0
1
σχόλια
1095
λέξεις

«Νιώθω μόνος. Απελπιστικά ολομόναχος. Ψάχνω για άλλα παιδιά σαν κι εμένα». Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
8 Ιανουαρίου 2013
Πέθανε πρώτα απ᾽ όλα η ασημαντότητά μας. Κανένας δε μας ήξερε, κανένας δεν ασχολιόταν μαζί μας. Αυτό που λάτρευα πιο πολύ απ᾽ όλα ήταν ότι μπορούσα να απολαύσω πραγματικά όλα αυτά τα αληθινά μικρά κοινότοπα καθημερινά πράγματα που κανένας ποτέ δε μου φάνηκε να εκτιμάει. Το χαλαρό ποτάκι του παρασκευοσαββατοκύριακου. Την πρώτη πραγματική (όχι ημερολογιακή) ηλιόλουστη μέρα της άνοιξης. Τη βραδινή βόλτα του καλοκαιριού με συνοδεία παράξενες γεύσεις παγωτού ή δροσερή μπύρα με ελαφριά γεύση. Τη θερινή ραστώνη κάτω από τον καυτό ήλιο της παραλίας. Το καλοκαιρινό μπάνιο του σαββατοκύριακου, μα σε πολύβουα, απάνθρωπα, παραγεμισμένα μπιτσόμπαρα, μα σε ερημικές ανθρώπινες ήσυχες παραλίες. Καμιά φορά μεταμορφώνονταν σε απόδραση της καθημερινής στο καπάκι μετά τη δουλειά, ειδικά τις χειρότερες μέρες του καύσωνα. Τα μελαγχολικά φθινοπωρινά πρωτοβρόχια. Το βαρύ ντύσιμο του χειμώνα με σκούφο, γάντια και κασκόλ. Τα παγωμένα χνώτα της βαριάς ανάσας που αναζητούσε με αγωνία το επόμενο πολύβουο μικρό πολυσύχναστο μπαρ για να ζεστάνει τον ουρανίσκο με μία βαριά trappiste μπύρα ή ένα βαθύ κόκκινο κρασί. (Σόρι, δε γαβγίζω, δεν πάω σε σκυλάδικα).

Κανένας δε μας ήξερε έξω από τα σύνορά μας και κανένας δε φαινόταν να ήθελε πραγματικά να μας γνωρίσει. Και έτσι ήταν. Όλη η ευτυχία της ασημαντότητάς μας, η ευτυχία τού να μη σε ξέρει κανένας, να μην ασχολείται κανένας μαζί σου, να μη νοιάζεται κανένας για το μέλλον σου, ακόμα και το παρόν ή το παρελθόν σου, εξαφανίστηκε για πάντα. Πάντα ήθελα να περνάω απαρατήρητος. Μου λείπει αυτή η ευτυχία. Γιατί εδώ και λίγα χρόνια ζούμε σαν τους διάσημους σταρ που τους περικυκλώνουν οι paparazzi και δεν τους αφήνουν σε ησυχία, θαμπώνοντάς τους με τα φλας της κάμερας και κάνοντάς τους πρωτοσέλιδο σε όλες τις tabloid (και μη) εφημερίδες, μόνο και μόνο επειδή τόλμησαν να πάνε σινεμά με τον εραστή ή την ερωμένη τους.

Μου λείπει η απλότητα. Την εξορίσαμε εδώ και χρόνια. Ξεθώριασε κάτω από τα απαστράπτοντα φλας των fashion victims, του image και της βλαχο-μπαρόκ ψευτο-κυρίλας, της glamorous, high και in νυχτερινής διασκέδασης και της επιφανειακής εντυπωσιακής ραπτικής αλά .Lak. Αν δε ντύνεσαι καλά, δεν υπάρχεις. Αν δεν υπάρχεις, κλάψ᾽ τα, Χαράλαμπε! Συγνώμη, ρε μεγάλε, συγνώμη, βρε κούκλα μου, ναι, σ᾽ εσένα μιλάω, το V.I.P., μήπως το βιογραφικό σου τελικά έχει μόνο δύο λέξεις; Όνομα και επίθετο;

Θυμάμαι ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα σε μία φοιτητούπολη, όχι όπως όλες οι άλλες, σε μία μικρή φοιτητική γκαρσονιέρα, όπως όλες οι άλλες, και μία μικρή παρέα όπως όλες οι άλλες. Οχτώ άδειες τσέπες, ένα μπουκάλι κρασί, ένα παιχνίδι taboo, πολλές απίστευτες απροσδόκητες ατάκες, πολλά αυθόρμητα βροντερά γέλια μέχρι τα ξημερώματα. Αλήθεια, δεν αναρωτήθηκα ποτέ: γιατί δε μας ενόχλησαν οι γείτονες που ενοχλούσαμε όλο το βράδυ;

Για να μου αρέσουν όλα αυτά, μάλλον έμεινα παιδί. Νιώθω μόνος. Απελπιστικά ολομόναχος. Ψάχνω για άλλα παιδιά σαν κι εμένα. Βγαίνω βράδυ παρά βράδυ μαζί τους. Αλλά δεν τα νιώθω πουθενά. Πού πήγαν; Τα βλέπω μπροστά μου παντού κάθε βράδυ, αλλά δεν είναι εκεί. Πού χάθηκαν;

Σας μιλάω για τα άλλα «παιδιά». Γιατί τόση ώρα νομίζετε ότι σας μιλάω μόνο γι' αυτά τα παιδιά: μαθητές, φοιτητές, νέους και άνεργους που ξενυχτάνε βράδυ παρά βράδυ σε club, bar, gourmet bar-restaurant, ακούνε r'n'b, house ή dubstep ή λαϊκά και «ζούνε τη ζωή τους». Οk, και αυτά. Όλα αυτά τα παιδιά που διασκεδάζουν βράδυ παρά βράδυ, αλλά και τα άλλα «παιδιά», ακόμα δεν έχουν καταλάβει τι έχει πραγματικά συμβεί;

