0
1
σχόλια
1548
λέξεις
ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
DOCTV.GR | UNSPLASH
24 Μαΐου 2022
Δικαίωμα σε μια προσιτή, αξιοπρεπή κατοικία. Το αίτημα «ανεβαίνει» στην πολιτική ατζέντα σε όλη την Ευρώπη, εξαιτίας της πανδημίας, αλλά κυρίως λόγω του «ράλι» των τιμών των ενοικίων, που μετατρέπουν ένα πρόβλημα που κάποτε αφορούσε μόνο τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού σε πρόβλημα της μεσαίας τάξης. Οι προσεγγίσεις διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα: από χώρες με μακρά παράδοση στην κοινωνική κατοικία, όπως η Αυστρία, η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες, έως χώρες χωρίς καμία στεγαστική πολιτική, όπως η Ελλάδα, όλοι προσπαθούν να βρουν μια λύση.

Τις τελευταίες τάσεις στην κοινωνική κατοικία στην Ευρώπη καταγράφει η έρευνα του οργανισμού Housing Europe, ενός δικτύου 43.000 παρόχων δημόσιας, κοινωνικής, ή συνεργατικής κατοικίας σε 25 ευρωπαϊκές χώρες. Η έρευνα (The state of housing in Europe 2021 – Η κατάσταση της στέγασης στην Ευρώπη το 2021) πραγματοποιείται κάθε δύο έτη, καταγράφοντας εξελίξεις και πολιτικές στον ευρωπαϊκό χώρο. Οπως επισημαίνεται από την έρευνα:

– Οι συνθήκες της πανδημίας επέτειναν το στεγαστικό πρόβλημα: το σύνθημα «Μένουμε σπίτι» που προβλήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανέδειξε το ζήτημα «Ναι, αλλά σε τι είδους σπίτι». Σύμφωνα με πολλές ευρωπαϊκές μελέτες, η πανδημία ανέδειξε και επέτεινε τις ανισότητες στη στέγαση και στις συνθήκες διαβίωσης, θέτοντας με επιτακτικό τρόπο ζητήματα όπως η ποιότητα της στέγης και πόσο προσιτή είναι αυτή. Δεν πρόκειται για μια υπόθεση: σύμφωνα με μελέτες που διεξήχθησαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, τα επίπεδα συνωστισμού ή οι κακές συνθήκες διαβίωσης είναι άμεσα συνδεδεμένες με αυξημένα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας από κορωνοϊό.

– Η νέα πραγματικότητα του κορωνοϊού αναδεικνύει ταυτόχρονα τη σημασία της αξιοπρεπούς κατοικίας για τη δημόσια υγεία. Το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound) εκτίμησε ότι η διαβίωση σε κακές στεγαστικές συνθήκες για ένα τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού έχει συγκεκριμένο κόστος στις ευρωπαϊκές οικονομίες (περίπου 194 δισ. ευρώ ετησίως) και ότι το κόστος της βελτίωσης των συνθηκών στέγασης στην Ε.Ε. θα μπορούσε να αποσβεστεί μόλις μέσα σε ενάμισι έτος, μέσω της μείωσης των επιπτώσεων στα συστήματα υγείας και κοινωνικών παροχών.

Τα «απόνερα» της μετατροπής της κατοικίας σε χρηματοπιστωτικό «προϊόν» μέσω του real estate, των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb κ.ά.

– Η αύξηση των τιμών (αγοράς ή ενοικίασης) κατοικίας εξακολουθεί να είναι πολύ μεγαλύτερη των αυξήσεων στο εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών. Αυτό εν μέρει οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως τη μετατροπή της κατοικίας σε χρηματοπιστωτικό «προϊόν» μέσω του real estate, τις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb. Αλλά και, παραδόξως, τη στροφή πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από τις επενδύσεις στην κατασκευή κοινωνικής κατοικίας, στην παροχή επιδομάτων σε νοικοκυριά χαμηλότερων εισοδημάτων, μια επιλογή που δεν συμβάλλει στη μείωση των τιμών της στέγης.

– Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΑΣΑ) σε πρόσφατη έκθεσή του επισημαίνει ότι «η κρίση του κορωνοϊού προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εξεύρεσης προσιτής στέγης, αν οι κυβερνήσεις υποστηρίξουν δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική κατοικία, για τη σημαντική επέκταση του τομέα της κοινωνικής στέγασης». Επισημαίνει δε ότι η προσπάθεια αυτή θα συμβάλλει στην ανάκαμψη των εθνικών οικονομικών με «πράσινο» τρόπο.

