0
1
σχόλια
1349
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Δαιδαλώδης ἀλληλοπεριχώρηση ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ στὶς διαβαθμίσεις τῆς ἐπιθυμίας. Κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν, πὼς τὰ πνευματικὰ σκιρτήματα στὸν ἔρωτα δὲν εἶναι παρὰ τεχνάσματα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης»
DOCTV.GR
30 Οκτωβρίου 2017

ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας στὸ τάνυσμα μιᾶς ζωτικῆς ἐπιδίωξης. Κι ὅπως ἡ τεντωμένη χορδή, δίνει καὶ ἡ ἐπιθυμία ποικιλόμορφους τόνους: Ἀπὸ τὸν βρυχηθμὸ τῆς τυφλῆς ἀνάγκης, ὣς τὴν ἔξαρση τῆς ἀφειδώλευτης αὐταπάρνησης. Δὲν καταλογίζουμε στὸν πεινασμένο τὴν τυφλὴ ἀνάγκη του γιὰ τροφή. Κι ὅμως ἡ θηριώδης πείνα τοῦ λιμασμένου δὲν ἀπηχεῖ τίποτε ἀπὸ τὴν παραδείσια εὐλογία τῆς κοινωνίας τῶν καρπῶν. Ἀντίθετα, τὴ μανιώδη δίψα τοῦ κορμιοῦ γιὰ τὸν ἔρωτα, ἀντιδροῦμε πάντοτε μὲ φόβο καὶ ἀποτροπιασμό. Ποιό εἶναι τὸ ὅριο ἢ τὸ μέτρο ποὺ μεταβάλλει τὴν ἐπιθυμία σὲ ἀπειλὴ καὶ ὕβρι;

Διαστέλλουμε τὸν ἔρωτα ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ κορμιοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ ἔκπληξη εἶναι πάντα σκίρτημα τῆς ψυχῆς, κι ἡ μέθη τῆς ἀμοιβαιότητας φέρνει μιὰν ἀπροσδόκητη κάθαρση ἀπὸ κάθε σωματικὴ ἀπαίτηση. Μανιώδεις ἡδονοθῆρες ἐξαγνίζονται ἀναπάντεχα στὴν πρώτη νεύση τοῦ ἔρωτα. Κι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ σχέση ὡριμάζει μόνο στὴν προοδευτικὴ καθολίκευση τῆς ἐπιθυμίας. Στόχος κάθε ἔρωτα εἶναι ἡ ὁλόκληρη μετοχὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ στὴν ἄμεση σχέση, ἡ ἕνωση τῶ δύο σὲ σάρκα μία. Ἡ πρώτη ταραχὴ ἀπὸ τὸ ἀνεπιτήδευτο συναπάντημα τῶν βλεμμάτων, ἡ μέθη ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄγγιγμα τῶν χεριῶν, ἡ πληρότητα τῆς χαρᾶς μὲ μόνη τὴ θέα τοῦ Ἄλλου, ὅλα κατατείνουν προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα στὴν ἀνάγκη τῆς κορυφαίας ἡδονῆς. Ἀνάμεσα στὴν πληρωματικὴ αὐτὴ κατάληξη καὶ στὴν ἀφετηρία τῆς νεύσης τοῦ κάλλους, παρεμβάλλεται ἀπειρία διαβαθμίσεων τῆς ἐπιθυμίας. Ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσει κανεὶς ἀνάμεσα στὴ ψυχικὴ ἐνέργεια καὶ στὴ σωματικὴ λειτουργία, στὸ πνευματικὸ γεγονὸς καὶ στὴ σαρκικὴ ἀπαίτηση, στὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη καὶ στὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα.

