0
1
σχόλια
1700
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Επανακυκλοφορεί το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου

PRESS
2 Νοεμβρίου 2015
ΑΚΡΙΒΩΣ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ Ο ΜΙΣΣΙΟΣ ΕΓΡΑΦΕ: «Εκείνο που μ’ εξοργίζει κυριολεκτικά, είναι η ανθρώπινη ποιότητά μας, η ανθρώπινη πορεία μας… Σήμερα βέβαια όλοι έχουν αποκατασταθεί, και οι περισσότεροι είναι στο κόμμα, αντάμα με τους χτεσινούς διώκτες και βασανιστές τους. Τι να πεις... Ολόκληρη η αριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο… Μωρέ, καμιά φορά λέω, καλά που δε νικήσαμε...».

Η επετειακή επανέκδοση του βιβλίου, που έμελλε να αποδειχτεί «προφητικό», συνοδεύεται από κείμενα των: Μανώλη Αναγνωστάκη, Τάσου Βουρνά, Ανάστου Παπαπέτρου, Αγγελικής Κώττη, Γιώργου Σκούρτη, Άγγελου Ελεφάντη, Κώστα Μπαλάσκα, Χρήστου Γ. Λάζου, Βασίλη Ραφαηλίδη, Μιχάλη Μόσχου, Ροζέ Μιλιέξ. Κυκλοφορεί από τις εκδ. Γράμματα. Τον πρόλογο της νέας έκδοσης υπογράφει ο Γιάννης Μακριδάκης


«… ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ. Το ένα είναι το φυσικό περιβάλλον και το άλλο είναι το κοινωνικό περιβάλλον, το ανθρώπινο περιβάλλον. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός, ότι το ανθρώπινο περιβάλλον είναι οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο και δρα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον. Συνεπώς για να διατυπώσουμε ένα οικολογικό αίτημα, που θα σημαίνει την σωτηρία του πλανήτη και συνεπώς της ζωής πάνω σε αυτόν, πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε πως θα ανατρέψουμε τις πρακτικές που οδηγούν στην καταστροφή του και πως θα οδηγηθούμε σ’ έναν βαθύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό, ο οποίος θα αποκαταστήσει τη φυσική σχέση του ανθρώπου με τη φύση» [Συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr - 20 Νοεμβρίου 2012, στα πλαίσια της Έρευνας για την Κρίση (2010-2014), Εκδ. Κέδρος]

«Σήμερα ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει Αριστερά. Αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι Αριστερά δεν παράγει τίποτα, ούτε καν πολιτικό πολιτισμό. Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη και συμπεριφορά». [Συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου στον Άρη Παπασταθη για την εφημερίδα το Βήμα, 20 Ιουνίου 2010]


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΥΤΕ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΣ Ο ΒΙΟΣ του αγωνιστή, ούτε το πεζογραφικό του έργο αλλά αυτές οι φράσεις του Χρόνη Μίσσιου (οι οποίες με τσίγκλισαν από τότε που τις πρωτοδιάβασα λόγω του ότι περιέγραφαν επακριβώς τα όσα είχα σκεφτεί και νιώσει κι εγώ για τη  ζωή και την πολιτική), που με έκαναν να δεχτώ το βαρύ φορτίο το οποίο μου εμπιστεύτηκε η Ρηνιώ με την τιμητική της πρόταση να γράψω ένα  σημείωμα για την παρούσα επετειακή έκδοση.

Η σκέψη και η φιλοσοφία που ανέπτυξε ο Χρόνης κατά την τελευταία περίοδο του βίου του, η ολιστική ματιά και προσέγγιση στο οικοσύστημα σε συνάρτηση με τον διαρκή αλλά πλέον σημαντικό στις μέρες μας πολιτικό προβληματισμό περί της υπόστασης και του ρόλου της αριστεράς στην καταναλωτική – καπιταλιστική εποχή είναι κατά τη γνώμη μου η παρακαταθήκη που μας άφησε αναχωρώντας από τη ζωή.

Έχοντας λοιπόν απόλυτη σχέση με τη γη ο Μίσσιος μπόρεσε να διακρίνει και να έρθει σε επαφή με τη ρίζα όλων των σύγχρονων προβλημάτων της ανθρωπότητας, η οποία είναι η φαινομενική μεν έξοδος και απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου από το Οικοσύστημα, με ουσιαστική όμως την αποξένωσή του από Αυτό ένεκα της εισόδου του και του εγκλεισμού του, ολοένα και πιο «αεροστεγώς», στο Χρηματοοικονομικό σύστημα.

