«Ό,τι παράσταση έχεις να δώσεις, δώσ’ τη. Βούτα τώρα κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε». Από το Βυτίο
DOC TV
13 Ιανουαρίου 2015
ΟΠΟΤΕ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ, πόσο πολύ έχει φουντώσει η αρρώστια μέσα σου. Βιάζεσαι να προλάβεις τι; Μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βουτιά στο κακό και το βάσανο; Ένα όσο το δυνατόν βαθύτερο γλίστρημα σε μια ταχύτητα που αφαιρεί από τα μέρη το όνομα και από τους ανθρώπους το σχήμα; Την τελευταία φορά που πήγα στο πετ σοπ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τρέχοντας και διπλοπαρκαρισμένος, ήταν σαν επίσκεψη σε γιατρό. Έφυγα έχοντας πάρει αντιβίωση, κούρα, τριήμερη επίσκεψη σε ιαματικά λουτρά. Μπήκα στο αυτοκίνητο σχεδόν άλλος, λες και ο τύπος εκεί μέσα με έγδυσε από το σκληρό και ψυχοφθόρο 2014 και με έστειλε σπίτι κάπως πιο έτοιμο για το επόμενο ζόρι.
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που κατάφεραν ένα μέρος του ονείρου τους. Έφτιαξαν μαζί το πετ σοπ όπως το ονειρεύονταν, με τις συγκεκριμένες τροφές, λίγο πιο εναλλακτικές, λίγο πιο εκτός κυρίαρχου εμπορίου, κάθονται στο γραφείο τους και στα πόδια τους γουργουρίζουν γάτες, κάνουν δώρο σε πελάτες λιχουδιές για τα σκυλιά τους. Συνεπώς, ναι, η βραδύτητα (η παύση από το ασταμάτητο μπιτ της συλλογικής παράνοιας) είναι το δώρο τους. Πού και πού τη σκέψη μου γι’ αυτούς δηλητηριάζει η φράση χαλασμός των τελευταίων ετών: «είναι βιώσιμο;». Αδιαφορώ να πάρω απάντηση και ανταλλάζω την ερώτηση: «πόσο ζωντανοί είναι; Τι ακτινοβολούν;»
*
Ο Κ. ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΜΗ ΓΕΜΙΖΕΙΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΣΟΥ . Δεν είναι εδώ το μέρος για τόσο ουίσκι. Μεγαλώσαμε πια. Χάριζε το μεθύσι σου σε λίγους. Δεν είναι όλα τα μέρη ίδια. Μη λειώνεις εδώ κι εκεί, με αυτόν ή τον άλλον. Το μεθύσι πια πρέπει να σε βρίσκει σε ζεστό, οικείο, δικό σου χώρο. Οι άλλοι γύρω πρέπει να είναι συμπότες και αγαπημένοι, όχι άσχετοι, ημιγνωστοί, παρέες, τρελαμένοι. Ο παλαβός εαυτός του αλκοόλ να μοιράζεται με φειδώ και μόνο σε όσους έχουν στόμα και δάχτυλα να τον χωρέσουν. Οι άλλοι να είναι προϊόν επιλογής και κοινής συγκίνησης, όχι αποτέλεσμα τύχης, ανάγκης ή συγκυρίας.
Ο Λ. ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΟΛΟ ΑΔΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΣΟΥ. Δεν έχει σημασία πια αν και πού εκτίθεσαι. Όσο μεγαλώνεις, το μόνο κοινό είναι ο εαυτός σου, θα κριθείς έτσι κι αλλιώς και δεν θα έχει σημασία. Δεν λέει να μη σε νοιάζει η εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι, λέει ότι η εικόνα, η έκθεση, δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο ο εαυτός μόνος μπροστά στον κόσμο και δεν υπάρχει δευτερόλεπτο για χάσιμο καθώς η σκηνή κάθε ώρα λιγοστεύει. Ό,τι παράσταση έχεις να δώσεις, δώσ’ τη. Βούτα τώρα κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
*
Στο Βαρδάρη και στη Βάθη, στου Συγγρού και στου Ψειρή
οι καλύτεροί μου φίλοι λιώνουνε σαν το κερί.
*
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΤΙ ΑΞΙΑ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ (τι φράση παναζίαμ, να ’χε και λίγο μπουζουκάκι από πίσω, θα γινόμαστε). Λένε διάφοροι ότι τα λεφτά είναι χειρότερα κι από σκατά, δεν σημαίνουν τίποτα. Το πλαίσιο όμως εντός του οποίου είμαστε καρφωμένοι αναγορεύει τα λεφτά -θέλοντας και μη- στο κυρίαρχο ζήτημα. Αν δεν έχεις, σχεδόν δεν μπορείς να είσαι. Η αφραγκία σκοτώνει πρώτα την αξιοπρέπεια. Δεν μπορείς, δεν πας, δεν κάνεις. Απ’ την άλλη, η επιβίωση είναι ένα διαρκές κυνήγι ενός κόκαλου που σου κάθεται στον λαιμό. Η επιβίωση κατέστη το συνώνυμο μιας άθλιας εργασίας, ενός αγκομαχητού να βρεις τρόπο ύπαρξης μέσα στον διαρκή ζόφο και συνοψίζεται από το ανάποδο της επιθυμίας. Γλείψε, υπέμεινε, κάνε αυτό που δεν θες. Τα τελευταία χρόνια κοιτάζω τη δουλειά μου. Πρέπει να δουλεύω περισσότερο για να κερδίζω λιγότερα. Ως απάντηση, δουλεύω ακόμη λιγότερο για να κερδίζω ακόμη πιο λίγα. Η αντίδραση είναι ενστικτώδης. Η τεμπελιά μου επιχειρεί να με πιάσει απ’ τα μαλλιά καθώς ο αγώνας για επιβίωση μου κάνει πατητή στην κινούμενη άμμο. Ο αγώνας για επιβίωση δεν ρωτάει τι θες, τι λες, τι κάνεις. Απαιτεί, εδώ και τώρα, αρπάζει απ’ τον λαιμό, βάζει τελεσίγραφα κάθε πέντε λεπτά. Θα μας σκοτώσει ο αγώνας για επιβίωση. Από την άλλη, η λέξη αφραγκία είναι δηλωτική της θέσης μας στον κόσμο κι αυτή η θέση είναι η θέση του προνομιούχου. Άλλοι άνθρωποι στη θέση της λέξης «αφραγκία» λένε «φτώχεια», «πείνα». Άλλοι άνθρωποι δεν κλαίνε απλώς το ενδεχόμενο του σινεμά ή του νυχτερινού μπαρ που λείπει. Η θέση μας στον κόσμο είναι περίεργη. Μας σπρώχνουν βιαίως όλο και πιο κάτω, αλλά από κάτω υπάρχει ένα χάος για το οποίο δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε, πόσο μάλλον να το προσεγγίσουμε στ’ αλήθεια.
*
(..) Μάνα δεν ξέρεις τον κακό καιρό που κάνει έξω
έξω απ’ το σπίτι σου η αρχαία μάχη μαίνεται στην τελευταία της φάση.
Φτωχιά μου καίγεσαι, πικραίνεσαι πονάς και περιμένεις
φυλακισμένη σε τανάλια σπαραχτικών ονείρων
που θέλουν να μας δουν σε θέση «κοινωνική» και καλοπαντρεμένους
στην εκκλησία στις επισκέψεις της ωραίας Κυριακής.
Όταν τυχαίνει να πετύχουμε κανένα μεροκάματο
εκεί που καθαρίζεις στην κουζίνα τις πατάτες μας
παραμιλάς απ’ τους μαυραγορίτες αγοράζεις
βέρες, χρυσαφικά, κιλίμια, πιατικά, σεντόνια
σαν ανοιξιάτικο λιβάδι αναστενάζεις
και λες τα χέρια σου σηκώνοντας προς το ταβάνι «Δόξα σοι ο Θεός».
Για κάτι τέτοια σ’ αποπαίρνουμε, σε στέλνουμε στο διάολο
με δαγκωμένη την καρδιά σε σπρώχνουμε όπως
πόρτα, παραθυρόφυλλο, καρέκλα. Επιβάλλοντας
απότομα διαστήματα σιωπής ελπίζουμε
να μαχαιρώσουμε τον πόνο μας
κι αντί γι’ αυτόν εσένα μαχαιρώνουμε
με βάναυσες κι όμως στο βάθος συντριμμένες φράσεις
σου σπάμε τη μιλιά όπως σπάμε μουσική γλυκιά γυρίζοντας
το διακόπτη του ραδιοφώνου απότομα
μέσα στη μοναξιά
μ’ έξαλλο φέρσιμο σχεδόν απελπισμένο.
Μάνα εκείνο που λέμε απλώς καρδιά
χρειάζεται όλου του κόσμου τον παλμό για να μπορεί
να πάλλει στα μέτρα του μέλλοντος.(..)
Θ. Γκόρπας
*
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΑΚΟΜΗ. Το βιβλίο στο κομοδίνο, το μελομακάρονο στις δύο τη νύχτα, η γάτα που γουργουρίζει. Πόσα καραφάκια ρακές προλαβαίνουμε να πιούμε; Πόσους Jack White προλαβαίνουμε να κολλήσουμε σε πόσες Μπέλλου; Πόσους δεν προλαβαίνουμε να δούμε στο καφέ με τη φτηνή μπίρα και το ονειρικό Tullamore; Τι αποχαιρετάμε κάθε φορά που μεθάμε; Ποιος εαυτός θάβεται ζωντανός για λίγες ώρες; Σε τι υποτασσόμαστε όταν λέμε «έτσι είναι, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς»; Σκέφτομαι ότι η αγάπη για τις ασυναρτησίες ξεκινάει από την ιδέα ότι μπορώ να περιγράψω τη ζωή με σκισμένες φωτογραφίες, με παζλ ανθρώπων, με διάσπαρτα αστεία, με ξεχασμένα αξέχαστα βουνά και κλειστά πια παραθαλάσσια μπαρ.
ΨΑΧΝΩ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΠΟΣΤ ΕΝΟΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ βλόγερ να το τυπώσω να το βάλω στο κομοδίνο και του χρόνου να το σημειώσω στη λίστα με τα δέκα αγαπημένα μου βίβλία. Αλλά έχω χάσει τα bookmarks και η μνήμη δε με βοηθάει. Κάποτε αυτό το ποστ με είχε στείλει στο διάολο. Τώρα δεν υπάρχει πια πουθενά και το βλογ εκείνο έχει κατέβει.
Πηγή: Το Βυτίο
εμφάνιση σχολίων