1
4
σχόλια
968
λέξεις
CULTURE
Ο Στηβ Κρικρής μιλάει στην Μελίτα Κάραλη για το ντοκιμαντέρ Super Paradise που ξεκινάει το ταξίδι του στις ελληνικές αίθουσες, για τη Μύκονο και τους χαμένους παραδείσους μας
 
DOCTV.GR
14 Οκτωβρίου 2025

«Η Μύκονος που φυλάω μέσα μου είναι η Μύκονος της ελευθερίας, της απλότητας και του φωτός. Ένα νησί που δεν ήθελε να εντυπωσιάσει -μόνο να σε αγκαλιάσει». Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Στηβ Κρικρή από το κινηματογραφικό του ντεμπούτο: το The Waiter ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε στο Netflix και σε περισσότερα από 40 διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο 59ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης και τέσσερα Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κιν/φου.

Από την δεκαετία του ‘90 που έφτασε στην Ελλάδα από τη Νέα Υόρκη, έχει σκηνοθετήσει πάνω από 500 τηλεοπτικές διαφημίσεις τρεις μικρού μήκους, μια θεατρική παράσταση και έχει συμμετάσχει σε πολλές διεθνείς παραγωγές. Οι σινεφίλ όμως τον γνωρίζουν και ως ιδρυτή και καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου (IFFP), το οποίο εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για δημιουργούς από όλο τον κόσμο.

Ο Στηβ πριν την Πάτμο είχε αγαπήσει την Μύκονο. Πήγε για πρώτη το 1979 και συνέχισε να επιστρέφει εκεί για πολλά καλοκαίρια. «Αυτά τα ταξίδια σημάδεψαν τη ζωή μου· ήταν στο μικροσκοπικό αυτό νησί που αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης, χάρη στην ενθάρρυνση ανθρώπων που με βοήθησαν να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Οι νέοι που γνώρισα τότε ήταν πρωτοπόροι, ενσάρκωναν το πνεύμα της δεκαετίας του ’70 – και 45 χρόνια αργότερα, κάποιοι από αυτούς είναι οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας».

Κι εγώ σαν παιδί που έζησε στη Μύκονο όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, λάτρης των ντοκιμαντέρ  αλλά και ως φαν του Στηβ αδημονούσα να κάνω μια συζήτηση μαζί του και άλλο τόσο να δω το φιλμ. Το Super Paradise ξεκινάει το ταξίδι του στις ελληνικές αίθουσες από τις 16 Οκτωβρίου στον Δαναό.

Στηβ, τι σου έμαθε το Super Paradise; Τι έμαθες σε προσωπικό επίπεδό μέσα από την δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ; Ήταν ένα ταξίδι πίσω στον εαυτό μου — σε εκείνον τον νεαρό που έφτασε στη Μύκονο το ’79 χωρίς να ξέρει τίποτα, μόνο με μια κάμερα και μεγάλη περιέργεια, ανοιχτός να ζήσει κάθε εμπειρία στο έπακρο. Κατά κάποιον τρόπο, το Super Paradise μού έδωσε την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσω και νοερά να το ξαναζήσω με διαφορετικά ματιά  και διαφορετικό μυαλό.  Αυτό που έμαθα περισσότερο είναι: ότι, τελικά, όσα κι αν αλλάξουν γύρω μας, η ουσία της ελευθερίας και της αλήθειας μένει ίδια — απλώς πρέπει να τη βλέπουμε ξανά με καινούρια μάτια.

«Αυτό, νομίζω, είναι το πιο αληθινό μήνυμα του Super Paradise ότι ο παράδεισος ίσως να μην χάθηκε -απλώς δεν είναι πια για όλους ο ίδιος»

Γιατί επέλεξες την Μύκονο για να γυρίσεις ένα ντοκιμαντέρ; Η ιδέα γεννήθηκε πριν πέντε χρόνια περίπου όταν ένας πολύ καλός φίλος και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, ο Paul Typaldos, με πλησίασε  με την ιδέα να κάνουμε μια ταινία για την Μύκονο του 60 και 70, τις ένδοξες εποχές του νησιού.

