Ο Βιμ Βέντερς (γεν. 1945) είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας και φωτογράφος, μια από τις σημαντικότερες μορφές του «Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου» της δεκαετίας του 1970. Ιδρυτικό μέλος της εταιρείας διανομής Filmverlag der Autoren και αργότερα της δικής του εταιρείας παραγωγής Road Movies στο Βερολίνο, ο Βέντερς συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της κινηματογραφικής γλώσσας της γενιάς του. Οι ταινίες του έχουν τιμηθεί με μερικά από τα σημαντικότερα διεθνή βραβεία: Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για το Paris, Texas (1984), Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για το The State of Things (1982), καθώς και βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες για τα Φτερά του Έρωτα (1987). Επιπλέον, έχει υπάρξει τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ με τα ντοκιμαντέρ Buena Vista Social Club (2000), Pina (2012) και The Salt of the Earth (2015).
Γεννημένος στο Ντίσελντορφ, ο Βέντερς σπούδασε αρχικά ιατρική και φιλοσοφία, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει τη ζωγραφική στο Παρίσι. Εκεί, σε μια από τις πιο μοναχικές περιόδους της ζωής του, ανακάλυψε τη γοητεία του σινεμά στη Cinémathèque του Ανρί Λανγκλουά, βλέποντας καθημερινά έως και πέντε ταινίες. Επιστρέφοντας στη Γερμανία, φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου και ξεκίνησε να εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου. Η πρώτη του ταινία, Summer in the City (1970), ήταν και η πτυχιακή του εργασία, σηματοδοτώντας την αρχή μιας μακράς συνεργασίας με τον διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπι Μίλερ.
Καθοριστικής σημασίας ήταν και η γνωριμία του με τον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε, του οποίου έργα διασκεύασε και με τον οποίο συνυπέγραψε το σενάριο των Φτερών του Έρωτα. Η σχέση του Βέντερς με τις Ηνωμένες Πολιτείες τον οδήγησε σε ταινίες όπως το Hammett (παραγωγή του Φράνσις Φορντ Κόπολα), το The State of Things και φυσικά το Paris, Texas, έργο-σταθμό που έκλεισε την «αμερικανική του περίοδο». Ακολούθησε το αριστουργηματικό Wings of Desire, μια ταινία-ποίηση για το βλέμμα, την αγάπη και το Βερολίνο πριν την πτώση του Τείχους.
Η δημιουργικότητα του Βέντερς δεν περιορίστηκε στη μυθοπλασία. Η στροφή του στο ντοκιμαντέρ, ιδίως μέσα από τη μουσική, απέδωσε έργα που σημάδεψαν τη σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία: από το Tokyo-Ga για τον Γιασουζίρο Όζου, μέχρι το Buena Vista Social Club, που ανέδειξε στον κόσμο τον ήχο της Κούβας. Με την ίδια τόλμη, ο Βέντερς πειραματίστηκε με την τρισδιάστατη τεχνολογία, σε ταινίες όπως το Pina, προσπαθώντας να μεταφέρει στο σινεμά την αμεσότητα του χορού και του σώματος.
Παράλληλα, ως φωτογράφος έχει δημιουργήσει συγκλονιστικές σειρές εικόνων από ερημωμένα τοπία, ξεχασμένους δρόμους και ήσυχες γωνιές του κόσμου, που εκτέθηκαν σε μεγάλα μουσεία. Το βλέμμα του, είτε μέσα από την κάμερα είτε μέσα από τον φακό, συλλαμβάνει πάντα την αίσθηση της απουσίας, του χρόνου που περνά και της μνήμης που παραμένει.
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ιδρυτής του Wim Wenders Foundation στο Ντίσελντορφ, ο Βέντερς συνεχίζει να στηρίζει νέους δημιουργούς, επιμένοντας πως ο κινηματογράφος είναι μια διαρκής γλώσσα ανανέωσης και αναζήτησης νοήματος.
Ζει στο Βερολίνο με τη σύζυγό του, φωτογράφο Ντονάτα Βέντερς. Ο Βέντερς είναι, πάνω απ’ όλα, ένας αφηγητής που βρίσκει ιστορίες εκεί όπου άλλοι βλέπουν μόνο σιωπή· ένας ποιητής του βλέμματος και του δρόμου, που με κάθε του έργο μας υπενθυμίζει ότι το σινεμά είναι ένας τρόπος να βλέπουμε πιο καθαρά τον κόσμο.
