Σας άκουγε να μιλάτε και ένιωθε τα αυτιά της απλά να θέλουν να λιώσουν, να σπάσουν, να πέσουν, να κλείσουν ή κάτι τέλος πάντων για να σταματήσουν να σας ακούνε. Σας παρατήρησε, σας παρατήρησε καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να αποτυπώσει στο κεφάλι της κάθε κίνησή σας, κάθε βλέμμα σας -πάντα επικριτικό-, κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα σας και το χειρότερο από όλα, αυτό το ψεύτικο ψυχρό χαμόγελο που ξεφτελίζει πια τον κόσμο όλο. Οι κινήσεις σας δήθεν και σπαστικές, τα βλέμματά σας σκανάρουν την εμφάνιση του άλλου, το στόμα σας, αχ το στόμα σας πόσο θα ήθελε να σας σπάσει τα δόντια ή έστω να σας βλέπει να χαροπαλεύετε να μιλήσετε και να μη βγαίνει λαλιά -αλλά σας λυπάται.
Το ψεύτικο αυτό όμως κρύο χαμόγελο δεν ήξερε πια ούτε αυτή πώς να εκφράσει αυτό που την έκανε να νιώθει. Ήταν οργή; Ήταν θλίψη; Ήταν και τα δύο; Δεν ξέρω, δεν μπόρεσε να μου πει -δάκρυσε. Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες, δεν καταλάβατε τίποτα ή και να καταλάβατε, είστε συνηθισμένοι σε αυτή την αηδία -αυτή όχι. Τιποτένια μικρά ανθρωπάκια. Είστε μέσα σας τόσο κομπλεξικοί που ξεσπάτε όλο το μίσος για τον αηδιαστικό κενό εαυτό σας στους άλλους ανθρώπους. Ζείτε μεγαλωμένοι σε μια κοινωνία με συγκεκριμένη ηθική και αξίες για τα σκουπίδια μόνο. Μεγαλώνετε σε μια οικογένεια-πυραμίδα, με τον μπαμπά αρχηγό, τη μαμά δούλα, κυρά αλλά και εργαζόμενη πια, λες και δεν έχει υποτιμητική αντιμετώπιση, και τα παιδιά ρομποτάκια στα γραφεία τους να μαθαίνουν απέξω τα πάντα γραμμένα από τους εξουσιαστές.
Σπουδάζετε σε μια κρεατομηχανή πανεπιστήμιο που απλά σαπίζει οτιδήποτε αξιόλογο μπορεί να έμεινε κατά λάθος στον οργανισμό σας και μπαμ είστε έτοιμοι για την κοινωνία του θεάματος. Τώρα ντύσου καλά, βάψου λίγο καλύτερα, μίλα με όμορφες λέξεις -ξέρεις, αυτές που σιχαίνεται αυτή- και βρες μια δουλειά. Καλύτερα βρες μια δουλειά γραφείου, είναι πιο ασφαλές για την κοινωνία να μη βλέπεις ήλιο. Καλύτερα μη δεις ήλιο ποτέ. Πάρε άδεια λίγες μέρες, όχι πιο πολύ, μη θελήσεις παραπάνω ελευθερία. Βγες το Σάββατο για ψώνια και μετά για λίγο καμάκι, λίγο κουτσομπολιό, άντε και λίγο γαμήσι. Μην ξεχάσεις να αγοράσεις έρωτα, θα τον βρεις σε συσκευασία δώρου για να τον πάρεις σπίτι, να φτιάξεις μια οικογένεια από την αρχή. Τώρα είσαι έτοιμη, ναι, είσαι πανέτοιμη. Φόρα το ωραιότερο ρούχο σου, φτιάξε το μαλλί σου και ξάπλωσε. Μπαμ, έκλεισε το κουτί. Ήταν μαύρο. Θεός σχωρέσ' τη, ακούστηκε.
Φτάααανει πια! Αυτό μου είπε πως φώναξε. Τα τελευταία τους λόγια έσπασαν καθώς έπεφταν. Σιωπή εξαπλώθηκε στον χώρο, η ρυθμική μουσική τσίρκο που έπαιζε από πίσω σταμάτησε και ο κλόουν στη γωνία φάνταζε πιο τρομακτικός από ποτέ. Σήκωσε την παλάμη της, ακούμπησε στον κρόταφό της με τον δείκτη του χεριού της και τον αντίχειρα να δείχνει προς τα πάνω. Χαμογέλασε. Έκανε μια απότομη κίνηση και τράβηξε την παλάμη της προς τα πάνω. Τότε ένα τσούρμο με όνειρα χύθηκε στο πάτωμα και αυτή σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν την ξαναείδε κανείς, ούτε κατάλαβε τι έγινε, ή έτσι είπαν. Μετά από λίγο καιρό χάθηκαν και αυτοί, όλοι. Κανείς δεν έχει νέα τους.
Πολλά ακούστηκαν για το κορίτσι αυτό. Άλλοι είπαν πως γύρισε σε ένα σπίτι μεγάλο με λευκά δωμάτια, άλλοι λένε πως γύρισε σε ένα σπίτι με πολλά κάγκελα, άλλοι λένε πως την είδαν σε μια άλλη, αηδιαστική παρέα σε ένα μακρινό μέρος του κόσμου να κάνει τα ίδια. Εγώ νομίζω πως την είδα σήμερα στο πάρκο να κάνει μόνη της βόλτες πάντως, ανάμεσα στις παπαρούνες.
εμφάνιση σχολίων