Είναι ο τόπος όπου έζησα για πρώτη φορά την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, και κάτι επίσης σημαντικό: η χρονική στιγμή που με την βοήθεια και παρότρυνση κάποιων ανθρώπων που γνώρισα εκεί -  αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό που ήταν κρυμμένο μέσα μου - να γίνω κινηματογραφιστής. Είναι ο τόπος που, με τα χρόνια, είδα να αλλάζει δραματικά να μεταμορφώνεται σε κάτι τόσο διαφορετικό που εγώ πλέον δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Μέσα από τη Μύκονο, μπορούσα να μιλήσω όχι μόνο για έναν τόπο, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα, για το πώς η ομορφιά μπορεί να γίνει παγίδα, και πώς η πρόοδος συχνά έρχεται με τίμημα την ταυτότητα.

Έχεις ζήσει την Μύκονο από την δεκαετία του 70. Ποια είναι η Μύκονος που φυλάς εσύ σαν πιο ωραία και πολύτιμη ανάμνηση; Η Μύκονος που κρατάω μέσα μου είναι εκείνη— πριν από τη φασαρία, πριν από τα φώτα.  Ήταν ένα νησί απλό, φωτεινό, γεμάτο ανθρώπους αληθινούς από όλες τις γωνιές του κόσμου, χωρίς ρόλους και προσποιήσεις, με την γεύση της αγάπης της χαράς και της καλοπέρασης.

Οι αμόλυντες χρυσές παραλίες, ο αέρας που σε αναζωογονούσε, ο ήλιος, το φως που σε έκανε να νιώθεις ζωντανός την απόλυτη ευδαιμονία, ο ερωτισμός που υπήρχε διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Τα βράδια στην πόλη — τα γέλια στα σοκάκια, η μουσική που ακουγόταν από παντού, η μαγική αίσθηση πως όλοι ανήκουμε κάπου. Αυτή είναι η Μύκονος που φυλάω μέσα μου· η Μύκονος της ελευθερίας, της απλότητας και του φωτός. Ένα νησί που δεν ήθελε να εντυπωσιάσει — μόνο να σε αγκαλιάσει.

Τελικά η σημερινή «ηδονιστική» πλευρά της Μυκόνου είναι πιο συντηρητική ή απλώς «το πάρτι συνεχίζεται» με σύγχρονους όρους; Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η απόλαυση είχε μέσα της το στοιχείο της ελευθερίας — ήταν μια πράξη αυθεντικότητας, μια αντίδραση σε μια κοινωνία που ήθελε να σε περιορίσει.

Σήμερα, η απόλαυση έχει γίνει κατανάλωση. Είναι οργανωμένη, επιβεβλημένη, ένα προϊόν που αγοράζεις. Οπότε, όχι — το “πάρτι” δεν συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. Τότε ήταν μια γιορτή ζωής· τώρα είναι μια επιχείρηση γύρω από τη γιορτή.

Οι ήρωες του ντοκιμαντέρ σου, μέσα από τους οποίους θα δούμε την ιστορία της, πιστεύουν πως η Μύκονος είναι ακόμη ένας παράδεισος; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που μιλούν στο ντοκιμαντέρ — ντόπιοι, καλλιτέχνες, μαγαζάτορες, ταξιδιώτες, παλιοί φίλοι του νησιού — δεν βλέπουν πια τη Μύκονο ως παράδεισο, τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο.

Για πολλούς, ο παράδεισος που γνώρισαν έχει χαθεί μέσα στα φώτα, στο χρήμα και στην ταχύτητα. Όμως, σχεδόν όλοι, όταν αρχίζουν να θυμούνται, χαμογελούν — γιατί μέσα τους ξέρουν πως κάτι από εκείνον τον παράδεισο υπάρχει ακόμα.  Κι αυτό, νομίζω, είναι το πιο αληθινό μήνυμα του Super Paradise ότι ο παράδεισος ίσως να μην χάθηκε — απλώς δεν είναι πια για όλους ο ίδιος.»

Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Ετοιμάζεις νέα ταινία; Ναι ετοιμάζω μια ταινία μυθοπλασίας, με τίτλο LAVA LOVE μια ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του 1980 και στην σημερινή απόκοσμη Ισλανδία.




Διαβάστε επίσης:
Από την Τραφάλγκαρ στο Μουσείο Ακρόπολης 
Τίλντα, Βέντερς, Γαβράς: Παραγωγές και σινεμά από τη Στέγη
 

εμφάνιση σχολίων