Δαιδαλώδης ἀλληλοπεριχώρηση ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ στὶς διαβαθμίσεις τῆς ἐπιθυμίας. Κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν, πὼς τὰ πνευματικὰ σκιρτήματα στὸν ἔρωτα δὲν εἶναι παρὰ τεχνάσματα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης. Ὅτι κυρίαρχο κίνητρο γιὰ κάθε ἔρωτα εἶναι ἡ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση τῆς ἡδονῆς, ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς συνουσίας. Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ τῆς ἀφύπνισης στὴν ψυχικὴ εὐφορία τῆς χαρισματικῆς ἀμοιβαιότητας. Ἀκόμα καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴν τέχνη, τὴν ἐπιστήμη ἢ τὸν Θεό, εἶναι μόνο ἀσυνείδητη ἐξιδανίκευση τῆς βιολογικῆς ὁρμῆς.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ κοινὴ ἐμπειρία ὑπονομεύει τὴ σιγουριὰ τῆς μονόδρομης ἑρμηνευτικῆς. Δὲν εἶναι αὐταπόδεικτη ἡ προτεραιότητα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης στὸν ἔρωτα. Ἴσως ἀντίθετα: Πλῆθος ἀπὸ περιπτώσεις ἀνέραστης συμπεριφορᾶς, ψυχρότητας ἢ ἀνικανότητας, ὀφείλονται ἀποκλειστικὰ σὲ ψυχικὲς ἀναστολές, ψυχολογικὰ συμπλέγματα, συνειδησιακὴ σύγχυση. Συχνὰ ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα μοιάζει ὑποταγμένη στὶς ψυχικὲς λειτουργίες, ἢ μετασκευάζεται ποικιλότροπα μὲ τοὺς ψυχικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀπώθησης, τῆς ἐξιδανίκευσης, τῆς ἐγωκεντρικῆς ἄμυνας. Τόσο, ποὺ μοιάζει μᾶλλον ἀδύνατο νὰ διευκρινίσουμε μέσα σὲ συγκεκριμένα ὅρια τὸ ἐρωτικὸ γεγονός. Νὰ ποῦμε: μέχρις ἐδῶ εἶναι ψυχικὴ λειτουργία, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι βιολογικὴ ἀνάγκη καὶ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση. Ἂν τὸ πραγματικὸ ἀντιστέκεται στὴν ὁριοθέτηση, τὸ φαντασιῶδες λειτουργεῖ μόνο σχηματοποιημένο. Εἰδικὰ στὸν ἔρωτα, τὰ φαντασιώδη ὑποκατάστατα τοῦ πραγματικοῦ σχηματοποιοῦν ἕναν ἀσυνείδητο σκοτεινὸ χῶρο ἐνοχῶν, ναρκισσικῆς αὐτοάμυνας, φόβου γιὰ τὴν ἐνηλικίωση, νηπιωδῶν ἀντιστάσεων στὴ διακινδύνευση. Καὶ τὰ ὅρια τῆς σχηματοποίησης εἶναι πάντοτε νομικά.

Ὁ νόμος ἀντικειμενοποιεῖ τὸ σχῆμα - τὸ κάνει ἀντικείμενο προσιτὸ στὴν ἰδιοποίηση, στὴν κατοχή. Ὁριοθετημένα ἀπὸ τὸν νόμο τὰ φαντασιώδη ὑποκατάστατα τῆς ζωῆς μᾶς ἐπιτρέπουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι κατέχουμε τὴν ἴδια τὴ ζωή, ὑποτάσσουμε καὶ ἐλέγχουμε τὴ δυναμική της ἀπροσδιοριστία. Ὅταν πειθαρχοῦμε στὸν νόμο, ἡ ζωὴ ἔχει συγκεκριμένα μέτρα καὶ πλαίσια. Μᾶς ἐξασφαλίζουν τὴν «ὀρθότητα» τῆς ζωῆς, τὴ σχηματοποίηση τῆς «γνησιότητας». Κάθε παράβαση τοῦ νόμου μετράει τὴν παρέκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐξασφάλιση, ὑπονομεύει τὴ σιγουριὰ τοῦ ἐγώ.

