0
1
σχόλια
1194
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Λες και είχαμε ξεμείνει από δικαιολογίες στα αδικαιολόγητα και από εξηγήσεις στα ανεξήγητα»

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
4 Δεκεμβρίου 2013
ΦΟΡΕΣΕ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΜΙ. Είχα καιρό να τον δω καλοντυμένο, συνήθως τον έβλεπα με τις πυτζάμες, καθισμένο σε μια κόκκινη πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση να παίζει με το τηλεκοντρόλ. Φόρεσε και την καλή του γραβάτα, γυάλισε και τα παπούτσια του, «τα πήρα φτηνά», μου υπενθύμισε, «από κείνο το παζαράκι στην πλατεία, στα μαγαζιά μας κοροϊδεύουνε, πληρώνουμε το τόσο, τόσο», είπε και ύστερα έφτιαξε το μαντιλάκι στην τσέπη του σακακιού του.

ΗΤΑΝ ΟΚΤΩ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟ ΠΡΩΙ, ήμουν ακόμα με την τσίμπλα στο μάτι και με την απορία πώς του ’ρθε ξαφνικά να θέλει να πάει στην εκκλησία. Ποτέ δεν πήγαινε εκκλησία, παρότι μαθητής στο γυμνάσιο ήτανε ψάλτης, ήξερε τις ψαλμωδίες απέξω, μου τις απάγγελε καμιά φορά και εγώ προσπαθούσα να κρύψω τη βαρεμάρα μου, για να μην τον κακοφανήσω. Δεν τους γούσταρε τους παπάδες, μόνο εκείνους του χωριού του γούσταρε, τους αυθεντικούς, σε κείνους πίστευε, τους άλλους τους καταριότανε που αλλοιώνουνε καθημερινά το χριστιανικό νόημα και τη βαθύτερή του φιλοσοφία, αυτό έλεγε. «Μια αγέλη από γίδια», έτσι τους αποκαλούσε, απόλυτος και αφοριστικός, όπως υποθέτω είναι ο καθένας που τα ογδόντα χρόνια ζωής του βαραίνουν από διαψεύσεις.

ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑ ΝΑ ΑΝΑΒΕΙ ΤΟ ΚΕΡΙ και ύστερα να κάθεται στην τελευταία σειρά με το κεφάλι σκυφτό και το καλό του κοστούμι να «φωνάζει» πως κάτι ήτανε σήμερα για γιορτή. Μόνο που δεν ήτανε τίποτα για γιορτή, ήτανε μια ακόμα Κυριακή, από κείνες που έπρεπε να τηρήσουμε το έθιμο, να παραστούμε δηλαδή οικογενειακώς στην εκκλησία, για να τιμήσουμε τη μνήμη της γιαγιάς μου που πέθανε μεν πριν από μια 20ετία, αλλά η θύμησή της εξακολουθούσε να είναι από τις λίγες αφορμές που μας είχανε απομείνει για οικογενειακές συνάξεις.

«ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ Φ. ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ», είπε η μάνα μου το προηγούμενο βράδυ, «είναι ευκαιρία» συμπλήρωσε. «Ευκαιρία να συνδυάσουμε μνημόσυνο και γενέθλια;», διερωτήθηκα, παρότι έπρεπε να ’μουνα ήδη εξοικειωμένη με το παράδοξο σαν μέρος της οικογενειακής μας προϊστορίας. Μαζί με τα κόλλυβα παραγγείλαμε και μια σοκολατένια τούρτα, πάντα σοκολατένιες τις ήθελε η Φ. Άμα της πήγαινες μια διαφορετική, ξίνιζε τα μούτρα της και μουρμουρούσε για το υπόλοιπο της μέρας πως δεν είναι κανείς άξιος να της διαλέξει μια σωστή σοκολατένια τούρτα. Η μάνα μου αυτήν τη φορά ήθελε περισσότερες σταφίδες στα κόλλυβα, εγώ διάλεξα στριφογυριστά κεράκια για τη Φ., από κείνα που συνήθως διαλέγουμε για τα παιδάκια. Η Φ. όμως δεν ήταν παιδάκι, κόντευε τα εξήντα, παρότι η ίδια επέμενε να αφαιρεί μια δεκαετία από την παρουσία της στη ζωή. Κι αυτό όχι από ματαιοδοξία, αλλά από μια ειδική σχέση που διατηρούσε με το χρόνο.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ, ήρθανε θειάδες που είχα να δω πολύ καιρό και ανίψια που παραλίγο να μην τα αναγνωρίσω από το πόσο είχανε ψηλώσει. Εκείνος κάθισε στη βεράντα και άφηνε το ήλιο να φωτίζει το καλοσιδερωμένο του κοστούμι, άναψε την πίπα του και παράγγειλε στη Φ. να του φτιάξει ένα σκέτο. Η Φ. είχε ντυθεί στα κόκκινα, πρώτη φορά στα τόσα χρόνια την είδα ντυμένη στα κόκκινα, έμοιαζε λες και κάποιο χριστουγεννιάτικο δέντρο την περίμενε να κρεμαστεί στο κλαδί του για να συμπληρώσει το γιορτινό παραμύθι. Κι ύστερα, μόλις τελειώσαμε με τους καφέδες και τα κόλλυβα και τις τυρόπιτες που έφτιαξε η μάνα μου, μαζευτήκαμε γύρω από το στρογγυλό τραπέζι και τραγουδήσαμε όλοι μαζί, και θειάδες και ανίψια, το Happy birthday, ανάβοντας τα στριφογυριστά κεράκια που συνήθως τα αγοράζουνε παιδάκια, μα τώρα τα προορίζαμε να σβήσουν το χρόνο από μια ζωή, με πολλά κρυμμένα στις ρυτίδες της.

ΚΟΙΤΟΥΣΑΜΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΑΙ ΛΕΓΑΜΕ ΑΛΛΑ από κείνα που σκεφτόμασταν. «Ίσως και να μην είμαι εδώ του χρόνου», υπολογίζω πως σκεφτότανε μια θειά μου, η οποία πρόσφατα είχε αρρωστήσει πολύ και μου ομολόγησε πως τα βράδια την έπιανε μια φοβία, δε ρώτησα τι φοβότανε, φοβήθηκα να ρωτήσω. Δεν ήθελα ούτε να υποθέσω τι περνούσε από το μυαλό του καθενός, ένιωθα όμως πως κάτι αλλιώτικο περνούσε. Δεν ήτανε δηλαδή όμοια με τις προηγούμενες συνάξεις μνημοσύνου-γενεθλίων η φετινή, ήτανε αλλιώς, λες και είχαμε ξεμείνει από δικαιολογίες στα αδικαιολόγητα και από εξηγήσεις στα ανεξήγητα.

ΛΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΧΕ ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ’ΝΑΙ ΟΛΑ ΚΑΘΑΡΑ, όπως τα καλά μας ρούχα που τα ’χουμε φυλαγμένα για τις ειδικές περιπτώσεις, τις περιπτώσεις που τα χέρια μας μυρίζουνε σαπούνι και τα μαλλιά μας φρέσκο αέρα. Το έβλεπα στο βλέμμα τους. Πως ελάχιστα πια τους ανακουφίζανε στο τώρα, μόνο στο πριν υπήρχε μια ζεστή φωλιά, ούτε στο αύριο, γι’ αυτό τα βράδια ερχότανε εκείνη η φοβία που δε ρωτάς να μάθεις την προέλευσή της, γιατί στο βάθος ξέρεις πως έρχεται από εκεί που εσύ πηγαίνεις.

ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ, ΤΟΥ ΕΒΑΛΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΑΠΕΡΑΚΙ ΤΙΣ ΤΥΡΟΠΙΤΕΣ που είχανε απομείνει και ένα δύο κομμάτια τούρτας, όχι περισσότερα, γιατί τον πείραζε η ζάχαρη. «Θα κοιμηθείς;», τον ρώτησα, όχι, δε θα κοιμότανε, είπε, θα έψαχνε μήπως έπαιζε σε κάποιο κανάλι καμιά ελληνική ταινία, από κείνες τις παλιές, «δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα», έλεγε συχνά, «από τις ελληνικές παλιές ταινίες». Το έλεγε μέρα παρά μέρα, όταν πήγαινα τα μεσημέρια να φάμε μαζί και εκείνος μου ζητούσε να δούμε πρώτα το τέλος της ταινίας και ύστερα να μεταφερθούμε στο τραπέζι. Στο τραπέζι εγώ μιλούσα, εκείνος παρίστανε πως άκουγε, μα ήμουνα σίγουρη πως τίποτα δεν άκουγε, προτιμούσε να θυμάται εκείνα που τον ανακούφιζαν, όχι τα άλλα, τα άλλα ήθελε να τα ξεχάσει και ίσως γι’ αυτό τα βράδια τον έπιανε μια φοβία. Εκείνη η φοβία που δε ρωτάς από πού προέρχεται.

Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΜΕΡΑ ΚΥΛΗΣΕ ΟΠΩΣ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ. Μέχρι το βράδυ που έβαλα τις ειδήσεις και είδα τους υποψηφίους να περιφέρονται με μια αγωνία έκδηλη για το αποτέλεσμα, και τις καλοσιδερωμένες τους συζύγους με τα περιποιημένα χαμόγελα να προσδοκούν σε μια νίκη. Εκείνη τη στιγμή τον φαντάστηκα να έχει βγάλει το καλό του κοστούμι και τα ωραία του παπούτσια. Τον φαντάστηκα να έχει φορέσει ήδη τις πυτζάμες του και κείνες τις μαύρες τρύπιες κάλτσες. «Μην τις φοράς αυτές», του έκανα παρατήρηση συχνά, «θα κρυώσουνε τα πόδια σου», εκείνος έγνεφε καταφατικά, αλλά δεν υπάκουε, ίσως γιατί αυτές οι τρύπες τον ενοχλούσανε λιγότερο από τις άλλες που έμπαζαν τον κρύο αέρα των μαζεμένων του απογοητεύσεων.

ΤΟΝ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ, να ’χει τη σόμπα αναμμένη πλάι στα πόδια του και να ψάχνει μανιωδώς να αλλάξει το κανάλι, να μη βλέπει ούτε τους υποψήφιους, ούτε τις καλοσιδερωμένες τους συζύγους με τα περιποιημένα χαμόγελα. Δεν του προκαλούσαν πια ούτε θυμό, ούτε προσδοκία. Τίποτα δεν του προκαλούσαν, παρά μόνο τη βεβαιότητα πως έδειχναν να μην ξέρουν τι πάει να πει να σου χτυπά κάθε βράδυ την πόρτα εκείνη η φοβία που δε θες να μάθεις την προέλευσή της. Θα έψαχνε μια ελληνική ταινία και ύστερα θα αποκοιμιότανε στην κόκκινη πολυθρόνα. Την ίδια ώρα, σε ένα σπίτι μερικά τετράγωνα πιο πάνω, η Φ. θα έκλεινε μέσα σε ένα συρτάρι τα στριφογυριστά της κεράκια και θα πήγαινε για ύπνο. Περιμένοντας το επόμενο μνημόσυνο για να γιορτάσει την παρουσία της στη ζωή.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Κυκλοφορεί το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.
 
εμφάνιση σχολίων