Οι ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούν να ανταποκριθούν με διαφορετικό τρόπο στις αυξανόμενες ανάγκες και στην κοινωνική πίεση που έχει δημιουργηθεί. Η Γαλλία δημιούργησε μια «συμμαχία» χρηματοδοτικών μηχανισμών για να υποβοηθήσει τους παρόχους κοινωνικής κατοικίας (όχι απαραίτητα κρατικούς). Στην Ολλανδία δημιουργήθηκε μια συμμαχία 34 φορέων του κλάδου των κατασκευών, με σκοπό να υποστηρίξει την αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνική στέγη μέσω μεταρρυθμίσεων. Η Δανία ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 4 δισ. ευρώ έως το 2026 και η Σουηδία 420 εκατ. ευρώ έως το 2023 για την ενεργειακή αναβάθμιση κοινωνικών κατοικιών. Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία ενέταξαν στο Ταμείο Ανάκαμψης προγράμματα αναβάθμισης των κοινωνικών κατοικιών και κατασκευής νέων.

Ο κ. Γαβριήλ Αμίτσης είναι καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Κοινωνικής Διοίκησης, που είναι ο επιστημονικός εταίρος του Housing Europe στην Ελλάδα. «Οι παρεμβάσεις αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη κινούνται σε τρία επίπεδα. Υπάρχουν πρωτοβουλίες στον τομέα της στέγασης, όπως φορολογικά κίνητρα και επιδότηση των στεγαστικών δανείων. Υπάρχει η κατασκευή κοινωνικών κατοικιών για παραχώρηση ή μίσθωση σε ελεγχόμενο ενοίκιο. Και τα προγράμματα επιδότησης ενοικίου με εισοδηματικά κριτήρια». Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στο πεδίο της κατοικίας στην Ευρώπη. «Η σημαντικότερη είναι ότι αλλάζει η αναλογία μεταξύ ιδιοκατοίκησης και μισθωμένης κατοικίας υπέρ της δεύτερης. Το 2021 ο μέσος όρος της ιδιοκατοίκησης στην Ε.Ε. μειώθηκε στο 70%. Στην Ελλάδα βρίσκεται περίπου στο 75%, με το ποσοστό των υποθηκών και των στεγαστικών δανείων να βρίσκεται στο 12,7%, δηλαδή να είναι αρκετά χαμηλό. Και το ποσοστό της μισθωμένης κατοικίας να βρίσκεται στο 24,6%, με το 20,6% σε τιμές αγοράς (ελεύθερη διαπραγμάτευση του μισθωτή με τον ιδιοκτήτη) και μόνο το 4,6% σε καθορισμένες τιμές, μέσω προγραμμάτων επιδότησης ενοικίου σε αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένους πρόσφυγες, αποκλειστικά με ευρωπαϊκούς πόρους. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε, η Ελλάδα έχει ένα μέσο ποσοστό ιδιοκατοίκησης: η «μαγική τριάδα» είναι η Ρουμανία (96%), η Ουγγαρία (92%) και η Σλοβακία (91%), ενώ οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά είναι η Γερμανία και η Αυστρία».

«Επανεκκίνηση» της στεγαστικής πολιτικής και στη χώρα μας. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνική στεγαστική πολιτική. Το τελευταίο εξάμηνο όμως η συζήτηση δείχνει να έχει ανοίξει. Πρώτα μια ομάδα δήμων της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης και πριν από λίγες ημέρες ο Δήμος Αθηναίων κατέθεσαν τις δικές τους προτάσεις για την κοινωνική κατοικία. Παράλληλα, πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας άνοιξε τον δρόμο για την «επανεκκίνηση» της στεγαστικής πολιτικής, με την αξιοποίηση του τεράστιου αποθεματικού του πρώην Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, προγράμματα επιδότησης κατοικίας και συμπράξεις με ιδιώτες για την κατασκευή νέων. Πολλά ωστόσο μένουν ακόμα να απαντηθούν, καθώς η χώρα δεν έχει στην πραγματικότητα «κουλτούρα» στην παροχή κοινωνικής στέγης.

«Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ στεγαστική πολιτική», εκτιμά η Δήμητρα Σιατίτσα, ερευνήτρια σε θέματα κατοικίας. «Μεταπολεμικά η στεγαστική πολιτική ασκήθηκε έμμεσα, μέσω της αντιπαροχής και της ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση. Η Πολιτεία παρενέβαινε μόνο σε έκτακτες καταστάσεις ή για ειδικές ομάδες, όπως οι “θεομηνιόπληκτοι” ή οι ομογενείς και οι Ρομά. Επιπλέον, κάποιες ειδικές επαγγελματικές ομάδες είχαν ευνοϊκές ρυθμίσεις για αυτοστέγαση. Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας από το 1954 που ιδρύθηκε, αξιοποίησε την εμπειρία που αποκτήθηκε με τη στέγαση των προσφύγων και δημιούργησε στεγαστικά προγράμματα που χρηματοδοτούνταν από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών (οι τελευταίες καταργήθηκαν το 2012). Το κατασκευαστικό κομμάτι άρχισε να συρρικνώνεται από τη δεκαετία του ’90 και σταμάτησε με τη συγχώνευση του ΟΕΚ στον ΟΑΕΔ το 2012. Το τελευταίο μεγάλο στεγαστικό πρόγραμμα ήταν το Ολυμπιακό Χωριό». Σύμφωνα με τις λιγοστές μελέτες που έχουν γίνει, στα 59 χρόνια λειτουργίας του ο ΟΕΚ κατασκεύασε 570 οικισμούς (49.190 κατοικίες) σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στις Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Επίσης, περί τις 362.000 οικογένειες έλαβαν δάνειο αγοράς ή ανέγερσης πρώτης κατοικίας και 238.000 δάνειο επισκευής, επέκτασης ή αποπεράτωσης κατοικίας.

Πλέον όμως και στη χώρα μας, η έκταση του προβλήματος στέγασης είναι μεγάλη. «Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας όσον αφορά το ποσοστό του εισοδήματος που διαθέτει η κατώτερη και η μεσαία οικονομική τάξη για να καλύψει τις δαπάνες στέγασης, με 40%», εξηγεί ο κ. Αμίτσης. Επίσης βρίσκεται σε μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη όσον αφορά την ενεργειακή φτώχεια, με την κατάσταση να χειροτερεύει λόγω της ενεργειακής κρίσης. Αλλά και στους δείκτες «στεγαστικού συνωστισμού»: το 28% του πληθυσμού στη χώρα μας ζει σε μικρές κατοικίες, σε σχέση με το 17% της Ε.Ε. (το υψηλότερο έχει η Ρουμανία με 45,8% και το χαμηλότερο η Κύπρος με 2%). Πλέον το πρόβλημα πρόσβασης στην κατοικία σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο όσους βρίσκονται σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (4% στην Ε.Ε., 5,8% στην Ελλάδα), αλλά αρχίζει να αφορά νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος.

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του υπουργείου Εργασίας και των δήμων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη δείχνουν, επιτέλους, μια κινητοποίηση. «Είναι θετικό που ενεργοποιούνται, υπάρχουν ωστόσο πολλά που πρέπει να απαντηθούν ως προς τον τρόπο υλοποίησης», εκτιμά η κ. Σιατίτσα. «Για παράδειγμα, η αξιοποίηση της περιουσίας του ΟΕΚ δεν είναι κακή εξ ορισμού, αρκεί να μη γίνει απλά και μόνο για να διατεθεί μια αδρανής δημόσια περιουσία, αλλά υπέρ των πληττόμενων από την έλλειψη κατοικίας. Δεν έχουμε ακόμα ένα κείμενο στεγαστικής πολιτικής, που να ξεκαθαρίζει τις προθέσεις της Πολιτείας και το πώς αυτή θα υλοποιηθεί. Οσον αφορά τις ανακοινώσεις του υπουργείου Εργασίας, περί χρησιμοποίησης συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα για την ανέγερση κατοικιών, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σε όλη την Ευρώπη για το πόσο επωφελείς για το Δημόσιο είναι τελικά. Αν η αγορά ορίζει ως προσιτή κατοικία τη μίσθωσή της στο 80% των τιμών της αγοράς, τότε αυτό θα εξακολουθήσει να είναι απαγορευτικό για το μεγαλύτερο μέρος όσων πρέπει να επωφεληθούν. Οσον αφορά τις ανακοινώσεις του Δήμου Αθηναίων, είναι θετικό που θα αξιοποιηθεί η εμπειρία του προγράμματος Εστία (σ.σ. για τη στέγαση αιτούντων άσυλο και προσφύγων). Το ζήτημα είναι πόσο βιώσιμη είναι αυτή η πολιτική και πόσο σταθερή. Αν εξαρτώνται μόνο από ευρωπαϊκούς πόρους, αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα τελειώσουν».

«Οι παρεμβάσεις που πρότειναν η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι θετικές, πρέπει όμως να στηριχθούν σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική και να μην αφορούν μόνο όσους βρίσκονται σε συνθήκες ακραίας υστέρησης», εκτιμά ο κ. Αμίτσης. «Είναι θετικό πάντως ότι έρχονται από την αυτοδιοίκηση – σε αυτήν άλλωστε βασίζουν τις πολιτικές τους πολλές ευρωπαϊκές χώρες γιατί είναι πιο αποτελεσματικές. Επομένως πρέπει να ξεκινήσουμε καταγράφοντας τις ανάγκες και να δημιουργηθεί μια εθνική στρατηγική που να συντονίζει τους δήμους. Στη συνέχεια να αναζητήσουμε τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία για να υλοποιήσουμε τους στόχους μας. Σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αξιοποιούνται κατά βάση εθνικοί πόροι – στη χώρα μας δεν υπάρχει ακόμα αυτή η κουλτούρα».

Πηγή: kathimerini.gr
εμφάνιση σχολίων