0
1
σχόλια
842
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Απόσπασμα από το νέο, συναρπαστικό βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν (Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού)
 
DOCTV.GR | UNSPLASH
9 Ιανουαρίου 2024
Το φιλμ Killers of the Flower Moon του Μάρτιν Σκορτσέζε βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του. Σύμφωνα με τις διεθνείς κριτικές, το νέο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν που έχει τίτλο Γουέιτζερ: Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος εκτός από ένα έργο πολυετούς έρευνας αποτελεί «μια συναρπαστική περιπέτεια αλλά και μια σπουδή πάνω στη δύναμη των αφηγήσεων» (The New York Times). Μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό. Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί την επιβεβαίωση.

Μετά τις προσπάθειες να εξασφαλίσει πληρώματα με το καλό, το Ναυτικό κατέφυγε σε μια στρατηγική «πιο βίαιη», σύμφωνα με τη διατύπωση ενός γραμματέα του Ναυαρχείου. Ένοπλες περίπολοι βγήκαν στους δρόμους για να βρουν και να εξαναγκάσουν ναυτικούς να υπηρετήσουν· κατ’ ουσίαν, να τους απαγάγουν. Αυτά τα «αποσπάσματα ναυτολόγησης» περιφέρονταν σε μεγάλες και μικρές πόλεις, αρπάζοντας όποιον είχε τη χαρακτηριστική όψη του ναυτικού: το γνώριμο καρώ πουκάμισο, το φαρδύ μέχρι το γόνατο παντελόνι, και το στρογγυλό καπέλο· αλλά και δάχτυλα μαύρα απ’ τη πίσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για να κάνουν κυριολεκτικά τα πάντα πιο αδιάβροχα και ανθεκτικά. (Οι ναυτικοί ήταν γνωστοί και ως «πισσοκόποι».) Οι τοπικές αρχές είχαν επίσης λάβει διαταγές να «συλλαμβάνουν όλους τους περιφερόμενους ναυτικούς, βαρκάρηδες, λεμβούχους, ψαράδες και χειριστές φορτηγίδων».

Ένας ναυτικός περιέγραφε αργότερα πώς, εκεί που περπατούσε στο Λονδίνο, ένας άγνωστος τον χτύπησε στον ώμο και τον ρώτησε: «Από ποιο πλοίο;». Εκείνος αρνήθηκε πως ήταν ναυτικός, όμως τον πρόδωσε η πίσσα στα δάχτυλά του. Ο άγνωστος σφύριξε με τη σφυρίχτρα του, κι αμέσως εμφανίστηκε ολόκληρο απόσπασμα. «Με άρπαξαν έξι αλήτες, μπορεί κι οχτώ, που σύντομα συνειδητοποίησα πως ήταν απόσπασμα ναυτολόγησης» έγραψε ο ναυτικός. «Μ’ έσερναν βιαστικά μέσα στους δρόμους, ενώ οι περαστικοί τούς έλουζαν με τις χειρότερες βλαστήμιες, εκφράζοντας συγχρόνως τη συμπόνια τους σ’ εμένα».

Τα αποσπάσματα ναυτολόγησης έψαχναν και σε καράβια, χτενίζοντας τον ορίζοντα για να εντοπίζουν εισερχόμενα εμπορικά πλοία ― το πιο γόνιμο έδαφος για το κυνήγι τους. Συχνά οι άντρες τους οποίους άρπαζαν επέστρεφαν από μακρινά ταξίδια έχοντας χρόνια να δουν την οικογένειά τους· και με δεδομένους τους κινδύνους που έκρυβε ένα δεύτερο μακροχρόνιο ταξίδι εν καιρώ πολέμου, ήταν πιθανό να μην την ξανάβλεπαν ποτέ.

Ο Τσηπ απέκτησε φιλική σχέση μ’ έναν νεαρό δόκιμο του Σεντούριον ονόματι Τζων Κάμπελ, ο οποίος ναυτολογήθηκε διά της βίας ενώ δούλευε σ’ ένα εμπορικό. Ένα απόσπασμα ναυτολόγων είχε εισβάλει στο πλοίο, κι όταν ο Κάμπελ τους είδε να αρπάζουν έναν ηλικιωμένο άντρα που έκλαιγε, βγήκε μπροστά και προσφέρθηκε να πάει αυτός στη θέση του. Ο αρχηγός του αποσπάσματος σχολίασε: «Προτιμώ ένα παλικάρι με ψυχή παρά έναν γεροκλαψιάρη».