Φαινομενική η έξοδος διότι ο άνθρωπος ως φυσικό ον ορίζεται και διέπεται από τους Νόμους και τους Ρυθμούς του Οικοσυστήματος, δηλαδή του μοναδικού αληθινού και τέλειου, ως αυθύπαρκτου, συστήματος, τους οποίους Νόμους και Ρυθμούς εξ ορισμού του ο άνθρωπος όπως και κάθε φυσικό ον δεν είναι φυσικά ικανός ούτε να παραβεί ούτε να παραβιάσει άρα δεν είναι δυνατόν ποτέ να απομακρυνθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από το Αυτό. Παρ' όλα αυτά ο σύγχρονος άνθρωπος - καταναλωτής έχει στερήσει από τον εαυτό του την άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση και «ζει» πλέον σαν να μην είναι πλάσμα φυσικό αλλά ως ένας μηχανικός, άλλοτε και ψηφιακός, απομυζητής του Οικοσυστήματος. Αυτοπεριορισμένος σε περιβάλλοντα  αφύσικα, ενός συστήματος επινοημένου από τον ίδιον, άρα ατελούς και πλάνου, έχει στόχο “ζωής” μιαν αέναη ανύπαρκτη ανάπτυξη, με εργαλείο τη συνεχή κυκλοφορία του χρήματος, το οποίο έχει ορίσει ως πλούτο, εξ ου και η βάση της πλάνης του.

Ζει λοιπόν πλέον ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα σε ένα μικρό υποσύνολο του γενικού συνόλου, το οποίον όμως θεωρεί, πλανεμένος ων, ως το Όλον και αυτό έχει αποτέλεσμα αφενός να μη γνωρίζει πια και να μη μπορεί να αντιληφθεί τις αξίες τις πραγματικές, άρα ούτε τις συνέπειες επ' αυτών της κάθε μικρής και μεγάλης καθημερινής του πράξης, αφετέρου δε να έχει μεταβεί σε ένα δικής του έμπνευσης αντεστραμμένο αξιακό σύστημα με βάση το οποίο πορεύεται εκβιάζοντας συνεχώς τους φυσικούς ρυθμούς και νόμους, καταναλώνοντας εντατικά τους πόρους του πλανήτη και επιζητώντας μιαν ανάπτυξη ανυπόστατη, ως ορισμένη πέραν της μοναδικής υφιστάμενης, που δεν είναι άλλη από την αργή φυσική ανάπτυξη, μετατρέποντας συνεπώς την ύπαρξή του επί της γης σε Ύβρη και τις πράξεις του σε δαμόκλειες σπάθες , οι οποίες μέσα από τις χαοτικές διαδικασίες των δυνάμεων και των δυναμικών που συνθέτουν το Οικοσύστημα, επιστρέφουν στο μέλλον πολλαπλάσιες και καταπίπτουν επί της ίδιας της κεφαλής αυτού.

Έτσι, καταναλώνοντας άκριτα και ρυπαίνοντας ταυτοχρόνως αδιάκριτα το φυσικό περιβάλλον, το καθιστά ο σύγχρονος άνθρωπος - καταναλωτής ολοένα φτωχότερο και πιο υποβαθμισμένο αφού από τη μια απομυζεί καθημερινά δίχως να τον  αναπληρώνει στο παραμικρό, τον μοναδικό πραγματικό του πλούτο, δηλαδή τους καρπούς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) των πλασμάτων και τους φυσικούς πόρους, τους οποίους διεκδικεί μοναχά για τον εαυτό του, και από αρχέγονα αγαθά κοινοκτημοσύνης όλων των πλασμάτων τους εκχυδαϊζει καθιστώντας αυτούς αγοραία εμπορεύματα, από την άλλη δε, με την πρακτική του αυτή εξαφανίζει δια παντός και με ρυθμούς εντατικούς τα άλλα έμβια είδη, με αποτέλεσμα να οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια προς τον ευτελισμό της ίδιας του ζωής και του Είναι του, τον τελικό κανιβαλισμό και την αυτοκαταστροφή.

