Μου έχουν μείνει 50 ευρώ, κι αυτά δανεικά, για να βγουν οι επόμενες ημέρες μέχρι να πληρωθώ. Αν κι όταν. Αύριο έχω ένα σουπερμάρκετ για την εβδομάδα. Προφανώς η εξίσωση δε βγαίνει. Προφανώς η ζωή δε μπορεί να τραβήξει την ανηφόρα.
Αρίστευσα στις πανελλήνιες, μπήκα σε μια από τις "καλύτερες" σχολές, την τέλειωσα αμέσως με εξίσου πολύ καλό βαθμό, συνέχισα τις σπουδές μου στην Αμερική, σε ένα από τα 10 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου στον τομέα μου.
Έζησα 7 χρόνια στο εξωτερικό, Αμερική και Λονδίνο. Εκεί επιβραβεύτηκα αμέσως για την εμπειρία, τις γνώσεις, τις ικανότητες μου. Όχι πλούσιος δεν έγινα γιατί κανένα ανθρωπιστικό επάγγελμα δεν δίνει πολλά λεφτά στον καπιταλισμό, αλλά αν μη τι άλλο μπορούσα να ζω μόνος μου, να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και να έχω την δυνατότητα να βάζω κάποια χρήματα στην άκρη, να μπορώ να κάνω ένα ταξίδι, να κάνω και καμία σπατάλη για ένα χόμπι. Αλλά υπήρχε κάτι πιο βαθύ που με λέρωνε. - Γιε μου πού πας; - Μάνα θα πάω στα καράβια.
Η ζωή στο εξωτερικό -τουλάχιστον για εμένα- είχε μια φοβερή μοναξιά, ουσιαστική μοναξιά, στον πυρήνα της. Μου έλειπαν οι άνθρωποι μου, η οικογένεια, οι φίλοι μου, ένα ραντεβού με ένα κορίτσι που να μη μοιάζει με Τίντερ αλλά με μια αλλόκοτη σκηνή από τα Φτηνά Τσιγάρα, μια συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη, το πιάνο του Θάνου Μικρούτσικου κι η κραυγή του «ωραίο», που κόβει την καρδιά στα δυο, η γλώσσα μου που δεν χρειάζεται να την σκεφτώ και να την μεταφράσω, αυτή που πιάνει και τα πιο σκοτεινά σοκάκια του φάσματος των συναισθηματικών μου αναγκών, τα σουβλάκια από την Ακαδημίας, η Βασιλίσσης Σοφίας κι εκείνη η στροφή που παίρνω ανοιχτά με το ποδήλατο στην Μιχαλακοπούλου…
Η Ακρόπολη, το σπίτι μου και τα αδέσποτα γατιά της αυλής, ο κύριος Κατσίκας, το μωρό, η φοβιτσιάρα, ο Κεφάλας, ο κύριος Τάκης Μουσαφίρης, οι Κυριακές που μυρίζουν μπάλα, οι καλοκαιρινές ημέρες που μου θυμίζουν τις σχολικές εκδρομές, που έχουν τη μεταφυσική γεύση από την παιδική μου ηλικία, οι ταράτσες, τα τσουγκρίσματα, οι μεζέδες, η ποίηση, ο Κώστας Καρυωτάκης του Ζαππείου κι ο Νικόλας Άσιμος των Εξαρχείων, οι μεταμεσονύχτιες φωνές, ο Αττικός ουρανός που σχηματίζει το χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι και τα πιώματα του Δημήτρη Χορν…
Τα κορίτσια με τα λουλουδένια φορέματα που παρελαύνουν στα πεζοδρόμια και ανθίζουν στις εξόδους του Μετρό, οι μοναχικές βόλτες με την μουσική στα αυτιά κάτω από τις αφίσες, τα ηλιοβασιλέματα στην Καλλιθέα, τα παλιά τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά, το Παγκράτι, εκεί που πάνε οι αγάπες όταν αποσύρονται, η βγαλμένη γλώσσα του Λυκαβηττού από τον Άγιο Γιώργη μέχρι τον Ευαγγελισμό…
Τα πολιτικά συνθήματα στους τοίχους, το θέατρο Βράχων, τα υπόγεια βιβλιοπωλεία με τα σφυροδρεπανένια βιβλία, η ετερόκλητη βιοποικιλότητα των Αθηναίων, η θάλασσα, οι διαδηλώσεις, τα πανό με τα κόκκινα γράμματα, το κοκτέιλ Ανατολής και Δύσης, οι αυτοσχέδιες συναυλίες, οι γειτονίες, το κρεβάτι μου, το να μη νιώθω συναισθηματικά ακρωτηριασμένος, να μην ξυπνάω και να νιώθω συνέχεια ότι κάτι ή κάποιος μου λείπει.
