0
1
σχόλια
602
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ένας 18χρονος περιγράφει την αστυνομική βία στα πλαίσια μιας «τυπικής εξακρίβωσης στοιχείων», λίγο πριν από την πορεία της 17ης Ν

ΓΙΩΡΓΟΣ, 18 ΧΡΟΝΩΝ
11 Δεκεμβρίου 2013
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΟ. 17 Νοέμβρη, μία και μισή το μεσημέρι, μόνος μου στη Σταδίου με δυο σπρέι στην τσάντα. Ο δρόμος είναι άδειος. Ξαφνικά πετάγονται από το πουθενά 20 ΜΑΤάδες. «Επ, παλικάρι, ταυτότητα!», τους τη δείχνω. «Πάμε λίγο πιο πάνω!», τους ακολουθώ. «Κάτσε κάτω!», κάθομαι. «Πού μένεις;», «Αγία Παρασκευή», «Α καλά, κατάλαβα, πλουσιόπαιδο!», δεν απαντάω. «Τι έχεις στην τσάντα;», μου την ανοίγουν. «Τι έχεις στις τσέπες;», πάω να σηκωθώ να τους δείξω. «Κάτσε κάτω ρε, τι νομίζεις ότι είσαι; Έξυπνος; Τι είναι αυτά εδώ;». Κρατάει δυο μάσκες για δακρυγόνα που βρήκε στην τσάντα μου. Τις είχα για την πορεία. «Τι τις θες; Σαν να μη μας τα λες καλά! Αναρχικός μού φαίνεσαι!». Δε μιλάω.

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΔΩ;», μου δείχνει ένα μικρό αναρχικό άλφα, ζωγραφισμένο με μπλάνκο πάνω στην τσάντα μου, «Άλφα» του λέω. «Με περνάς για βλάκα, ε; Δε γουστάρεις αστυνομία, ε; Αν με πετύχαινες μόνο μου βράδυ, θα με έσπαγες στο ξύλο, ε;! Σήκω!», σηκώνομαι. Μ’ αρπάζει από το λαιμό και με τραβάει κοντά του με δύναμη. «Μην κάνεις καμιά μαλακία! Κατάλαβες;!». Μου καρφώνει ένα γκλοπ στη μέση και στην επόμενη γωνία με δίνει σε πέντε ασφαλίτες με πολιτικά. Αυτοί με κολλάνε στον τοίχο, ξαναψάχνουν την τσάντα μου, δε βρίσκουν τίποτα παράνομο, γράφουν τ’ όνομά μου και με χώνουν σε μια κλούβα μαζί με άλλα δυο παιδιά.

ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ, μας πάνε στη ΓΑΔΑ. Μπαίνουμε στο ισόγειο. Ξανά έλεγχος. Μια μπατσίνα φωνάζει υστερικά: «Κλείστε τα κινητά σας και βγάλτε τις κάρτες σας!». Ρωτάω αν μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο τη μάνα μου. Πετάγεται ένας μπάτσος: «Έλα ρε μάγκα, άσε ήσυχη τη μανούλα σου, γιατί να την ανησυχήσεις;». Δεν απαντάω, αυτός συνεχίζει.

«ΤΙ ΚΑΤΕΒΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ, ΡΕ ΒΛΑΚΑ; Δεν έχεις καταλάβει πως το Πολυτεχνείο είναι ξεπερασμένο; Ε;!». Μου ‘ρχεται να τον βρίσω. Μπορείς, ρε μαλάκα μπάτσε, να τελειώσεις μια φράση χωρίς το γαμημένο το «ε!»; Μπορείς; Ε;! Δε λέω τίποτα και κλείνω το κινητό μου.

ΜΑΣ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ Σ’ ΕΝΑΝ ΨΗΛΟ ΟΡΟΦΟ -είμαστε πάνω από 200 άτομα. Μας βάζουν σε μια σειρά. Μια μπατσίνα μάς φωνάζει και μας ρωτάει ένα σωρό μαλακίες! «Στον Θεό πιστεύετε; Σε ποιον Θεό;»! Μας πάνε σ’ ένα κελί. Νομίζω ότι είμαι σ’ ελληνική ταινία. Μόνο ο μπαγλαμάς λείπει. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω καμιά 20αριά άτομα και μέσα σε αυτούς δυο κορίτσια 14-15 χρονών. Πιο δίπλα ένας τύπος με χειροπέδες που απ’ ό,τι άκουσα μετά ήταν μαφιόζος της νύχτας, μπλεγμένος με ναρκωτικά και πουτάνες… Πώς βάζεις, ρε μαλάκα μπάτσε, 15 χρονών κοριτσάκι δίπλα σε μαστροπό;

ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΕΝΑΝ-ΕΝΑΝ ΓΙΑ ΔΑΚΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ. Κανονικό φάκελο! «Πώς σε λένε; Πού μένεις; Ποιο είναι το νούμερο του κινητού σου; Με ποιους θα πήγαινες στην πορεία;». Κάνουν και χιούμορ: «Άφησέ μας και ένα αυτόγραφο με τα δαχτυλάκια σου»! Μια κοπελίτσα 15 χρονών βάζει τα κλάματα, τρέμει. Πιο πριν, μια αστυνομικός -γυναίκα ευτυχώς- της είχε κάνει σωματικό έλεγχο. Μέσα στο σουτιέν, στα εσώρουχα, παντού!

ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΕΦΤΑ ΜΑΣ ΑΦΗΝΟΥΝ. Κρατούσαν για έξι ώρες διακόσια άτομα, όλα με ταυτότητες, χωρίς να ’χουν κάνει τίποτα και χωρίς να ’χουν επικοινωνία με τους δικούς τους. Σωστή απαγωγή! Οι δικοί μου είναι απέξω και με περιμένουν. Γυρίζω σπίτι.

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΙΤΣΑ ΠΟΥ ΕΚΛΑΙΓΕ. «Ντρέπομαι!», μου λέει. «Την κολλητή μου, που πήγε στην πορεία, τη βαράγανε πέντε ΜΑΤάδες, μέχρι που κάποια στιγμή έρχεται ο ανώτερός τους και τους σταματάει. Τη βλέπει κάτω στο δρόμο να σπαράζει ματωμένη και αρχίζει μόνος του να τη κλοτσάει με μανία στο στήθος και να φωνάζει: «Θα πεθάνεις μωρή καριόλα. Θα πεθάνεις»... «Ντρέπομαι», μου ξαναλέει, «εγώ έκλαιγα στο κελί και τη φίλη μου κόντεψαν να την σκοτώσουν…».

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο The Schooligans
 
εμφάνιση σχολίων