Αἰῶνες ὁλόκληρους η λεγομενη χριστιανικη ἀνθρωπότητα ἔζησε καὶ ζεῖ μὲ τέτοιες νομικὲς ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάπτυξε ἕνα περίπλοκο Δίκαιο ἐξειδικευμένης περιπτωσιολογίας. Ἀτέλειωτες παραλλαγές: στὸ Δίκαιο τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, στὴν ἠθικὴ τῶν Καλβινιστῶν, στὸν πιετισμὸ τῶν Λουθηρανῶν, στὸν πουριτανισμὸ τῶν Μεθοδιστῶν, τῶν Βαπτιστῶν, τῶν Κουάκερων, στὸν εἰδωλοποιημένο ἠθικισμὸ τῶν Ἀναβαπτιστῶν, τῶν Παλαιοαποστολικῶν, τοῦ Στρατοῦ Σωτηρίας, τῶν Ζβιγκλιανῶν, τῶν Κονγκρεκασιοναλιστῶν. Καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, ἀντιπροσωπεύει καὶ μιὰ κωδικοποίηση τῶν νομικῶν ὁριοθετήσεων τῆς ἐπιθυμίας. Ἀντιπροσωπεύει καὶ κάποιες γενιὲς ἀνθρώπων. Χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ζωή τους πάνω στὴ γῆ μέσα σὲ κόλαση ἀπωθημένων ἐπιθυμιῶν καὶ ἀδυσώπητου ἄγχους, φαντασιώδους ἐνοχῆς καὶ ναρκισσικῆς στέρησης. Γενιὲς ὁλόκληρες μὲ τὴν ἀθέλητη ἀναπηρία τοῦ ἀνέραστου βίου. Ταύτισαν τὸν ἔρωτα μὲ τὸν τρόμο τῆς ἁμαρτίας· τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὸ ἴδιο τους τὸ κορμί· τὴ σωματικὴ ἔκφραση τῆς στοργῆς μὲ τὴ σιχασιὰ τῆς ταπεινωτικῆς παραχώρησης στὸ κτῆνος.

Οἱ νομικὲς ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας ἀρθρώνονται γύρω ἀπὸ ἕναν σταθερὸ ἄξονα: Τί εἶναι σωματικὸ καὶ τί ψυχικὸ στὸν ἔρωτα. Τί εἶναι ἑπομένως ἔνοχο καὶ τί ἀθῶο. Γιατὶ τὸ σωματικὸ εἶναι πάντα ἔνοχο, καὶ ἀθῶο τὸ ψυχικό. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ σωματικοῦ στὸν ἔρωτα κλιμακώνεται σὲ μιὰ ἐξειδικευμένη περιπτωσιολογία ἠθικῶν διαβαθμίσεων. Ἐφιαλτικὸς οἶστρος καταμετρήσεων τῆς ἐνοχῆς. Ἀκριβέστατος προσδιορισμὸς τῶν ὁρίων τῆς ἐπιτρεπόμενης ἡδονῆς. Ὣς ποῦ νὰ φτάνει ἡ σωματικὴ ἔκφραση τῆς τρυφερότητας, καὶ ποῦ νὰ σταματάει. Ρεαλιστικὲς λεπτομέρειες νομικῶν κατατάξεων, διείσδυση τῆς ἐνοχῆς στὶς πιὸ αὐθόρμητες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης σχέσης.

Σίγουρα ὑπάρχουν ὅρια στὸν ἔρωτα. Μόνο ποὺ δὲν διαστέλλουν τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικό, τὴ νομικὴ ἐνοχὴ ἀπὸ τὴ νομικὴ ἀθωότητα. Ὑπάρχουν ὅρια πραγματικά, ἂν καὶ δυσδιάκριτα, ἀνάμεσα στὴ σχέση καὶ στὴ μὴ σχέση. Στὴν αὐτοπροσφορὰ καὶ στὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπαίτηση. Στὸν ὄντως ἔρωτα καὶ στὸ ἀπείκασμα τοῦ ὄντως ἔρωτος. Ἂν ὁ ἔρωτας εἶναι ἐπιθυμία ζωῆς, «ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς αἰώνιας, ζωῆς δίχως ὅρια, δίχως ἀνάγκη μέσου ἢ ὀργάνου γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ», τότε ἡ πρωτοχριστιανικὴ Παράδοση προτείνει τὴν ἐπαρκέστερη ἑρμηνεία τοῦ ἔρωτα: Εἶναι ὁ τρόπος τῆς «ὄντως ζωῆς» ἀποτυπωμένος στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ἀπαύγασμα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Σπαρμένη μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του, ἡ «ἀγαπητικὴ δύναμη» καθορίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Φυσικὴ ὁρμὴ ζωῆς ἀποκαλυπτικὴ τοῦ ἀπρόσιτου «πυρήνα» τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσωπικῆς του ἑτερότητας.

Στὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς, ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι ἐπιμέρους λειτουργία τῆς φύσης, ἱκανότητα διαιώνισης τοῦ εἴδους. Ἀνήκει στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνεργεῖται καθολικά, μὲ κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἐνέργεια ἢ λειτουργία τῆς φύσης. Δίχως δυνατότητες νὰ διασταλεῖ καὶ ὁριοθετηθεῖ τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικὸ γεγονὸς στὸν ἔρωτα. Ἡ χριστιανικὴ Παράδοση ὀνομάζει «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐκτροπὴ τῆς ὁρμῆς γιὰ τὴ ζωὴ σὲ φορὰ πρὸς τὸν θάνατο. Ἐκ-τρέπεται ἡ φύση, τρέπεται ἐκτὸς τῆς ζωῆς, ἐκτὸς τοῦ τρόπου τῆς «ὄντως ὑπάρξεως». Αὐτονομεῖται ἡ ὑπαρκτικὴ ἐνέργεια ἢ λειτουργία τῆς φύσης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν προσωπικὸ πυρήνα τῆς ζωτικῆς της ὑπόστασης. Ἐνεργεῖ καὶ λειτουργεῖ ὄχι μὲ τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης, ὄχι ὡς ἀγαπητικὴ σχέση καὶ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση. Ἀλλ᾿ ὡς αὐτόνομη φορὰ καὶ ὁρμὴ αὐτοσυντήρησης, αὐτοϊκανοποίησης, αὐτοκατοχύρωσης τοῦ ἀπρόσωπου ἀτόμου. Ἡ κοινωνία τῆς τροφῆς -ὑπαρκτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο- ἐκτρέπεται σὲ ἀτομικὴ βουλιμία κορεσμοῦ, γευστικῆς ἡδονῆς. Ἡ παραγωγικὴ ἐργασία γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς τροφῆς, σὲ κτητικὴ ἰδιοτέλεια. Ἡ κοινωνικὴ συνύπαρξη, σὲ ἀνταγωνισμὸ ἀτομικῆς ἐπικράτησης. Καὶ ἡ ἐρωτικὴ σχέση, σὲ εὐφραντικὴ τῶν ἀτομικῶν αἰσθήσεων ἱκανοποίηση, ἐγωκεντρικὴ ἡδονή. Ἀκραία ἔκφραση τῆς ἐρωτικῆς ἐκτροπῆς, πανάρχαια καὶ πανανθρώπινη, ἡ πορνεία: Πληρώνεις χρήματα καὶ ἀγοράζεις τὴν ἡδονή. Ἀγοράζεις τὸν ἐρωτικὸ σύντροφο, ὅπως κάθε σκεῦος χρήσης.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ χαλιναγώγηση τῆς ἀπρόσωπης ὁρμῆς γιὰ χάρη τοῦ προσωπικοῦ ἔρωτα δὲν σημαίνει ὑποτίμηση τῆς φύσης, περιφρόνηση τοῦ κορμιοῦ. Δὲν βιώνεται φυσιοκεντρικὰ σὰν ἀτομικὸ κατόρθωμα - κατόρθωμα τῆς φυσικῆς θέλησης ἄσχετο μὲ τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως. Ἁγνότητα καὶ ἐγκράτεια τροφῆς -πάντοτε μαζὶ- εἶναι ἄσκηση ἑτοιμότητας γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Νὰ νικηθοῦν οἱ ἀντιστάσεις αὐτονομίας τῆς φύσης ποὺ ἀποκλείουν ἢ ἀλλοτριώνουν τὴν προσωπικὴ σχέση. Νὰ μεταστραφεῖ ἡ ἐκτροπὴ τοῦ θανάτου σὲ τρόπο τῆς ζωῆς.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ ἁγνότητα εἶναι ἐρωτικὸ γεγονός. Ὑπέρβαση τοῦ μεριστοῦ ἔρωτα, γιὰ χάρη τοῦ ὁλόκληρου ἔρωτα. Ἄρνηση τῶν ἡδονικῶν φαντασιώσεων ζωῆς, γιὰ χάρη τῆς καθολικῆς ἐρωτικῆς σχέσης ποὺ ἀγκαλιάζει κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς. Κάθε ἄνθρωπο καὶ κάθε κτίσμα. Μὲ σκοπὸ τελικὸ τὴν πηγὴ καὶ πληρότητα τοῦ ἔρωτα: τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, εκδ. Δομός. Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και στο Παρίσι (Σορβόνη). Το συγγραφικό του έργο σχετίζεται πολύ με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες.
 

Διαβάστε επίσης:
Γιανναράς: Δεν ξέρουν να σχετίζονται
Γιανναράς: Στο έρωτα θέλουμε
εμφάνιση σχολίων