0
1
σχόλια
1371
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
DOCTV.GR
23 Μαρτίου 2024
Η παρέλαση είναι, πριν από καθετί, ένα σόου, ένα θέαμα, όχι και τόσο σοβαρό, που καταντάει μάλλον αστείο, όταν δεν υπάρχει πίσω-του ένας καλός σκηνοθέτης, που να ξέρει να κινεί κομπάρσους.

Οι μεγαλειωδέστερες και θεαματικότερες παρελάσεις ήταν αυτές που οργάνωνε το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση σκηνοθετών που δε στερούνταν ταλέντου. Ρόλο σκηνοθέτη στις παρελάσεις υπό καθεστώς λιγότερο μιλιταριστκό, ή και δημοκρατικό, παίζει, παραδόξως, ένας στρατιωτικός, o "έχων το γενικό πρόσταγμα".
 

Η παρέλαση δεν είναι στρατιωτική επιχείρηση, είναι θέαμα         

Στον πόλεμο, το "γενικό· πρόσταγμα" στο μικρό ή μεγάλο "θέατρο του πολέμου" το έχει, βέβαια, ένας στρατιωτικός. Όμως, το γενικό πρόσταγμα κατά το γύρισμα μιας πολεμικής ταινίας ή την οργάνωση ενός σόου το έχει ένας σκηνοθέτης —κι ας μην καταλαβαίνει τίποτα από πόλεμο. Αρκεί να καταλαβαίνει από θέαμα.

Η παρέλαση δεν είναι στρατιωτική επιχείρηση, είναι θέαμα. Άλλωστε, σε μια παρέλαση παίρνουν μέρος, πάντα σαν κομπάρσοι, και ανάπηροι, και πρόσκοποι, και προσκοπίνες, και λυκόπουλα και μαθητές, δηλαδή πρόσωπα που θα ήταν αδύνατο να πάρουν μέρος σε μάχη υπό τις διαταγές στρατιωτικού.

Εντούτοις, στην παρέλαση που δεν είναι "αμιγώς στρατιωτική", οι πάντες, μικροί και μεγάλοι, ανάπηροι και υποψήφιοι ανάπηροι ή υποψήφια πτώματα στον πόλεμο που κυοφορείται, βρίσκονται υπό τας διαταγάς του "έχοντος το γενικό πρόσταγμα" στρατιωτικού, που ίσως εκπληρώνει έτσι το μεγάλο του απωθημένο όνειρο: Να "διευθύνει" ανεξαίρετα απαξάπαντες τους προς το παρόν ζωντανούς κατοίκους ενός τόπου. Όνειρο που γίνεται πραγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις στρατιωτικής δικτατορίας, όπου, ως γνωστόν, το "γενικό πρόσταγμα" δεν το έχουν, ας πούμε, οι γιατροί ή οι δάσκαλοι.

Η λέξη παρέλαση είναι ομηρική, και σημαίνει "ελαύνω πλησίον τινός", δηλαδή περνάω κοντά από κάποιον. Από ποιον; Όχι βέβαια από το μανάβη της γειτονιάς —παρόλο που ο μανάβης της γειτονιάς με βλέπει να περνάω από κοντά-του, δηλαδή να παρελαύνω, όσο με έχει πελάτη.
 

Η παρέλαση είναι μια δήλωση υπακοής στην Εξουσία,            

Η παρέλαση για να έχει μυθικό νόημα και σημασία συμβολική —όχι και τόσο συμβολική πάντως, όπως θα δούμε— πρέπει να γίνει "ενώπιον επισήμου" που είναι "το τιμώμενον πρόσωπο" και που προσωποποιεί είτε το Κράτος στην ολότητά-του, είπε μέρος αυτού του Κράτους. Οι μαθητές και σπουδαστές, για παράδειγμα, που παρελαύνουν ενώπιον του υπουργού Παιδείας, παρελαύνουν ενώπιον της Εκπαιδευτικής Εξουσίας, "νομίμως εκπροσωπουμένης" από ένα φυσικό πρόσωπο. Άλλωστε, εξουσία χωρίς "φυσικά πρόσωπα" δε νοείται: δεν μπορεί να με εξουσιάσει η Χωροφυλακή αλλά οι χωροφύλακες, που υπηρετούν στο Σώμα της Χωροφυλακής, απ' όπου και αντλούν την εξουσία-τους σας φυσικά πρόσωπα εφοδιασμένα με γκλομπς και άλλα φονικά όργανα περισσότερο αποτελεσματικά.

Η παρέλαση, λοιπόν, είναι μια δήλωση υπακοής στην Εξουσία, που τελείται μεν συμβολικά και ανώδυνα, αλλά που με προετοιμάζει αποτελεσματικά να γίνω καλός υπήκοος. (Υπήκοος είναι "αυτός που υπακούει". Η γλώσσα κρύβει μέσα-της συγκλονιστικές αλήθειες που μαράζωσαν από την πολυχρησία και τη μηχανική της χρήση).

Να λοιπόν γιατί, όσο πιο μιλιταριστικό είναι ένα καθεστώς τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει από καλά οργανωμένες παρελάσεις: Με το πέρνα πέρνα στητός και καμαρωτός "ενώπιον των επισήμων" αφενός μαθαίνεις να είσαι στητός και καμαρωτός σε όλη-σου τη ζωή με συνέπειες καταστροφικές για την υγεία-σου, και αφετέρου ντρεσάρεσαι σαν ζώον τσίρκου και "ορθώνεις" το "καμαρωτό" ανάστημά-σου κάθε φορά που θα βρεθείς ενώπιον διεγερτικών συμβόλων —όχι πάντα "εθνικών"— όπως ακριβώς και το ζώον του τσίρκου τη στιγμή που δέχεται στο στόμα-του τη διόλου συμβολική ζάχαρη, που κινητοποιεί τα εξαρτημένα παβλοφικά αντανακλαστικά του, ώστε να εκτελέσει με επιτυχία το προγραμματισμένο νούμερο.

Οι παρελάσεις εκπαιδεύουν, τρόπον τινά, τσιρκολάνους: ακροβάτες της ζωής (είναι οι γνωστοί "αεριτζήδες"), ζογκλέρ της πολιτικής (είναι οι γνωστοί "παπατζήδες"), θηριοδαμαστές του πεζοδρόμιου (είναι τα γνωστά ΜΑΤ), κλόουν των σαλονιών (είναι οι γνωστοί αστείοι κοσμικοί), ισορροπιστές της απάτης (είναι οι γνωστοί διπλωμάτες), τραμπολινίστες του καθ' ημέραν βίου (είναι αυτοί που κάνουν τούμπες και κοψομεσιάζονται). Το μόνο που δε θα μπορούσαν να κάνουν οι παρελάσεις είναι να φτιάξουν ανθρώπους με βούληση και προσωπικότητα, αυτόφωτους και αυτοκινούμενους. Γι' αυτό ακριβώς η παρέλαση είναι ένα θέαμα μάλλον φθοροποιό για το παιδί, πολύ περισσότερο όταν σ' αυτή υπάρχουν και εντυπωσιακά νούμερα "στρατιωτικής ισχύος", όπως για παράδειγμα ο πύραυλος "Τίμιος Τζων" —άκου, τίμιος!— κι όταν από πάνω "υπερίπτανται Φάντομς", δηλαδή φαντάσματα, που μπορούν να του προκαλέσουν εφιάλτες, στοιχειώνοντας τον αθώο ύπνο του.

Όσο για τους ενήλικες, αυτοί την έχουν ήδη πατήσει έτσι κι αλλιώς, τουλάχιστον οι περισσότεροι, δηλαδή όλοι αυτοί που χάσκουν κοιτώντας εκστατικά το "σιδερένιο θώρακα του έθνους", που ωστόσο αποκλείεται να τους προστατέψει από το Χάρο, που τώρα πια κατεβαίνει πάντα από τον ουρανό, υπό μορφήν υδρογονοβόμβας. Όλοι ξέρουν πως ο θώρακας, η ασπίδα και το δόρυ μπήκαν προ πολλού στο μουσείο της ιστορίας της πολεμικής τέχνης, κι ωστόσο κάποιοι προσπαθούν ακόμα να μας πείσουν για την αξία της παλικαριάς και του θάρρους, λες και θα μπορούσαμε να μετατραπούμε όλοι-μας ξαφνικά σε Βιετναμέζους -άσε που και οι Βιετναμέζοι δε θα είχαν την ευκαιρία να γίνουν ήρωες αν δέχονταν κατακέφαλα κάποιον Υπερτίμιο Σούπερ Τζων,Made in U.SA.

Ωστόσο, το θέαμα —παρέλαση προορίζεται και για εξωτερική κατανάλωση κι όχι μόνο για εσωτερικό ντρεσάρισμα: Υποτίθεται πως η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος θα εκφοβίσει τον εχθρό (τον κατά κανόνα φανταστικό) που ξαφνικά θα δει ή θα μάθει τα περί της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου και θα σωφρονιστεί όπως περίπου και το παιδάκι που θα του μιλήσει η μαμά-του για τον "μπαμπούλα" και θα ζαρώσει στη γωνιά-του —αν συνεχίζει να πιστεύει στον "μπαμπούλα" πράγμα σπανιότατο για παιδί της εποχής-μας.