Λένε πως ο Άνσον εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ανδρεία του Κάμπελ, που τον έκανε δόκιμο αξιωματικό. Οι περισσότεροι ναύτες, ωστόσο, προσπαθούσαν πάση θυσία να αποφύγουν τους «αρπάχτες» ― κρύβονταν σε στενά μπαλαούρα, έγραφαν τ’ όνομά τους στις λίστες των νεκρών του πλοίου, ή εγκατέλειπαν το καράβι πριν πιάσει σε κάποιο μεγάλο λιμάνι. Όταν ένα απόσπασμα περικύκλωσε μια εκκλησία του Λονδίνου το 1755, καταδιώκοντας έναν ναυτικό που βρισκόταν εκεί μέσα, εκείνος κατάφερε, σύμφωνα με το άρθρο μιας εφημερίδας, να ξεγλιστρήσει μεταμφιεσμένος, φορώντας «μακριά κάπα, σκουφί και κουκούλα, σαν αξιοπρεπής κυρία μιας κάποιας ηλικίας».

Οι απαχθέντες ναυτικοί μεταφέρονταν μέσα στα αμπάρια μικρών πλοίων που ονομάζονταν λάντζες κι έμοιαζαν σαν πλωτές φυλακές, με σιδεριές στις μπουκαπόρτες τους και τους πεζοναύτες που έστεκαν φρουροί με τα μουσκέτα και τις ξιφολόγχες τους. «Εκεί μέσα περάσαμε όλη τη μέρα, και μετά τη νύχτα, ο ένας κολλημένος πάνω στον άλλο, αφού δεν υπήρχε χώρος ούτε να καθίσουμε ούτε να σταθούμε λίγο πιο αραιά» θυμόταν ένας ναύτης. «Ήμασταν σε κατάσταση πραγματικά οικτρή, γιατί πολλοί πάθαιναν ναυτία, κάποιοι ξερνούσαν, άλλοι κάπνιζαν, ενώ αρκετοί δεν άντεξαν την μπόχα, και έτσι όπως δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν, λιποθύμησαν».

Οι συγγενείς, μαθαίνοντας ότι κάποιος δικός τους ―γιος, αδελφός, σύζυγος, πατέρας― είχε πέσει στα χέρια αποσπάσματος, έτρεχαν στο σημείο απ’ όπου απέπλεαν οι λάντζες, ελπίζοντας πως θα κατάφερναν να αντικρίσουν, έστω φευγαλέα, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Σάμιουελ Πηπς περιγράφει στο ημερολόγιό του μια σκηνή σε μια αποβάθρα κοντά στον Πύργο του Λονδίνου, όπου είχαν συγκεντρωθεί γυναίκες απαχθέντων ναυτών: «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο ειλικρινή έκφραση οδύνης όσο σε κάποιες γυναίκες που ολοφύρονταν και που πλησίαζαν τρέχοντας την κάθε παρτίδα ανδρών καθώς μετα­φέρονταν, η μια μετά την άλλη, αναζητώντας τον σύζυγό τους, και σπάραζαν στο κλάμα όποτε απέπλεε κάποιο σκάφος, επειδή βρισκόταν ίσως κι ο άντρας τους εκεί μέσα, και δεν άφηναν το πλοίο απ’ τα μάτια τους για όσο ακόμα διακρινόταν στο φως του φεγγαριού. Μου έσκιζε την καρδιά να τις ακούω».


Γουέιτζερ: Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος (2023), μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. ΔΩΜΑ. Ο Ντέιβιντ Γκραν (1967) είναι συγγρα­φέας και ερευνητής δημοσιογράφος στο περιοδικό The New Yorker. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Edgar Allan Poe Award και το George Polk Award. Το βιβλίο του Killers of the Flower Moon ή Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού (εκδ. Λαβύρινθος, 2019) ήταν φιναλίστ για το National Book Award. Άλλα βιβλία του: The Lost City of Z, The White Darkness, The Devil and Sherlock Holmes.


Διαβάστε επίσης:
Μπουκόβκσι: Μία τρομερή ανάγκη
Εύχομαι τη νέα χρονιά να κάνεις λάθη
Κάππας: Και τα φιλιά που δώσαμε
εμφάνιση σχολίων