Είχα ξεχάσει την αγάπη μου για τη θάλασσα και ντρέπομαι γι’ αυτό. Έτσι εδώ, μες στη γύμνια του φανταστικού, όσον αφορά τη χρονική στιγμή που συμβαίνει κάτι, γυμνός κι εγώ από φτωχές κατάρες, από εμπόδια για τη διαύγεια της καινούριας μέρας, από βουνά και από χαράδρες, από αναμνήσεις και από κρίματα, βρίσκομαι στο κέντρο, στη μέση της θάλασσας ανάμεσα ακριβώς από τα πεύκα και απλώνομαι κι εγώ προς το άπειρο.
Η μουσική που έχω στο μυαλό μου με μετατρέπει σε μικρούς κόκκους άμμου. Με πάει πίσω στα χρόνια, πίσω στη φύση, τόσο αργά που έχω αποθηκεύσει τόσες γνώσεις για πολλές ζωές ακόμη. Προχωρώ όλο και πιο πολύ μέσα στη φύση. Σταδιακά, γίνομαι φύση ατόφια κι εγώ. Τα μαλλιά μου ζωηρό πράσινο, τα γεννητικά μου όργανα γαλάζιο και καφέ, τα πόδια μου κορμός δέντρου, τα χέρια μου πουλιά, το υπόλοιπο σώμα μου λουλούδια. Ηλιοτρόπια και μαργαρίτες.
Έχω στο δέρμα μου όλες τις αναμνήσεις από τα μέρη όπου θα ήθελα να ζήσω, έστω και σε αλλοτινές εποχές. Ο απόηχός τους δημιουργεί μία ζωγραφιά τόσο δακρυσμένη, που γίνεται ιερή. Την προσκυνούν οι νεκροί. Τα παιδιά την έχουν από πάντα βαθιά μες στη λαμπερή ψυχή τους. Αγαπώ τη νιότη μου και τη νιότη όλου του κόσμου. Έστω και αν δεν είναι πια χειροπιαστή. Η νιότη είναι πουλί. Πού και πού φυσάει σαν δροσερός αέρας πρωινός, των νησιών, και ανατριχιάζουμε παγωμένοι. Αλληλοκοιταζόμαστε και δεν το πιστεύουμε ότι είμαστε τόσο όμορφοι και τόσο αθάνατοι. Τόσο καταλάβαμε τη στιγμή που θα μας μείνει αιώνια. Αγγίξαμε το αθάνατο, τέτοια η αποτύπωση.
Όταν πεθάνω, το σώμα μου θα γίνει νερό θαλασσινό που θα ξεκινά από κρυφές θαλασσινές σπηλιές, ποτισμένο με κοχύλια και βουτιές παιδιών και αθώων χαμόγελων. Θα ξεκινήσει την πορεία του μαγεμένο, ευτυχισμένο σαν λαχτάρα από παιδικό καλοκαίρι. Γαλήνιο, με ευλάβεια, σαν προσευχή, θα σταματήσει στα μικρά πόδια της νεογέννητης κόρης μου, για να ακουστεί το πρώτο της δυνατό γέλιο μπροστά στη θάλασσα. Γυμνή και θαρραλέα, θα βουτήξει μέσα μου και θα απορεί με τα μάτια της. Θα γελά τον ήλιο ολόκληρο και θα αναρωτιέται, πού υπήρχα τόσα χρόνια και πώς συνέβη και δεν συναντηθήκαμε τόσους αιώνες. Ξεχείλωσα τα σπλάχνα μου για να φτάσω μέχρι τα λουλούδια. Άμα ανατριχιάζεις, τότε μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε. Θυμήσου το, η ελπίδα θα πεθάνει πριν από εμάς.
Αυτή είναι η συγγνώμη μου σε όλα αυτά που χάθηκαν χωρίς λόγο, σε αυτά που δεν γινόταν αλλιώς, σε αυτά που δεν θα έρθουν, σε αυτά που αργούν και σε αυτά που η μοίρα τυχαίνει να φέρνει. Άργησα, αλλά έφτασα. Ήρθα με ακμαίο το πνεύμα, ψηλό και αδύνατο σαν φυτό αναρριχητικό να σκαρφαλώσω ψηλά τους γκρίζους τοίχους της τσιμεντένιας πόλης.
Συγνώμη θάλασσα. Σε είχα ξεχάσει επειδή είσαι πάντα εδώ. Σε είχα τόσο δεδομένη που ξέχασα την αξία σου. Σε συναντούσα όμως σε ποιήματα και σε μάτια κοριτσιών.
Όταν δεν θα ζω, θάλασσα, ταξίδευε εκείνα που αγαπώ. Να τους φέρνεις ζάλη και δίψα για νερό. Να τους καλείς κοντά σου. Να σου τραγουδάνε όπως τραγουδάνε τα παιδιά. Φάλτσα, ζωντανά σαν τραγούδι της κατηφόρας. Λαχανιασμένο.
Ταξίδευέ τους θάλασσα. Μέσα στους αιώνες.
Κι εγώ υπάρχω. Επειδή σ’ αγαπώ.
Επηρεασμένο από την τελευταία ποιητική συλλογή του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Συνάντηση με τη θάλασσα».
εμφάνιση σχολίων