Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΝΙΚΑ | ΦΩΤΟ: DOC TV CC3
2 Φεβρουαρίου 2016
Και κάθε μα κάθε φορά που πάω να καταλήξω στην άποψή μου για τον κόσμο και την κακόδμητη Θεσσαλονίκη με το φανταστικό μετρό και τα επενδεδυμένα με τσίχλες πεζοδρόμια, φτάνω στάση Δημαρχείο κι είναι ώρα να κατέβω. Το θέαμα απογοητευτικό, γιατί μου γκρεμίζει όλο το μίσος και όλη την αηδία και κείνο το μειδίαμα γίνεται χαμόγελο -το νιώθω, το παρατηρώ, γιατί κι εμένα με ξαφνιάζει. Αν τύχει κι η ατμόσφαιρα είναι καθάρια νιώθω το μεγαλείο του Ολύμπου στην καρδιά μου πριν προλάβω να σκεφτώ το νέφος που μου τον έκρυβε ως τώρα. Νιώθω τα ανθρωπάκια πώς χαιρόμαστε που παίρνουμε επιτέλους μια αρμυρή ανάσα- κι ας βρωμάει λίγο -και δεν είμαι ακόμη σίγουρη αν είναι η θάλασσα ή οι γλάροι που μας συγκινούν περισσότερο, που μας θυμίζουν κάτι ενδόμυχο κρυφό δικό μας. Σύμβολο εκείνη του νεύρου μας, πότε γαλήνιο και πότε φουρτουνιασμένο- και σύμβολα εκείνοι του πνεύματος, που κοιτά από ψηλά ό,τι κι αν έρθει. Από ένα παγκάκι χαζεύω πάλι το Λευκό Πύργο που τόσο μερικές φορές μου φαίνεται αστείος· πώς ξέμεινε ανάμεσα στη θάλασσα και το τσιμέντο, να γεφυρώνει ένα χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα σε φύση και ανθρώπους...
Ένας παππούλης που μόλις κάθισε δίπλα μου μού διακόπτει όμως τις σκέψεις:
«Ποιο είναι το όνομά σου κορίτσι μου;», του απαντάω «Βαρβάρα». Γνωστή μου ήταν η ιστορία της Αγίας αλλά την ξανάκουσα· με προσοχή. Ανακουφισμένος στο κάθισμά του, γλυκός και γραφικός στην όψη, με σκούρα εκφραστικά γυαλιστερά μάτια, διψάει για συζήτηση και νουθεσίες. Μετά τα εσαγωγικά και τις παρουσιάσεις, του ξετυλίγω κι εγώ τις σκέψεις μου για τη Θεσσαλονίκη, που με ταλαιπωρούν από την ώρα που αποφάσισα να βγω Κυριακή πρωί απ' το σπίτι. Στο άκουσμα εκείνης της ιδέας που όλο καταλήγω τελευταία -ότι αγνός είναι ο αμιγής, ο ολοκληρωτικά ολόκληρος- σαν να παγώνει, σαν να σαστίζει λίγο... σκύβει το κεφάλι και στοχάζεται.
Σηκώνεται, ανεβαίνει στο παγκάκι όρθιος, κοιτά πρώτα τη θάλασσα, μετά τον Πύργο, μετά την πόλη, μετά εμένα, σηκώνει το δείκτη κατά τον Πλάτωνα, χαμογελάει, και με μια ψιθυριστή κραυγή ψυχής, που έχει χρόνια να μιλήσει, μου λέει: «Δύο πράγματα είναι ολοκληρωτικά ολόκληρα, ο Θάνατος, κι ο Έρωτας. Και τα δυο όταν συμβαίνουν, εσύ δεν είσαι πια απλά εσύ, είσαι... ενωμένος. Γιατί αυτό είναι Αγνότητα, να ξεχνάς το μικρό εαυτό σου». Και ξανακάθεται δίπλα μου ατάραχος· σαν να μην έγινε ποτέ όλη η σκηνή που είδα. Γελώ ακόμα.
Το «Θ» του θανάτου βγήκε σα μαχαίρι δίκοπο απ' τη γλώσσα του, το «Ε» του έρωτα ήταν ολόκληρο ταξίδι.
εμφάνιση σχολίων