0
1
σχόλια
799
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Ο νομπελίστας ποιητής «της θάλασσας« και του «ουρανού», γράφει για το χρώμα με το οποίο ταυτίστηκε το όνομά του
 
DOCTV.GR
28 Μαΐου 2020
«Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» Οδυσσέας Ελύτης.

Ο τιμημένος με Νόμπελ ποιητής, θεωρείται ο σπουδαιότερος της Ελλάδας, Μαζί με τους άλλους ποιητές της «Γενιάς του ’30» διαμόρφωσε και ανανέωσε τη λογοτεχνία. Στα βασικά σύμβολα της ποίησής του, περιλαμβάνεται ο Ήλιος, ο ουρανός και η θάλασσα. Έτσι, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ποιητής του «φωτός», της «θάλασσας» και της «ελπίδας».


Ανοιχτό Γαλάζιο
Εύκολα που περνώ απ’ τα μάτια σου στον ουρανό
απ’ το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας
απ’ το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι
Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει
Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα
Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει
Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα
Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς
Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα
Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.

Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ’ το γλαυκό
Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση
Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά
Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα
Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.


Βαθύ Γαλάζιο
Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.
Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές

Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο
Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ’ το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.


Σε μπλε Ιουλίτας
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ‘χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
ευώνυμο

Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Τού επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
το άδικο;

Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς

Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις

Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»

Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις
χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου

Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία
Εάν εξακολουθούμε να ‘μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
τότε
Η ώρα θα ‘ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται πάνω σε μπλε Ιουλίτας.


Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη, Ποίηση, εκδ. Ίκαρος. O Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996) ήταν ποιητής από το Ηράκλειο της Κρήτης. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Αλεπουδέλης. Έγινε γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο Ηλιάτορας, Το Μονόγραμμα, Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ρω του Έρωτα, Προσανατολισμοί. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1960 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.


Διαβάστε επίσης:
Ελύτης: Γυμνός, Iούλιο μήνα
Ελύτης: Ένστικτα
Ελύτης: Ο χρόνος
Ελύτης: «Έγινε η ζωή μου άνω-κάτω»
εμφάνιση σχολίων