0
1
σχόλια
748
λέξεις

Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΣΤΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
12 Σεπτεμβρίου 2015
Ήταν πια το τρίτο ή τέταρτο μερόνυχτο εσωστρέφειας για τον αντιήρωα· φυσικά δεν μιλάμε για κάποια δημιουργική εσωστρέφεια, αλλά για το θρίαμβο του πεσιμισμού και της αντικοινωνικότητας απέναντι σε καθετί πολύχρωμο και κοσμοβριθές. Εκούσια απομόνωση, αυτή ήταν η σωστή φράση. Ή αυτοαποκλεισμός αν προτιμάτε. Κλειστές κουρτίνες, λούμπεν μυροβόλα άνθη στο βάζο, που πλέον έμοιαζαν περισσότερο με αποξηραμένα, καφές και ουίσκι εναλλασόμενα στην ίδια κούπα. Καμιά λυσίπονη φωνή δεν ακουγόταν από το ραδιόφωνο και το αγαλματίδιο του θνήσκοντος δούλου, φάνταζε τώρα στα μάτια του σαν πρόχειρα φτιαγμένο ξόανο. Η Mainstream κοινότητα τον είχε αποκηρύξει, μα κι ο ίδιος χλεύαζε του κόσμου το κριτήριο. Είχε το δικό του modus vivendi απέναντι στο σύγχρονο Lifestyle. Aλλά ειδικότερα τις τελευταίες μέρες διόλου δεν σάλευε, διόλου. Ζούσε μια «εφηβεία επιεική που γίνεται 30» προσμένοντας παθητικά το  «ου γαρ μόνον ερχόμενον γήρας». Η ρουτίνα τον είχε καταβάλει. Σκεφτόταν «επανάληψη μήτηρ μαθήσεως», «μελαγχολία μήτηρ καταθλίψεως»...
Εκείνο το βράδυ πετάχτηκε ιδρωμένος από το κρεβάτι του ένεκα του ανέμου, καθώς τον ξύπνησε το χτύπημα των παραθυρόφυλλων. Σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο κι ανάμεσα από τις κουρτίνες που χόρευαν είδε κάτι καινούριο στο γειτνιάζοντα τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Η street art είχε «χτυπήσει». Κάτω από τις νέον ρεκλάμες, σμήνος πουλιά ζωγραφισμένα και με γαλάζια μπογιά γραμμένο «Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς». Δευτερόλεπτα αργότερα χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο αντιήρωας άνοιξε και είδε μπροστά του έναν εκκεντρικό άνδρα με λυμένη γραβάτα και καπέλο βγαλμένο από τη δεκαετία του '50.
Στα χέρια του κρατούσε έναν φάκελο. «Αυτό βρισκόταν στο χαλάκι σας» είπε και ξεπερνώντας τη φυσική του συστολή πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ο tempora, o mores! Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Είμαι ο Ed Wood, ο χειρότερος σκηνοθέτης του κόσμου, κυνηγός του άφταστου, καλλιτέχνης που σιχαίνεται κάθε κλασικό μοτίβο και κάθε στερεότυπη εικόνα. Αλλά στις μέρες μας κανείς παραγωγός δεν ενδιαφέρεται για ποιοτικά ζενερίκ, παρά μόνον για sold out προβολές. Δεν βρίσκομαι όμως εδώ για να σας αναλύσω τους λόγους της απελπισίας μου, ούτε και να αναθεματίσω τη δυστυχία μου. Είμαι εδώ για να σας θυμίσω την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου για αναπαράσταση μέσα από την Τέχνη· το αέναο αλισβερίσι Τέχνης και ζωής, αυτή τη σχέση δούναι και λαβείν. Την Τέχνη, αυτή τη μάγισσα που κάνει τα αλλότρια οικεία και τα πάθη ομορφαίνει. Μην προσμένετε κανένα γκραν γκινιόλ φινάλε αγαπητέ, απλά θα αποχωρήσω τώρα», είπε κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα.
Ο φάκελος που έδωσε ο Ed Wood στον αντιήρωα ειχε ένα σημείωμα, «Θα πεθάνω ένα πένθιμο..., Κώστας». Ο ήχος του τηλεφώνου ενόχλησε τη σιωπή. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια ήρεμη φωνή «Μπερανζέ εδώ. Τόσο καιρό σου φωνάζω, μα μ' έχεις βάλει στο αθόρυβο. Έμεινα μόνος, εγώ ο φειδωλός στα πικρόλογα και ο ανοιχτοχέρης στις φιλοφρονήσεις. Όσο για τον έρωτα, αυτός πάει, νικήθηκε στη μάχη.
Δώσε χαρά και βοήθεια στους γύρω σου, δέξου και απόλαυσε την αγάπη, ακόμα κι αν είναι εφέσιμη. Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβομε απ' την αιωνιότητα, αντιστάσου στις επιταγές του σήμερα, μη χάνεις το ρομαντισμό σου, μη γίνεις ατομιστής, μη γίνεις ρινόκερος. «Fais ce que je dis, pas ce que je fais». Έρεβος έπεσε στο δωμάτιο· σκότος που σταμάτησε πάνω σε ένα κορίτσι με τουρμπάνι. Κορίτσι αυτόφωτο ή ετερόφωτο, που γύρισε κι έριξε ένα αινιγματικό βλέμμα στον αντιήρωα. Η πηγή φωτός ήταν απροσδιόριστη. Αλήθεια, υπήρχε ένας λανθάνων ερωτισμός στο κοίταγμά της ή απλώς αυτό εξέλαβε ο αντιήρωας; Το τελευταίο πράγμα που χάθηκε ξανά στο έρεβος ήταν το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι της κοπέλας. Όταν επανήλθε το φως, μόνο νεκρή φύση πάνω στο τραπέζι και vanitas στην ψυχή του.
Πέρασαν αρκετές νεκρές στιγμές από τότε, ώσπου τον αντιήρωα επισκέφθηκε ο Κώστας Ουράνης. «Σε είχα ενημερώσει για το θάνατό μου, μα δεν είχες χρόνο για μένα. Όχι επειδή κάποιοι Νέοι της Σιδώνος σε καλούσαν στις συγκεντρώσεις τους, αλλά επειδή είχες παραιτηθεί απ' τη ζωή. Εγώ έμπαινα στη ζωή σου και έβγαινα απ' αυτή σαν αποδημητικό πουλί. Δεν επιδιώκω την υστεροφημία. Κάνοντας όμως απολογισμό, μετανιώνω που όντας νέος, δεν άφησα κάποια ηλικιωμένη να 'ρθει μαζί μου κάποια νύχτα, εξαιτίας μια Καίτης που με στοίχειωνε ex absentia».
Ξέρεις, καθώς λένε, τα πρέποντα πράττονται περιπαθώς και η παρήχηση του "πι" ξέραινε τα χείλη του. Ο αντιήρωας κατευθύνθηκε ξανά προς το παράθυρο. Το graffiti είχε πλέον ξεθωριάσει σε έναν τοίχο ετοιμόρροπο, γεμάτο ρωγμές. Ένα πικρό μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπο του και στο μυαλό του ήρθαν τα λόγια του ποιητή «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου! Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου κατακορύφως...».

FIN
 
TAGS:
εμφάνιση σχολίων