω από το παραβάν δε μπαίνει ο Γιάννης. Εκείνα τα βράδια τον φώναξε τις τριπλές φορές. «Γιάννη, Γιάννη...» ακουγόταν μέχρι την ταράτσα η μητέρα. «Γιάννη, Γιάννη, τ’ άντερά μου στο τηγάνι μάνα» απάντησε, μα ποτέ δε πήγε να δει τί θέλει εκείνη.
Ο Γιάννης αγαπά τις εκλογές όπως αγαπά τα ανίψια του που του πετάν τις πάσες με κακία. Οι εκλογές για τον Γιάννη είναι μια ακόμα ευκαιρία να βγάλει βόλτα το κουστούμι του.
Την Κυριακή, πριν πάρω την κρύα μου καρδιά και προσπαθήσω να βρω το δρόμο για την κάλπη, θα περάσω πρώτα να χαιρετήσω το Γιάννη, μπας και μου δώσει λίγη από τη γαλήνη του.
εμφάνιση σχολίων