0
1
σχόλια
784
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Άνθρωποι που χάνονται, ξαναβρίσκονται, με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό τους

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
23 Νοεμβρίου 2011
ΓΕΝΑΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΣ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ. Σου το ‘πα ολόκληρο, όνομα και επίθετο, με μια ανάσα. Το βρήκες δύσκολο και έτσι σου το ‘πα ξανά συλλαβιστά μέχρι να το προφέρεις. Και κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Στο μέσο ενός ωκεανού. Δεν είχα ποτέ επισκεφθεί την χώρα σου. Δεν ήξερες καν πού ήταν η δική μου. Μ’ άρεσαν όμως τα μαλλιά σου που ήταν μαύρα και μακριά μέχρι τους ώμους. Μ’ άρεσε και ο τρόπος που τα έδενες με ένα ξεφτισμένο λαστιχάκι κάθε φορά που σε έπιανε, μήνες μετά, να αναλύεις καθισμένος στην βεράντα μου την ζωή σου. Με μια αγωνία φανερή στο βλέμμα σου πότε επιτέλους θα σταματούσε η ανάλυση και θα άρχιζε η ζωή.

ΦΛΕΒΑΡΗ ΦΟΡΟΥΣΑΜΕ ΜΑΚΡΥ ΜΑΝΙΚΙ ΚΑΙ ΗΤΑΝΕ ΒΡΑΔΙΑ ΠΟΥ ΦΥΣΟΥΣΕ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΑ. Κοιμόσουνα νωρίς. Ξυπνούσα αργά. Κάναμε μέρες να βρεθούμε. Δεν είχαμε όρεξη για κουβέντα. Και όταν τυχαία σε έβλεπα χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο με κατανόηση. Θα τα πούμε μου έλεγες σχεδόν συνωμοτικά. Μα ξέραμε και οι δύο μας πολύ καλά πως εκείνα τα βράδια μόνο με τους δαίμονες μας ήμασταν ικανοί να μιλήσουμε.

ΜΑΡΤΗ ΕΦΥΓΑ. ΕΙΧΑΝΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΟΡΕΣ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙ ΑΥΤΟ. Μου χρειαζότανε και άλλη δοκιμασία. Ανταλλάξαμε ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Δεν ήξερες πού θα πήγαινες μετά. Ούτε και ‘γω ήξερα πότε θα επέστρεφα. Μην ανησυχείς μου είπες. Μα και όταν ανησυχείς, είπες, να θυμάσαι εκείνο τον μάγο που μέσα στο χέρι σου, το είδε πως εγώ είμαι ο φύλακας άγγελος σου.

ΑΠΡΙΛΗ ΓΙΟΡΤΑΣΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ. Είμαι τόσο χαρούμενη, σου έγραψα σε μήνυμα. Και ύστερα σε ένα δεύτερο πως είμαι τόσο χαρούμενη που μεγαλώνω και κοιτώ τον ωκεανό. Είναι τόσο όμορφος, σου έγραψα. Και τόσο πιο μεγάλος από μένα.

ΜΑΗ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ. Με τα μαλλιά ακόμα πιο ξανθά και τα μακό μπλουζάκια μου ξεθωριασμένα στο ύψος της μασχάλης. Τα βράδια περπατούσα ξυπόλητη στα σκοτεινά χωρίς να φοβάμαι και το πρωί ξυπνούσα με όρεξη ακόμα και για να φοβηθώ. Δεν είχα νέα σου. Ρώτησα ένα κοινό φίλο που έτυχε να δω αν ξέρει πότε θα ‘ρθείς. Δεν ήξερε και έτσι σταμάτησα να ρωτώ. Θα ερχότανε η στιγμή. Την ώρα που θα έκρινε. Αυτό το ‘ξερα πια.

ΙΟΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΠΟΥ ΕΜΕΝΕ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΠΙΤΑΚΙ μου φώναζε κάθε απόγευμα να φτιάξουμε κοκτέιλ με χυμό από φρέσκα φρούτα και μπόλικο αλκοόλ. Κάθε μέρα βρίσκαμε κάτι να γιορτάσουμε και κυρίως κάτι που πριν δεν το ‘χαμε πως θα ήταν για γιορτή. Ένα από κείνα τα απογεύματα σε είδα να καταφθάνεις. Φορούσες ένα αμάνικο λευκό μπλουζάκι και είχες τα μαλλιά λυμένα. Σε είδα από μακριά, μου φάνηκε πως με είδες και συ, μου φάνηκε μάλιστα πως χαμογελούσες. Όταν πλησίασες ήμουνα σίγουρη πως χαμογελούσες. Και ήτανε εκείνο το χαμόγελο η τέλεια συνεννόηση. Πως τα κατάφερες. Πώς τα κατάφερα. Και ήρθε επιτέλους η στιγμή να το γιορτάσουμε μαζί.

ΙΟΥΛΗΣ. ΜΙΛΟΥΣΑΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΑΙ ΚΟΛΥΜΠΟΥΣΑΜΕ ΠΟΛΥ. Τα βράδια καθόμασταν στην πλατφόρμα και κάναμε ευχές. Και το πρωί τις πραγματοποιούσαμε.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. ΜΑΖΙ ΠΗΓΑΜΕ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΠΗΡΑΜΕ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ. Θα έφευγες δύο μέρες μετά από μένα. Θα προτιμούσα να με αποχαιρετούσες εσύ πρώτος σου είπα και χαμογέλασα. Μα ήξερα πως δεν είχε καμία σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως ήμασταν πια έτοιμοι και οι δύο μας να φύγουμε. Δηλαδή να προχωρήσουμε στο παρακάτω.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ. Δεν έχω ιδέα που είσαι. Και αν είσαι όπως το φαντάστηκες.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ. ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΜΗΝΥΜΑ. Πως τελικά χρειάζεται περισσότερος χρόνος από ότι φαντάστηκα για να προχωρήσω στο παρακάτω. «Όλα καλά» απάντησες.

ΝΟΕΜΒΡΗΣ. ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑΝ ΗΔΗ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ; Από κείνο το «όλα καλά» μεσολάβησαν πολλά μηνύματα. Νοίκιασες διαμέρισμα και αποφάσισες πως θα έμενες σε κείνη την πόλη τους υπόλοιπους μήνες. Άλλαξα σπίτι, ευτυχώς που δεν ήρθες τόσο καιρό. Δεν θα ‘θελα να με έβρισκες με τα παλιά μου. Έχω τόσα να σου πω κατέληγες. Και ‘γω άλλα τόσα, σου απαντούσα πίσω. Κανένας δεν ρωτούσε το πότε. Μα έτσι έπρεπε. Να περάσουν δύο χρόνια και κάτι.

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ. ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ. ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΣ. ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΕΡΘΩ ΜΟΥ ΕΙΠΕΣ. Πότε; τσίριξα ενθουσιασμένη. Στις 31 του μήνα, μου απάντησες και ήτανε η μεγαλύτερη απόδειξη πως ήρθε η στιγμή να αλλάξουμε τα χρόνια μας.

ΓΕΝΑΡΗΣ. ΣΟΥ ΕΒΑΛΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ. Ποιος είναι ο τίτλος του; με ρώτησες. «Ποιο είναι το όνομα σου». Αυτός είναι ο τίτλος του, σου απάντησα. Με αγκάλιασες σφικτά. Και μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι πολύ ώρα. Θυμάσαι τον μάγο; με ρώτησες όπως με κρατούσες αγκαλιά. Τον θυμάμαι, σου απάντησα. Όπως και όλα τα μαγικά…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη.

εμφάνιση σχολίων