0
1
σχόλια
404
λέξεις

Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

ΑΡΓΥΡΗΣ-ΝΙΚΟΣ ΒΑΝ ΜΠΡΟΥΣΣΕΛ
28 Νοεμβρίου 2014
Βράδυ, χειμώνας σε μία επαρχιακή πόλη με λίγα φώτα. Κάνει αρκετό κρύο. Οι δρόμοι άδειοι. Ένας άντρας τρέχει, ώσπου τελικά φτάνει έξω από ένα σπίτι και λαχανιασμένος κοιτάζει προς το φωτεινό παράθυρο του σπιτιού. Μετά από λίγο, με το δεξί του χέρι -το αριστερό είναι σκεπασμένο- αρχίζει να ξεκολλάει ένα-ένα τα αστέρια και να τα εκσφενδονίζει προς το παράθυρο φωνάζοντας:

«Τρέχω για να προλάβω την καινούρια μέρα. Πετάω αστέρια στο παράθυρό σου για να βγεις, αλλά ξέχασες κιόλας πώς να φεύγεις, επειδή μαθαίνεις πάλι πώς να έρχεσαι. Ήθελα να μελαγχολούσαμε παρέα, αλλά η ώρα πήγε αργά και πια δεν είναι νωρίς για όνειρα.

«Μάλιστα, πριν έρθω εδώ, ξερίζωσα εκείνο το λουλούδι που φύτρωσε σήμερα το πρωί στον τοίχο μου. Ήταν τόσο δύσκολο να το ξεριζώσω, μέχρι που ξεκόλλησε το αριστερό μου χέρι, ώσπου τη θέση του πήρε εκείνο το συγκεκριμένο λουλούδι. Στον τοίχο απόμεινε μια ρωγμή από την οποία ακούω ήρεμη θάλασσα. Έτσι εξηγούνται τα πολύχρωμα αστέρια που μυρίζουν χώμα κι αλάτι».

«Ότι δεν καταλαβαίνουμε το φοβόμαστε, ώσπου τελικά το καταστρέφουμε. Ακόμη κι αν είναι ο εαυτός μας», του απάντησε η φωνή πίσω από το παράθυρο.

«Οπότε, είπε ο κουρασμένος πια άντρας, τώρα που σκοτείνιασε και μείναμε εντελώς μόνοι, δεν λες να σταματήσεις να κάνεις αυτό που κάνεις και να βγεις έξω επιτέλους; Τίποτα δεν σου κάνει εντύπωση; Κουράστηκα, πονάω και θέλω να προλάβω την τελευταία μέρα πριν περάσει, έστω κι αν είμαι σε κομμάτια, να καταλάβω τι γίνεται, πριν μάθεις πάλι να φεύγεις».

Κάθισε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε το μικρό πράσινο σημειωματάριο από την τσέπη του και έγραψε: «Ακρωτηριασμένο άνθος έξω από το παράθυρο του χρόνου, δίχως εκείνος να καταλαβαίνει την αίσθηση του εφήμερου, του μεγαλείου, του πόνου».

Η φωνή διέκοψε τον ειρμό του λέγοντας: «Έχοντας λανθασμένη αντίληψη του εαυτού σου και των δυνατοτήτων σου, έχει ως αποτέλεσμα τη λανθασμένη αντίληψη και για εμένα, ώστε να με σπαταλάς χωρίς νόημα, ξεχνώντας το βάρος της σημασίας μου».

Μετά από αυτά τα λόγια, το φως από το παράθυρο χάθηκε και άρχισε να ξημερώνει άνοιξη. Ο άντρας τράβηξε μερικές γραμμές και μουτζούρωσε αυτά που είχε γράψει και διόρθωσε: «Τρέχω να προλάβω τον χρόνο, γι’ αυτό μελαγχολώ, αυτό μου απομακρύνει τ’ άστρα. Κι εγώ, ακόμα μαθαίνω να έρχομαι. Πρέπει να μάθω και να φεύγω. Όχι απόψε όμως. Απόψε έμαθα να τρέχω άσκοπα». Και του έπεσε το σημειωματάριο με το μολύβι στο έδαφος. Στο σημείο όπου καθόταν, τώρα υπάρχει ένας μεγάλος σωρός από πολύχρωμα λουλούδια. Παιδιά άρχισαν να μαζεύονται γύρω του. Κόβουνε από τα άνθη του. Φτιάχνουνε στεφάνια, τα φορούν και τραγουδάνε.

TAGS:
εμφάνιση σχολίων