Κι εσύ; Μπαίνεις στον καμβά τους και χορεύεις ξέφρενος και ευτυχισμένος, κυριαρχείς στους αιθέρες τους και σε χειροκροτούν στις παρελάσεις. Και κάνεις σχέδια και προχωράς για άλλα τόσα που ποτέ δεν σου φαντάζουν αρκετά. Και γίνεσαι ο καπετάνιος στη θάλασσά τους.
Μα ξάφνου, ο ζωγράφος κοιτάζει τον πίνακά του. Και η ρότα του πλοίου αλλάζει. Και εσύ σαν καπετάνιος δεν μπορείς πια να κουμαντάρεις. Έρμαιο του πάθους του και θύμα της δικής του εξουσίας. Κι όμως ήταν μικρά, χάρτινα, μεταλλικά αντικείμενα.
Μικρά, χάρτινα, μεταλλικά αντικείμενα. Ανάγκη και υπόσταση σε παρελθοντικό χρόνο. Και ακόμα συνοδεύουν. Και θα το κάνουν πάντα. Και βρίσκονται παντού. Και καταστρέφουν κόσμους. Και δεν ξεγελιέσαι πια. Δεν είσαι πια θύμα του δημιουργήματός σου. Βλέπεις το δωμάτιο, τον καμβά και τον ζωγράφο και γελάς με την ανωριμότητά του. Μα τι χαζός; Ο κόσμος του κλεισμένος στον δικό του πίνακα και έξω οι σπηλιές, οι θάλασσες και οι ουρανοί μόνοι και ανήμποροι να ανταγωνιστούν τις εμμονές ενός μικρού, χάρτινου, μεταλλικού αντικειμένου. Και δεν μοιάζουν με του πίνακα. Σπηλιές γεμάτες φωνές, ανθρώπους και ιστορίες, θάλασσες γεμάτες ζωή και κύματα να σε κρατούν σε εγρήγορση και αιθέρες για ταξίδια στα όρια της ελευθερίας. Και οι δρόμοι δεν ακούν χειροκροτήματα στο πέρασμα του άρματος, μα πόδια να βαδίζουν ξυπόλητα για να συναντηθούν με άλλα. Γιατί εδώ, σε αυτό τον κόσμο, δεν περπατάς ποτέ μονάχος. Σε ακολουθεί ολάκερο το σύμπαν.
Καπετάνιος μα και Ζωγράφος. Δοσμένος σε αυτό που μας γέννησε. Απαλλαγμένος πια από εμμονές και πάθη μικρών, χάρτινων, μεταλλικών αντικειμένων.
εμφάνιση σχολίων