Τα είπε κι ο φιλελές ο Μαρινάκης του Greekonomics, οι στατιστικές δηλαδή που ανέδειξε. Είμαστε η χώρα της Ευρώπης που έχει το ρεκόρ στους ανθρώπους με εξειδίκευση που κάνουν εργασίες ανειδίκευτου εργάτη, που έχει γίνει φυσιολογικό ο επιστήμονας να μην κάνει αυτό που σπούδασε, αυτό που έγινε κορυφαίος, να μην κάνει αυτό που μπορεί και ξέρει να προσφέρει, αυτό που αναγνωρίζεται παντού, εκτός από την πατρίδα του.
Είμαστε η χώρα που συνεχίζει να δαγκώνει τα παιδιά της στο λαιμό. Να δουλεύεις 10 και 12 ώρες, σπαστά ωράρια, άγραφες υπερωρίες, ευέλικτες μορφές εργασίας και να μη μπορεί να βγει καν ο μήνας. Χίλια προσόντα και δεν αρκούν να πληρωθεί ο λογαριασμός, το σουπερμάρκετ. Να φύγουμε εμείς να κερδίζουν τα καρτέλ ενέργειας, οι τράπεζες, οι μαυραγορίτες των σουπερμάρκετ.
Ανεβάζει κι άλλο τις τιμές η ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ μέσα στο καλοκαίρι με τα κλιματιστικά στο φουλ, η επιβίωσή μας, τα κέρδη τους. Κοράκια. Δεν θέλω να φύγω, δε θέλω πάλι εξορία. Θέλω τα παιδιά μου να μιλάνε την γλώσσα του Άλκη Αλκαίου, του Λειβαδίτη, του Γκάτσου, της Κατερίνας Γώγου. Γιατί να πρέπει να πληρώνω τόσο ακριβά το τίμημα;
Μια χώρα που χτίστηκε με τους Σκαλούμπακες να χτυπάνε τους Θεοδωράκηδες και τους Ρίτσους, με το μάτι του Ξενάκη βγαλμένο, με τους Κασιδιάρηδες, τους Γκοτζαμάνηδες και τους Ρουπακιάδες να σκοτώνουν τους Φύσσες, τους Λαμπράκηδες και τους Πλουμπίδηδες, με τα βύσματα να μας λένε πως αν δε γουστάρουμε να φύγουμε από εδώ, με τους Καραμανλήδες να μας κουνάνε το δάκτυλο και τους Μητσοτάκηδες να μας φτύνουν στη μούρη. Δε βαρεθήκατε πια; Δεν είναι κανονικό, δεν είναι φυσιολογικό, δεν είμαστε κατώτερες φυλές, δεν είμαστε τα γουρούνια που μας έλεγαν οι Γερμανοί στην κρίση.
Είμαι ο Κωνσταντίνος και δε θέλω άλλους εκβιασμούς, θέλω να έχω το δικαίωμα να ζήσω, να κάνω οικογένεια, να κοιμηθώ ένα βράδυ χωρίς το άγχος της επιβίωσης ή το άγχος της απώλειας. Θέλω οξυγόνο.