Τα σκυλιά έξω γαβγίζουν σπαραχτικά... Αν ήμουν και εγώ θα έβγαινα να γρυλίσω με την ψυχή μου, μέχρι να μου κλείσει η φωνή. Δεν είμαι όμως και δεν έχω ούτε καν αυτό το δικαίωμα.
Ζωγραφίζω πάνω σε άσπρες ακουαρέλες. Με μαύρη πάντα ξυλομπογιά, σαν αυτές που μου έφερνε κάποτε πεσκέσι ο παππούς. Μόνο το μαύρο μού χρειάστηκε παππού, τα άλλα χρώματα με πληγώνουν, μόνο το μαύρο.
Το σώμα μου «κλωτσάει» πάλι. Σαν να μου φτύνει θριαμβευτικά στα μούτρα όσα κουκουλώνω με περισσή επιμέλεια τόσο καιρό. Τσακωνόμαστε μεγαλοφώνως.
«Τι διάολο θες, σώμα είσαι», το μαλώνω. «Τι κάνω εγώ με την ψυχή μου άλλο καπέλο»... Κι αυτό εκεί, τον χαβά του.
«Θα πάρω όλους τους φόβους σου ένα-έναν, μου λέει, θα του συρράψω όλους μαζί με μαεστρία, για να τους δεις στην ολότητά τους. Ν’ αρχίσουν να σε σφίγγουν δυνατά στον λαιμό να νομίζεις πως θα σκάσεις. Μόνο τότε θα καταλάβεις».
Σαν να έχω μπει μέσα στα γρανάζια της μηχανής, νιώθω τις λειτουργίες της μία προς μία. Τώρα αναπνέω, τώρα εκπνέω. Τώρα πονάει ο τάδε τένοντας, τώρα ο δείνα μυς. Αφουγκράζομαι διαιρεμένα τα στοιχεία μου, την κάθε ίνα.
Πιέζω το κεφάλι μου να με ξανασυνθέσει. Με το 1, με το 2, με το 3, και τίποτα…
«Ανασυνθέσου», είπα. Κι έχει κάτι αυτή η διαταγή από το απεταξάμην στις βαφτίσεις, αλλά στο πιο απελπισμένο...
εμφάνιση σχολίων