Έ, λοιπόν, δεν είμαστε καθόλου καλά που θα φοβηθεί ο εχθρός από ένα θέαμα, όσο τρομοκρατικό κι αν είναι αυτό: τα φιλμ γκραν γκινιόλ είναι εξόχως διασκεδαστικά και σε "αποκαθάρουν" από τις τυχόν φοβίες-σου. Μόλις βγεις από την αίθουσα νιώθεις ασφαλέστερος από όσο ήσουν όταν μπήκες. Πρόκειται για τη γνωστή από τον Αριστοτέλη λειτουργία της κάθαρσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον εχθρό. Αποκαθάρεται από τους τυχόν φόβους-του κι αν χρειαστεί να μπει στην πραγματική μάχη θα είναι ήδη άριστα προετοιμασμένος από τις παρελάσεις που φρόντισε να κάνει ο αντίπαλος σε χρόνο εύθετο.

'Αλλωστε, το μόνο που πράγματι φοβάται ο αντίπαλος δεν είναι τα φανερά αλλά τα μυστικά όπλα. Κι αυτά κανένα λογικό ον δε θα τα έκανε δημόσιο θέαμα, ακόμα κι ο στρατιωτικός που δε φημίζεται, βέβαια, για τη λογική-του. (Θυμίζουμε με την ευκαιρία το λεχθέν υπό Αϊνστάιν: "Στον στρατιωτικό το μυαλό είναι περιττή πολυτέλεια. Ο νωτιαίος μυελός του φτάνει και του περισσεύει".)

Συμπέρασμα: Οι παρελάσεις, κυρίως οι στρατιωτικές, δεν είναι μόνο βλαπτικές για την ηθική υγεία των ενηλίκων και την ψυχική υγεία των ανηλίκων, αλλά και ολικά άχρηστες από καθαρά στρατιωτική άποψη. Αυτό το τελευταίο σίγουρα το γνωρίζουν οι αρμόδιοι οργανωτές παρελάσεων. Άρα, επιμένουν σ' αυτές τις κακότεχνες παράτες μόνο και μόνο για να χειραγωγούν τον κόσμο ώστε να συντηρούν ένα αίσθημα πειθαρχίας, που εξατμίζεται ολοένα και περισσότερο. Ας ευχηθούμε παρελάσεις να βλέπουμε στο μέλλον μόνο στο σινεμά, σε "φιλμ εποχής". Έτσι, το θέαμα που είναι η παρέλαση θα βρει τη σωστή-του θέση —και το σωστό-του σκηνοθέτη. 

Σημείωση: Τα παραπάνω γράφτηκαν ”εν βρασμώ”, αμέσως μετά από την ατυχή έμπνευση του υπογράφοντος να δει στην τηλεόραση την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Δε θέλουμε να πούμε πως οι επετειακοί εορτασμοί πρέπει να καταργηθούν —αυτό θα αργήσει πολύ να γίνει, και πρέπει μάλλον να μετατεθεί σαν ιστορική προοπτική για το έτος 3000 μ.χ. —αλλά πως πρέπει να απαλειφτούν τα κατάλοιπα ’’μαύρης μαγείας” που οπωσδήποτε υπάρχουν στο λαϊκό θέαμα που λέγεται παρέλαση. 


Βασίλης Ραφαηλίδης,  «Κείμενα στο Έθνος» , 7 Νοεμβρίου 1982. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης (1 Ιανουαρίου 1934 - 8 Σεπτεμβρίου 2000) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου στην Αθήνα. Γύρισε δύο ταινίες - ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό Μνημόσυνο και το Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους. Το 1963 αποφασίζει να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου. Αρχικά εργάστηκε σ' αυτό το πόστο σε έντυπα της αριστεράς στην οποία ανήκε ιδεολογικά, πρώτα την Επιθεώρηση Τέχνης και αργότερα στην Δημοκρατική Αλλαγή. Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο Σύγχρονος Κινηματογράφος. Με τη μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες, μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου. Δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και αλλού. Στη διάρκεια της δικτατορίας βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από κάποια βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική και κομμουνιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό. Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο.


Διαβάστε επίσης:
Ραφαηλίδης: Μια χώρα με κάργα καλούς νοικοκυραίους
Ραφαηλίδης: Ο πολιτισμός του πλούτου
Ραφαηλίδης: Πόσο έντιμοι είναι οι δικαστές
εμφάνιση σχολίων