Σκέψεις για τη θάλασσα μου περνούσαν από το μυαλό κάνοντας μια διαδρομή που κάποτε είχα συνηθίσει αλλά τώρα κάνω πολύ σπάνια. Αυτή που από το μικρό χωριό σε πηγαίνει σε μια μικρή πόλη, η οποία στη συνέχεια σε οδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη, που τώρα πλέον τη λες και βάση σου. Η διαδρομή αυτή, όντας κατάλληλη για τους περισσότερους εκδρομείς, συνδυάζει πολύ βουνό και πολλή θάλασσα. Ο πολιτισμός της περιορίζεται στα χτισμένα σπίτια που -σαν από παράλληλο σύμπαν- ξεφυτρώνουν μέσα στο βουνό σαν να ήταν δέντρα στη μεγαλούπολη. Αραιοκατοικημένα σπίτια, με νησιώτικο στυλ, μπλε και άσπρα, που παίρνουν ζωή μερικές εβδομάδες του καλοκαιριού και έπειτα παραμένουν έρημα να ατενίζουν τον γκρίζο ουρανό και τη θάλασσα του χειμώνα με τα θυμωμένα κύματά της.
Δεν αποτελούν το σημείο ενδιαφέροντός μου αυτά τα σπίτια. Συνήθως δεν τα προσέχω καν περνώντας με το αυτοκίνητο καθώς το βλέμμα μου στρέφεται από την άλλη μεριά, εκεί όπου βρίσκεται η θάλασσα. Η θάλασσα αυτή ανήκει στον Ευβοϊκό και ενώνει το νησιώτικο κομμάτι της Εύβοιας με αυτό της Στερεάς Ελλάδας. Σε μερικά μέτρα απόσταση από τη στεριά φιλοξενεί το Εγγλεζονήσι, ένα μικρό νησάκι στο οποίο βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που προστατεύει τους ναυτικούς. Όπως κάθε θάλασσα, έτσι κι αυτή αντανακλά τα συναισθήματα του καιρού που πολλές φορές -όλως τυχαίως- ταυτίζονται με τα συναισθήματα των ανθρώπων. Γίνεται γκρίζα όταν ο καιρός είναι συννεφιασμένος, παίρνει το έντονο μπλε χρώμα όταν ο βοριάς έρχεται, γίνεται κάτασπρη από θυμό με τα κύματά της (τα «αφρίζοντα» που έλεγε και μια φίλη μου) και γαληνεύει όταν ο ήλιος μάς χαμογελά.
Όμως αυτή η θάλασσα έχει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι η δική μου θάλασσα. Πιθανόν, επειδή εκεί ξόδευα τα καλοκαίρια μου, επειδή μέσα σε αυτή μεγάλωσα και αυτή είχα συνηθίσει να βλέπω στις 7 και μισή το πρωί όταν πήγαινα σχολείο. Δεν ξέρω αν τελικά μου ήρθαν σκέψεις για τη θάλασσα ή αν η θάλασσα ήταν αυτή που μου προκάλεσε ένα σωρό από σκέψεις και συναισθήματα. Περνώντας σήμερα από δίπλα της για περίπου 7 λεπτά και ξέροντας πως θα την ξαναδώ έπειτα από πολύ καιρό, οι αναμνήσεις μού χτύπησαν την πόρτα και φώναζαν «Είμαστε εδώ, μην κάνεις πως δεν μας ακούς».
Αναμνήσεις που έχεις κρύψει βαθιά μέσα σου, όχι γιατί θέλεις να τις ξεχάσεις αλλά επειδή ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με τη θορυβώδη ροή του, δεν σου έχει επιτρέψει να θυμάσαι. Και σε όλες να πρωταγωνιστεί η θάλασσα με όλες τις εκφάνσεις της. Τα παιχνίδια στα «αφρίζοντα» κύματα, οι βουτιές από παλιές και ξένες βάρκες (αλίμονο, αν μας έπαιρναν χαμπάρι οι ιδιοκτήτες που έμεναν ακριβώς από πάνω) και έπειτα οι άνθρωποι. Είτε αυτοί με τους οποίους μοιράζεσαι τις εμπειρίες αυτές, είτε αυτοί που αν και εγκλωβισμένοι στη μεγαλούπολη, σου έχουν μιλήσει γι' αυτή τη θάλασσα χωρίς να ξέρουν ότι κατάγεσαι από αυτή.
Και έπειτα, συνειρμοί. Πού είναι τώρα αυτοί οι άνθρωποι; Πόσο τους είχες συμπαθήσει; Πόσο καλά περνούσες μαζί τους; Πόσο σε βοήθησαν χωρίς να σε ξέρουν; Άραγε να τους μίλησε η θάλασσα για σένα; Σίγουρα η θάλασσα είχε μιλήσει. Η συμπάθεια και των δύο προς αυτή βγήκε σε μια αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ δύο ανθρώπων. Αχ και να γυρνούσες λίγο τον χρόνο πίσω, να πάρεις μια ανάσα βαθιά, σαν να κάνεις μακροβούτι και έπειτα να έβγαινες και πάλι στην επιφάνεια της πραγματικότητας. Αχ και να γυρνούσα εγώ τον χρόνο λίγο πίσω για να τα κάνω όλα αυτά.
Φτάνοντας προς το μικρό λιμανάκι, σημείο αφετηρίας ή λήξης της διαδρομής παρέα με τη θάλασσα, ένιωσα τα πρόσωπα να καθρεφτίζονται και να μου χαμογελούν με νόημα. Ένιωσα τις φωνές των αναμνήσεων να μαζεύονται στη γωνιά τους για να ξαναβγούν την επόμενη φορά που θα αντικρίσουν την παλιά τους φίλη. Οι μικρές βάρκες στο λιμανάκι είχαν αράξει σε μια ησυχία και μια ασφάλεια και ο φάρος είχε ανάψει για να προειδοποιήσει τους σπάνιους επισκέπτες του -και ας έφεγγε ακόμη το φως του ήλιου που είχε δύσει. Το αυτοκίνητο προχωρούσε ανελέητο, αφήνοντας πίσω του τη θάλασσα, κατευθυνόμενο σε άλλα μέρη, σε «μια στεριά ξένη». Σήμερα, η θάλασσα ήταν στα κέφια της. Μου χάρισε απλόχερα όλες τις ευτυχισμένες αναμνήσεις και μου έφερε για περίπου 7 λεπτά στον νου ανθρώπους που τώρα πια είναι μακριά. Αλλά κάνοντας τα κόλπα της, μείωσε τις αποστάσεις. Αχ θάλασσα πλανεύτρα, θάλασσα όμορφη…
εμφάνιση σχολίων