0
1
σχόλια
897
λέξεις
CULTURE
Μελισσάνθη ή Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη, η ποιήτρια που ενέπνευσε τους ποιητές η ιστορία της και 5 ποιήματά της
 
DOCTV.GR
9 Νοεμβρίου 2020
Η Μελισσάνθη, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη (7 Απριλίου 1907-9 Νοεμβρίου 1990), ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Ασχολήθηκε με την ποίηση και το 1930 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή (Φωνές εντόμου). Κυκλοφόρησε συνολικά 8 ποιητικές συλλογές. Η δεύτερη συλλογή της (Προφητείες) απετέλεσε φιλολογικό γεγονός, και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος αυτό το ποιητικό «φαινόμενο», που «πραγματικά αγγίζει το θαύμα».

Ο συγγραφέας Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».

Η ερωτική αλληλογραφία της με τον ποιητή Γιωργο Σαραντάρη έγινε πρόσφατα μουσικό έργο που παρουσιάστηκε στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση –η σχέση τους αποτυπώνεται σε επιστολές τους που είναι μάρτυρες μιας «ερωτικής φιλίας», η οποία, τουλάχιστον για τον Σαραντάρη, ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Σε μία από τις επιστολές του, μετά από μια προσπάθεια της Μελισσάνθης να διακόψει την τόσο στενή επικοινωνία, ο Σαραντάρης γράφει «αν πάψω να σε δω, θα βλέπω το τίποτα μπροστά μου».

Πριν την αφοσίωσή της στην ποίηση, η Μελισσάνθη ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, τη μουσική και το χορό ενώ η ιδιότυπη μορφή της Μελισσάνθης ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει την «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Η Μελισσάνθη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη κ.ά.


Πιστεύω
Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ᾿ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω τά βάρος τ᾿ ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατί η Αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο.
η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο.
μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατί η Αγάπη είναι η ζωή και ο θάνατος!
Γιατί η Αγάπη είναι το θαύμα!
Η Αγάπη προσεύχεται κ᾿ ενεργεί.
η Αγάπη αγρυπνεί.
Μπορώ να προσεύχωμαι καὶ να ενεργῶ.
μπορώ νὰ αγρυπνῶ.
Γιατί η Αγάπη είναι προσευχή και πράξη!
Γιατί η Αγάπη είναι η μυστική αγρυπνία!
Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα καὶ όλα τα δάκρυα.
Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα -
γιατί η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η Αγάπη δίνει τον άρτο καὶ τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Μπορώ να μεταλάβω τον άρτο και τον oίvo
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Γιατί η Αγάπη είναι ο Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ᾿ η μεγάλη υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο.
η Αγάπη εδώρησε το φως.
Πιστεύω στον άνθρωπο.
πιστεύω στὴν Αγάπη.
Γιατί η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!

Σατυρικόν οξύμωρον
Σκοτείνιασε όταν έπεσε το φως τυφλωτικό
Λιγόστεψε όταν ο αριθμός έγινε πολλαπλάσιος
Οι λύσεις γίναν κόμπος άλυτος
κι όταν η Αριάδνη έτρεξε λυσίκομη
κύλησε ανάποδα το κουφάρι της
Τότε ο κάβουρας έγινε ωκύποδας
κι ο Αχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
έξω απ᾿ την έξωση του Ελεάτη
αδιαφορώντας για το πρόβλημα του χωροχρόνου
αδιαφορώντας για το αγώνισμα στον Ιππόδρομο
και τα χαμένα στοιχήματα
την ανατίμηση του πετρελαίου
τον πυρετό του χρυσού
τη παγκόσμια κρίση
ενώ γύρω του ξεφώνιζαν υστερικά:
Rent a car... Rent a car...

Ορυμαγδός απὸ εκσκαφείς κι αριθμομηχανὲς
ανοίγουν σ᾿ όλα τα τοιχώματα ρωγμὲς
Οι δρόμοι με τα μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
-σχηματίζονται, αποσχηματίζονται
υψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι αντιστοιχεῖες στίχων-

Βραδινὸ τοπίο με τριζόνι
Η νύχτα αναποδογυρισμένη ομπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμὸς καὶ φεγγάρι
κυλάει αποκεφαλισμένο στην άσφαλτο
ενώ από ένα σφάλμα computer
ο κόσμος τινάζεται στον αέρα.

Προσευχή
Όλες οι πράξεις μου οι αμαρτωλές,
τα λάθη, οι άνομες επιθυμίες
περνούνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό.
Τίποτα δεν μ’ αγγίζει που φορώ
Κύριέ μου!
Μέσα από βαλτονέρια προχωρώ
και τίποτα, μα τίποτα δεν με ρυπαίνει,
ίχνος σκιᾶς απάνω μου δεν μένει.
Κοίταξε πόσο καθαρὰ
είναι τα χέριά μου τ᾿ αμαρτωλά
σαν του παιδιού που όταν προσεύχεται σε Σένα
έτσι σαν φλόγα αμόλυντη ὑψωμένα
είναι άξια τον χιτώνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
και τα Άγια των Αγίων νὰ κρατήσουν.

Από τα σφάλματά μου τὰ φριχτά κανένα
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δεν δύναται αναμέσο μας να μπει.
Να μας χωρίσει,τίποτε άλλο δὲν μπορεί
εξόν, από τον ύπνο που με παίρνει το βαθύ
τον ξένοιαστο ύπνο σαν ενός παιδιού
-στη μέση ξάφνου που έρχεται του παιχνιδιού-.
Το ξέρω.
είναι άσοφο να σε παρακαλούν για κάτι τι·
για τούτο τίποτα δεν σου ζητῶ
Μόνο μιὰ λύπη με βαραίνει σαν βουνό,
Βαθιὰ υποφέρω,
σαν συλλογίζομαι τον ύπνο τούτο που μπορεί να ᾿ρθεί
τὴν κρίσιμη ώρα που το Σάλπισμά Σου θ᾿ακουστεί. 

Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται...
Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.

Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.

Τραγούδι στὸν ἥλιο
Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶ
καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»


Διαβάστε επίσης:
Γέλινεκ: Είσαι ακόμη ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν και χτες;
«Ψάχνεις ποτέ να με βρεις στον δρόμο;»
Οι ερωτικές επιστολές της Φρίντα Κάλο στον Ντιέγκο Ριβέρα
εμφάνιση σχολίων