Ο Βέντερς είπε μέσα από τις ταινίες και τα βιβλία του:
«Κάθε ταινία είναι πολιτική. Οι πιο πολιτικές απ’ όλες είναι εκείνες που προσποιούνται πως δεν είναι: οι “ταινίες διασκέδασης”. Αυτές είναι οι πιο πολιτικές, γιατί απορρίπτουν τη δυνατότητα της αλλαγής. Σε κάθε καρέ τους λένε ότι όλα είναι καλά όπως είναι. Είναι μια συνεχής διαφήμιση υπέρ του “όπως έχουν τα πράγματα”.»
«Οι ιστορίες δίνουν στους ανθρώπους την αίσθηση πως υπάρχει νόημα, πως πίσω από την απίστευτη σύγχυση κρύβεται τελικά μια τάξη. Αυτή την τάξη οι άνθρωποι τη χρειάζονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.»
«Τι είναι αυτό στην ανθρώπινη φύση που μας σπρώχνει να επιβάλλουμε τη δική μας ματιά στους άλλους, χωρίς τη διάθεση ή την ικανότητα να δεχτούμε ανοιχτά τη δική τους;»
«Όσο περισσότερες απόψεις έχεις, τόσο λιγότερα βλέπεις.»
«Νομίζω πως το “βλέπειν” συμβαίνει εν μέρει μέσω των ματιών, αλλά όχι ολοκληρωτικά.»
«Δεν ένιωσα ποτέ μοναξιά, ούτε όταν ήμουν μόνος, ούτε με άλλους. Μα θα ήθελα να μείνω μόνος, έστω για λίγο. Η μοναξιά σημαίνει πως είμαι επιτέλους ολόκληρος.»
«Δεν ξέρω αν υπάρχει μοίρα, αλλά υπάρχει απόφαση. Αποφάσισε! Εμείς είμαστε οι καιροί.»
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ιστορία απ’ τη δική μας: ενός άντρα κι μιας γυναίκας.»
«Έτσι ξεκινάει το να φτιάχνεις μια ταινία, να γράφεις ένα βιβλίο, να ζωγραφίζεις έναν πίνακα, να συνθέτεις μια μελωδία, γενικά να δημιουργείς κάτι. Έχεις μια επιθυμία. Επιθυμείς κάτι να υπάρξει, και μετά δουλεύεις πάνω του μέχρι να υπάρξει.»
«Πίσω στο φοβερό ερώτημα: γιατί κάνω ταινίες; Ε λοιπόν… γιατί έτσι. […] Δεν ήξερα ότι μπορείς να γυρίζεις ταινίες ταξιδεύοντας. Ότι μπορείς να μπεις σε ένα αυτοκίνητο, να ξεκινήσεις μια ιστορία, και το ταξίδι να γίνει η ίδια η ιστορία. Στα Παιδιά της Αλίκης το ανακάλυψα. Ένιωθα σαν ψάρι στο νερό. Αυτού του είδους ο κινηματογράφος ήταν το δικό μου στοιχείο. […] Οι ήρωές μου είναι περιπλανώμενοι και αναζητητές. Το ταξίδι είναι μια ψυχική κατάσταση γι’ αυτούς. Και το ταξίδι του γυρίσματος είναι ένας τρόπος δουλειάς που σου επιτρέπει να ζήσεις ο ίδιος την περιπέτεια που το φιλμ θα προσφέρει στο κοινό.»
«Κάτι συμβαίνει, το βλέπεις, το κινηματογραφείς καθώς συμβαίνει. Η κάμερα το βλέπει και το καταγράφει, κι έτσι μπορείς να το ξαναδείς αργότερα. Το ίδιο το γεγονός μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά η ύπαρξή του δεν έχει χαθεί. Για μια στιγμή αναστέλλεται η καταστροφή του κόσμου. Η κάμερα είναι όπλο ενάντια στην τραγωδία των πραγμάτων, ενάντια στην εξαφάνισή τους. Γιατί να κάνουμε ταινίες; Τι ηλίθια ερώτηση!»
Διαβάστε επίσης: 2025-2026: Ένα διεθνές πρόγραμμα από τη Στέγη
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Facebook για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν