Όταν ξύπνησε, ο ήλιος είχε είδη αρχίσει να χάνεται πίσω από τα βουνά και αυτό το απαλό φώς της δύσης έμοιαζε να επιβαρύνει την ψυχολογία του. Θυμήθηκε ότι από τα παιδικά του χρόνια, όταν ο ήλιος άρχιζε να χάνει την καθημερινή του λάμψη και να κρύβεται, μια βαθιά τάση για κατάρρευση τον διαπερνούσε, τρύπωνε ως τα έγκατα της ψυχής του και αυτός στεκόταν ανίκανος να την καταλάβει και να της αντισταθεί. Αντίθετα, το απόλυτο σκοτάδι και η θέα των άστρων τον συγκλόνιζαν βαθιά. Ήταν λοιπόν αυτό το ενδιάμεσο που τον τσάκιζε.
Αναλογίστηκε ότι ήταν τυχερός που δεν είχε συνεπιβάτη, καθώς τέτοιες στιγμές η οποιαδήποτε παρουσία θα του προκαλούσε επιπλέον άγχος και θα του στερούσε την ελευθερία των κινήσεων που απαιτούν οι συγκυρίες να έχει ένας άνθρωπος στην κατάστασή του. Ένα τέντωμα του σώματος, μια καταρροή της μύτης ή ένα ενδεχόμενο ξέσπασμα δακρύων, πάντα θα θεωρούνται απαράδεκτα και θα προκαλούν αποστροφή σε κάποιον άγνωστο. Αλλά εφόσον η τύχη τον απάλλαξε μεγαλόψυχα από το ενδεχόμενο να εκτεθεί, έδωσε πάλι χώρο σε όσα είχαν προηγηθεί τον τελευταίο καιρό, αλλά ιδιαίτερα στις ευθύνες που επέσυραν και ένιωθε να τον κατατροπώνουν. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις και κούραση.
Οι σκέψεις πάντα του προκαλούσαν μια σωματική κόπωση, ιδιαιτέρως όταν αυτές απαιτούσαν έντονη διεργασία και είχαν να κάνουν με σημαντικές αποφάσεις. Ο Βίκτορ πάντα μισούσε τις αποφάσεις και τις ευθύνες που συνεπάγονταν. Να που όμως χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, είχε πάρει ίσως την πιο σημαντική της ζωής του. Ή της μέχρι τώρα ζωής του τουλάχιστον. Πριν παραδοθεί στον βαθύ ύπνο, συλλογίστηκε ότι το να πάρει κανείς τελικά μια απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα των επίπονων διεργασιών στις οποίες ο ίδιος είχε τη συνήθεια να υποβάλλει τον εαυτό του αλλά ίσως στην τελική να είναι αποτέλεσμα έμπνευσης. Έμπνευσης; «Ναι! Αυτό είναι», είπε μέσα του. Αυτή η λέξη τον άφηνε ικανοποιημένο προς το παρόν και η κούραση τον είχε αποκάμει, για να ψάξει περαιτέρω στο εσωτερικό του λεξικό.
Η επίδραση του οινοπνεύματος του έδινε το τελευταίο διάστημα κάτι που δεν είχε καταφέρει ποτέ ως τώρα στη ζωή του και δεν ήταν άλλο από τη μη επαφή με την πραγματικότητα. Του αφαιρούσε τις πολλές σκέψεις, τις αβάσταχτες αναλύσεις, τα συμπεράσματα που επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του, προκειμένου να αρχίσει ένα νέο κύκλο προσωπικών αδιέξοδων συζητήσεων, μια νέα προσπάθεια για βουτιά στην άβυσσο που είχε μέσα του. Ο Βίκτορ ποτέ δεν υπήρξε συστηματικός πότης, ποτέ δεν σύχναζε σε μπαρ ή σε μέρη που μπορούσε κανείς να πιεί, να χορέψει, να καταναλώσει ασύστολα χρόνο και ψυχή. Η διαρκής του εγρήγορση δεν συμβάδιζε με τέτοιες καταστάσεις, όσο και αν τον έλκυαν σε ανύποπτες στιγμές. Ο Βίκτορ τέτοιες στιγμές τις αποκαλούσε παγιδευμένες. Ήταν τα προσωρινά παραστατήματα του μυαλού που, αν έκανε το λάθος να υποκύψει σε αυτά, να τα συμβουλευτεί, θα τον έφερνα αντιμέτωπο με πτυχές του εαυτού που δεν ήθελε να συναναστραφεί. Ήταν παγιδευμένες τέτοιες στιγμές. Με κανένα τρόπο δεν τις ήθελε στη ζωή του.
Να που όμως με ένα μπουκάλι ουίσκι αυτή τη στιγμή, κυριευμένος από μία εσωτερική γαλήνια θλίψη, διασχίζει πεδιάδες και κάμπους οδεύοντας προς μια άγνωστη γη και μια άγνωστη γυναίκα η οποία θέλει να στηθεί απέναντι από τον φακό του. Έχει παρατήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του, τους φίλους και όσους αγαπά, δίνοντας την εντύπωση πως υπακούει στα σινιάλα καπνού μιας ινδιάνικης φυλής από τα πέρατα του κόσμου. Χωρίς να επιθυμεί να μάθει αν τα σινιάλα αυτά προμηνύουν πόλεμο ή συνιστούν κάποιο κάλεσμα αγάπης του θεού, παρατηρεί τις ράγες, αυτές τις φαινομενικά ακίνητες σιδεριές που τον ενώνουν με τον παλιό του κόσμο, αν κατέβει και τις ακολουθήσει προς τα πίσω, να τον παίρνουν όσο πιο μακριά μπορούν. Έρχεται στο μυαλό του ο Κάφκα. «Από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Αυτό είναι το σημείο που πρέπει να φτάσουμε».
εμφάνιση σχολίων