0
1
σχόλια
744
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Η Eλένη Ξένου περπατάει από πόλη σε πόλη

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
2 Νοεμβρίου 2011
• Βρέχει σήμερα στο Τελ Αβίβ. Ο Γκέορκ, ωστόσο, κολύμπησε στην θάλασσα το πρωί και ήτανε, λέει, υπέροχα. Μου το λέει στο πρόγευμα. Ο οδηγός ήδη μας περιμένει για να αρχίσει και πάλι μια καινούργια ξενάγηση στην πόλη. Ο Γκέορκ όμως επιμένει να μου μιλάει για την θάλασσα και για ένα ουράνιο τόξο που βγήκε μόλις εκείνος ξάπλωσε στην άμμο.

• Χθες βράδυ συνάντησα μια φίλη. Σε μια γειτονιά γεμάτη από καφετέριες και νεαρούς που παίρνανε βόλτα τα σκυλιά τους κάτω από τα Μπάουχαουζ μπαλκόνια των σπιτιών. Εκείνη μου μιλούσε για τις παθολογίες ενός γάμου. Και γω για τις ιστορίες που κάποτε θέλω να γράψω σε ένα βιβλίο. Της είπα για τον Έτγκαρ, τον συγγραφέα που είχα συναντήσει το προηγούμενο βράδυ. Και κείνη μου είπε πως τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά. Ξυπνά ακόμα και με ένα βήξιμο και ύστερα κάθεται σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και χαζεύει έξω την θάλασσα.

• Κάθομαι στο λεωφορείο. Ο οδηγός έχει μερακλώσει με εβραϊκά τσιφτετέλια. Παντού τα ίδια ντέρτια σκέφτομαι και ύστερα δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. Γύρω μου ακούω διάφορες γλώσσες, ο Μπλάς γελάει δυνατά, ενώ εκείνη η κυρία που είναι, λέει, 85 χρονών και είναι από την Αυστρία, με κοιτάει με ένα βλέμμα επίμονο. Πρέπει να έχει ζήσει πολλά σκέφτομαι ίσως γι’ αυτό με κοιτάει εξερευνητικά, ίσως να ‘χει διαγνώσει μέσα στο βλέμμα μου, πως όπου και να πάω στο βάθος εκείνο που περιμένω είναι ένα σήμα…

• Βγήκα στην ταράτσα του ξενοδοχείου που έχει ένα ξύλινο πάτωμα και κόκκινες πολυθρόνες και γλάστρες μεγάλες με αναρριχητικά. Πήρα το φλυτζάνι με τον καφέ μου και την άραξα σε μια από τις πολυθρόνες. Και όπως καθόμουνα εκεί, άρχισε να παίζει το Dance me to the end of love. Νόμιζα πως βγήκα έξω γιατί ήθελα τσιγάρο. Μα μόλις άκουσα την μουσική κατάλαβα πως ο λόγος που θέλω κάθε φορά να βγαίνω παρά έξω είναι γιατί ψάχνω αυτό το… χορό.

• Το προηγούμενο βράδυ κάποιος μου έγραψε ότι με έχει πεθυμήσει. Και τότε ηρέμησε ξανά η θάλασσα μέσα μου.

• Δεν έχω ιδέα από πού έρχονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι ούτε και τι σκέφτονται τις άπειρες ώρες που περνάμε μέσα στο λεωφορείο γυρνώντας από το ένα μουσείο στο άλλο και από την μια πόλη στην παρακάτω. Δεν με νοιάζει όμως. Μ’ αρέσει που το μεσημέρι θα κάτσουμε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και θα παραγγείλουμε μπουκάλια με κόκκινο κρασί. Και μόλις αδειάσουν τα ποτήρια μας θα αρχίσουμε να πειράζουμε ο ένας τον άλλο λες και δεν μας νοιάζει ούτε ποιοι ήμασταν πριν, μα ούτε και πού θα πάμε μετά.

• Την επομένη πήγαμε σε μια βιομηχανική περιοχή. Είχε ήδη βραδιάσει. Οι πολυκατοικίες μουντές, περίεργες, κανένας δεν περπατούσε στο δρόμο, τα παράθυρα ήτανε κλειστά και μόνο ο θόρυβος που κάνανε οι γάτες μέσα στους κάδους των σκουπιδιών μαρτυρούσε πως υπήρχε κάπου εκεί ζωή. Και ύστερα ανεβήκαμε κάτι σκοτεινές σκάλες, στο ενδιάμεσο τους ακουμπισμένα ποδήλατα, στους τοίχους γραμμένες άγνωστες λέξεις, φτάσαμε στον τρίτο όροφο, εκεί όλες οι πόρτες ανοιχτές, και φώτα από φλορέντζες και διάφοροι καλλιτέχνες να φτιάχνει ο καθένας σε ξέχωρο δωμάτιο το δικό του σύμπαν. Πήρα την φωτογραφική και έβγαζα snap shots.

• Και ύστερα σκέφτηκα πως… Ακόμα και κει που νομίζεις πως τίποτα δεν υπάρχει, κάπου κρύβεται ένα παραμύθι. Και αυτό είμαι διατεθειμένη να το ψάξω ακόμα κι’ αν χρειαστεί να συνομιλώ για ώρα με τις γάτες μέσα στους κάδους των σκουπιδιών.

• Ο Έτγκαρ με ανακούφισε σήμερα, όταν μου είπε πως εκείνο που ξέρει να κάνει καλύτερα είναι να γράφει μικρές ιστορίες. Γιατί γράφεις; τον είχα ρωτήσει. Γιατί μόνο έτσι μπορώ να μοιραστώ όλες τις παραδοξότητες που νιώθω μέσα μου. Και να τις ξορκίσω αναγνωρίζοντας τες ως μια γοητευτική πραγματικότητα. Έτσι απάντησε.

• Ο Έτγκαρ λοιπόν σήμερα με ανακούφισε. Γιατί και γω αυτό ήθελα να κάνω στην ζωή μου. Να γράφω μικρές ιστορίες που η αρχή και το τέλος τους χωράνε σε μια στιγμή.

• Την επόμενη μέρα το πρωί αποχαιρετιστήκαμε όλοι με ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ και φρυγανιές πασαλειμμένες με μέλι. Ο Γκέορκ θυμήθηκε ξανά εκείνο το ουράνιο τόξο που είδε πάνω από την θάλασσα. Και γω σκέφτηκα πως είναι υπέροχο που μπορώ να ηρεμώ την θάλασσα μέσα μου όταν νιώθω πως κάποιος, κάπου, κάποτε με έχει πεθυμήσει.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη. Πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων