«Η Μύκονος που φυλάω μέσα μου είναι η Μύκονος της ελευθερίας, της απλότητας και του φωτός. Ένα νησί που δεν ήθελε να εντυπωσιάσει -μόνο να σε αγκαλιάσει». Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Στηβ Κρικρή από το κινηματογραφικό του ντεμπούτο: το The Waiter ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε στο Netflix και σε περισσότερα από 40 διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο 59ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης και τέσσερα Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κιν/φου.
Από την δεκαετία του ‘90 που έφτασε στην Ελλάδα από τη Νέα Υόρκη, έχει σκηνοθετήσει πάνω από 500 τηλεοπτικές διαφημίσεις τρεις μικρού μήκους, μια θεατρική παράσταση και έχει συμμετάσχει σε πολλές διεθνείς παραγωγές. Οι σινεφίλ όμως τον γνωρίζουν και ως ιδρυτή και καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου (IFFP), το οποίο εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για δημιουργούς από όλο τον κόσμο.
Ο Στηβ πριν την Πάτμο είχε αγαπήσει την Μύκονο. Πήγε για πρώτη το 1979 και συνέχισε να επιστρέφει εκεί για πολλά καλοκαίρια. «Αυτά τα ταξίδια σημάδεψαν τη ζωή μου· ήταν στο μικροσκοπικό αυτό νησί που αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης, χάρη στην ενθάρρυνση ανθρώπων που με βοήθησαν να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Οι νέοι που γνώρισα τότε ήταν πρωτοπόροι, ενσάρκωναν το πνεύμα της δεκαετίας του ’70 – και 45 χρόνια αργότερα, κάποιοι από αυτούς είναι οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας».
Κι εγώ σαν παιδί που έζησε στη Μύκονο όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, λάτρης των ντοκιμαντέρ αλλά και ως φαν του Στηβ αδημονούσα να κάνω μια συζήτηση μαζί του και άλλο τόσο να δω το φιλμ. Το Super Paradise ξεκινάει το ταξίδι του στις ελληνικές αίθουσες από τις 16 Οκτωβρίου στον Δαναό.
Στηβ, τι σου έμαθε το Super Paradise; Τι έμαθες σε προσωπικό επίπεδό μέσα από την δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ; Ήταν ένα ταξίδι πίσω στον εαυτό μου — σε εκείνον τον νεαρό που έφτασε στη Μύκονο το ’79 χωρίς να ξέρει τίποτα, μόνο με μια κάμερα και μεγάλη περιέργεια, ανοιχτός να ζήσει κάθε εμπειρία στο έπακρο. Κατά κάποιον τρόπο, το Super Paradise μού έδωσε την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσω και νοερά να το ξαναζήσω με διαφορετικά ματιά και διαφορετικό μυαλό. Αυτό που έμαθα περισσότερο είναι: ότι, τελικά, όσα κι αν αλλάξουν γύρω μας, η ουσία της ελευθερίας και της αλήθειας μένει ίδια — απλώς πρέπει να τη βλέπουμε ξανά με καινούρια μάτια.
«Αυτό, νομίζω, είναι το πιο αληθινό μήνυμα του Super Paradise ότι ο παράδεισος ίσως να μην χάθηκε -απλώς δεν είναι πια για όλους ο ίδιος»
Γιατί επέλεξες την Μύκονο για να γυρίσεις ένα ντοκιμαντέρ; Η ιδέα γεννήθηκε πριν πέντε χρόνια περίπου όταν ένας πολύ καλός φίλος και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, ο Paul Typaldos, με πλησίασε με την ιδέα να κάνουμε μια ταινία για την Μύκονο του 60 και 70, τις ένδοξες εποχές του νησιού.
Είναι ο τόπος όπου έζησα για πρώτη φορά την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, και κάτι επίσης σημαντικό: η χρονική στιγμή που με την βοήθεια και παρότρυνση κάποιων ανθρώπων που γνώρισα εκεί - αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό που ήταν κρυμμένο μέσα μου - να γίνω κινηματογραφιστής. Είναι ο τόπος που, με τα χρόνια, είδα να αλλάζει δραματικά να μεταμορφώνεται σε κάτι τόσο διαφορετικό που εγώ πλέον δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Μέσα από τη Μύκονο, μπορούσα να μιλήσω όχι μόνο για έναν τόπο, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα, για το πώς η ομορφιά μπορεί να γίνει παγίδα, και πώς η πρόοδος συχνά έρχεται με τίμημα την ταυτότητα.