Κανονικά θα έπρεπε να έχουν ξεχυθεί στους δρόμους, να μας ταρακουνάνε και να μας ξεσηκώνουν σαν μεθυσμένο κύμα που ψάχνει το ακρογιάλι, να έχουν γεμίσει τα πάρκα, τις πλατείες, τα σχολεία, τις μεγάλες λεωφόρους και διασταυρώσεις κάθε μέρα και νύχτα και να τραγουδάνε συνθήματα. Να τραγουδάνε, όχι να βροντοφωνάζουν. Όχι αυτά τα προκάτ συνθήματα που μας έχουν πιπιλίσει όλα αυτά τα χρόνια και τα παπαγαλίσαμε σαν καλοί μαθητές των πανελληνίων εξετάσεων, «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Άλλα, νέα συνθήματα, πιο πρωτότυπα, πιο αυθεντικά, πιο ρομαντικά, πιο αληθινά και με πολλή φαντασία. Ναι, χρώμα και φαντασία.

Αλήθεια, τι απέγινε αυτή η φαντασία, ρε γαμώτο, πήγε διακοπές επ᾽ αόριστον; Και ο έρωτας; Ποιος έρωτας, ρε, τι λες τώρα, «σταματήστε τον, αυτός είναι τρελός, πιστεύει, λέει, στον έρωτα». Δεν ξέρω σε τι να πιστέψω πια. Απλά αναρωτιέμαι... Πώς να διεκδικήσεις τη ζωή σου πίσω, πώς να παλέψεις και να αγωνιστείς για όλα αυτά που ποθείς, αν δε γαρνίρεις τη ζωή σου με χρώμα, φαντασία και έρωτα; Ρε παιδιά, μήπως δεν είστε πια και τόσο παιδιά; Γιατί το λέω αυτό;

Γιατί μου λείπει η ζωή, η αληθινή ζωή, όχι αυτή η πολυχρονισμένη κονσέρβα τίγκα στο χημικό συντηρητικό και τα ενισχυτικά γεύσης που μας έχουν πασάρει για ζωή. Δυστυχώς και αυτή τη λίγη που μας απέμεινε μας την έκλεψαν. Θέλω πίσω, λοιπόν, την αληθινή ζωή. Την παλιά ζωή μου. Θέλω πρώτο απ᾽ όλα οξυγόνο. Θέλω πίσω τον αέρα μου. Τον ανοιξιάτικο αέρα του χωριού που ευωδίαζε βασιλικό στο μπαλκόνι της γιαγιάς και τα ολάνθιστα πολύχρωμα λουλούδια. Τα χάζευα μικρό παιδί τις πρώτες ηλιόλουστες φρέσκες μέρες της άνοιξης κοντά στο Πάσχα και έψαχνα τα ονόματα των χρωμάτων που δεν ήξερα τότε (και μερικά δεν έμαθα ακόμα): λιλά, βιολετί, δαμασκηνί, χρώματα που ξεπηδούσαν πάνω από τους ασβεστωμένους τοίχους και τους μισοσάπιους φράχτες μέσα στους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού, κοροϊδεύοντάς τους που υψώθηκαν ψηλότερα προς τον ήλιο.

Θέλω πριν πεθάνω να προλάβω να ακούσω να τραγουδάει μία πραγματική γυναικεία φωνή. Όχι κάτω από πολύχρωμους φανταχτερούς προβολείς να αντανακλούν γυαλιστερά υφάσματα, χειρουργημένα πετσοκομμένα μισόγυμνα κορμιά και λουλουδιασμένα παρκέ σαν παράσταση τσίρκου με ζώα, θηριοδαμαστές, ζογκλέρ και ακροβάτες. Αλλά κάτω από το μισοσκόταδο μίας κατάλευκης λάμπας. Σε παρεΐστικο κλίμα με σιγανούς ψίθυρους και πνιχτά γέλια. Με λίγο κρασί, λίγο τσιγάρο και πολλή ρέμβη. Να νιώσω την τραγουδίστρια να ρεμβάζει μαζί μου, τραγουδώντας με το κεφάλι της να ατενίζει ψηλά, με τα μάτια μισόκλειστα, μισοχαμογελώντας, μορφάζοντας χαλαρά και αδιάφορα, σαν να ατενίζει τον ήλιο κατακαλόκαιρο στη μέση μιας άδειας παραλίας, με το αεράκι της θάλασσας να της χτυπάει απαλά το πρόσωπο. Σαν το μελαγχολικό χαμογελαστό ύφος του ονειροπόλου Μάνου Λοΐζου ή του μοναχικού Κόρτο Μαλτέζε. Να χαμογελάει, να νιώθει το στίχο και μετά να δακρύζει από την συγκίνηση... Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου τραγουδιστή να δακρύζει από συγκίνηση. Ίσως γιατί δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου πραγματικό τραγουδιστή.

Θέλω τη ζωή μου πίσω. Μα κανένας άλλος δε θέλει τη γαμημένη ζωή του πίσω; Γι᾽ αυτό και νιώθω μόνος. Τελείως μόνος. Γιατί εγώ νιώθω ακόμα παιδί. Θέλω να γράψω συνθήματα. Θέλω να τραγουδήσω. Θέλω να πιω μπύρα ή κρασί. Θέλω να μεθύσω. Θέλω να νιώσω. Θέλω να ερωτευτώ. Θέλω να κάνω έρωτα. Ακόμα και τώρα, θέλω να ζήσω, ρε γαμώτο.

εμφάνιση σχολίων