Μόνον ένας άνθρωπος που μπορεί να αφουγκράζεται αληθινά τη γη, ένας άνθρωπος που έχει νιώσει τη φυσική του υπόσταση, τη θέση και τον ρόλο του ανάμεσα στα άλλα πλάσματα και τους φυσικούς πόρους, ένας άνθρωπος που έχει κατακτήσει την ωριμότητα, έχει κατανοήσει και νιώσει δηλαδή τη ματαιότητα της εκβίασης των ρυθμών της φυσικής ανάπτυξης, έχει βάλει δε στόχο ζωής να μην αλλοτριωθεί από το σύστημα, να μην το αποδεχτεί και εγκλωβιστεί εντός του αλλά να αντισταθεί αγωνιζόμενος καθημερινά για τις πραγματικές αξίες και να συμβάλλει έτσι με την προσωπική του στάση ζωής στην αλλαγή πορείας της ανθρωπότητας, την οποίαν αντιλαμβάνεται φυσικά ως ενιαίο σύνολο στη διάρκεια των αιώνων και συναισθάνεται ότι την εκπροσωπεί και έχει απόλυτη την Ευθύνη των πράξεών της κατά τα λιγοστά, σε σχέση με την ιστορία της και τον ιστορικό χρόνο, έτη του δικού του βίου, μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από τον ανθρωποκεντρισμό που μετατράπηκε πρόσφατα σε ατομοκεντρισμό, να αποδεσμευτεί από τα στενά όρια της πλάνης του, να αποκτήσει ματιά ολιστική και να παράξει φιλοσοφία οικουμενική κάνοντας ταυτόχρονα, με συνέπεια, καθημερινή πράξη τον λόγο του.

Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν προφανώς ο Χρόνης Μίσσιος. Γι' αυτό και δεν δελεάστηκε ποτέ από τις δήθεν αξίες και αξιώματα, δεν «εξαργύρωσε» με θέσεις εξουσίας τους αγώνες του, παρά στάθηκε μέχρι το τέλος του κριτικός απέναντί τους και απέναντι στους φορείς, τους εκφραστές αλλά και τους εν δυνάμει εκφραστές αυτών. Γι' αυτό και δεν ικανοποιήθηκε ποτέ από την Αριστερά, ιδίως αυτή τη σύγχρονη, την αριστερά της καταναλωτικής εποχής, η οποία φαίνεται να μη μπορεί ακόμη, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, να επανακαθορίσει την ταυτότητά της και τον ρόλο της στη «νέα» τάξη πραγμάτων και έτσι πορεύεται κακήν κακώς, από τη μια προσκολημμένη σε ανεπαρκή για την εποχή μας προτάγματα και απ' την άλλη μη διαφέροντας ουσιαστικά από τον νεοφιλελευθερισμό παρά μόνον στο ότι θέτει την (με συστημικά κριτήρια κι αυτή) «ευημερία» των Λαών, έναντι των Αγορών, ως στόχο και ως κίνητρο για τη συνέχιση της ίδιας επιθετικής πολιτικής έναντι της φύσης έως την πλήρη απομύζηση του Οικοσυστήματος.

Ο Μίσσιος ως αγωνιστής της αριστεράς αλλά κυρίως ως άνθρωπος με συναισθηματική νοημοσύνη και πλήρη συναίσθηση της προσωπικής Ευθύνης για την πορεία του κόσμου κατάφερε να φθάσει στο απώτατο σημείο στοχασμού, να δει καθαρά και να υποστηρίξει με τον δικό του τρόπο και λόγο ότι η πλήρης και ολιστική στροφή του ανθρώπου στη φύση είναι η μόνη πολιτική που ενέχει και γεννά ελπίδα για τη συνέχιση της ύπαρξής του επί της γης αλλά και της ζωής στον πλανήτη.

Η σύγχρονη αριστερά οφείλει να μπολιαστεί από τις ιδέες και την παρακαταθήκη που άφησε ο Χρόνης Μίσσιος, να ξεφύγει από το παρελθόν και τις αγκυλώσεις της, να εκσυγχρονιστεί και να αγκαλιάσει τα κινήματα που θέτουν ως πρόταγμα την αλλαγή της θεώρησης, της στάσης ζωής και την επανάστηση του αξιακού μας συστήματος, να μετατραπεί έτσι σε Οικουμενική Αριστερά για να  εκτρέψει την κοινωνία από την Ύβρη και να την οδηγήσει στην μετακαταναλωτική εποχή του σεβασμού της ζωής «απ' όπου κι αν προέρχεται». Οφείλει να το πράξει στη μνήμη του Χρόνη Μίσσιου και όλων των ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή πιστοί στις αξίες της μέχρι την τελευταία στιγμή τους, αλλά και όλων των πλασμάτων που αφανίστηκαν πέφτοντας θύματα της καταναλωτικής ματαιότητας του σύγχρονου αθρώπου, βεβαίως και για όλα τα έμβια πλάσματα που ζουν στο παρόν αλλά και για αυτά που θα ακολουθήσουν.

Πηγή: Tvxs


Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-20 Νοεμβρίου 2012) γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε το θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988). 
εμφάνιση σχολίων