0
1
σχόλια
500
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Τι μας πιάνει και θέλουμε να τα ξεκαθαρίζουμε όλα στο εδώ και το τώρα;». H Βιβιάνα κλοτσάει όλα τα τακτοποιημένα κουτάκια της ζωής της και φεύγει σ’ ένα μακρινό νησί. Ακολουθούμε 

ΒΙΒΙΑΝΑ ΜΗΛΙΑΡΕΣΗ
6 Ιουνίου 2013
ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΗΛΙΟΥ. Βούτηξα στην πρώτη φωτεινή κουνελότρυπα που βρέθηκε στο διάβα μου, την άφησα να με ρουφήξει και δεν έφερα αντίσταση ουδεμία. Ξύπνησα μες στο νερό. Κι από τότε είναι όλα στον αέρα. Και ταυτόχρονα στη θέση τους.

ΕΔΩ Ο TOM WAITS ΔΕ ΣΩΠΑΙΝΕΙ ΠΟΤΕ. Ακούγονται ταπ-ταπ τα πιόνια από το σκάκι. Μια γάτα γλείφεται πάνω σε μια στοίβα ποιήματα. Και το κρεβάτι μου είναι μέσα σ’ ένα ντουλάπι που κλείνει πίσω από ράφια με βιβλία. Ούτε γωνίες έχει. Δε χρειάζεται να στρίψεις πουθενά. Τα κατάφερα, σου λέω.

ΜΟΝΟ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΙΤΡΙΝΙΣΜΕΝΕΣ ΕΧΕΙ. Ένα λυχνάρι, δυο μπαούλα και ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν με φουλάρια και δαχτυλίδια. Και μια σοφίτα γεμάτη πνεύματα. Τα ακούω τα βράδια που ψιθυρίζουν έξω από το κρεβατοντούλαπο. Ο Πλάτωνας τα λέει με τον Προυστ και η Γερτρούδη Στάιν με τον Θερβάντες. Θα σας χαρίσω την ψυχή μου, σκέφτομαι, για μια θέα ουρανό και δυο ντομάτες με γεύση.

ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ ΔΕΝ ΚΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, μουρμουρίζει η Sylvia Plath κάτω από τη γάτα. Μου δίδαξε τα σκοτάδια του Λονδίνου, για να διαλέξω τελικά το φως. Στον παράδεισο είναι που τσούζουν τα εγκαύματα. Τι μας πιάνει και θέλουμε να τα ξεκαθαρίζουμε όλα στο εδώ και το τώρα; Τους βάζουμε ταμπέλες, τα τακτοποιούμε σε κουτάκια και μέχρι να καταλάβουμε ποια η δική μας θέση σε όλον αυτόν τον δήθεν νοικοκυρεμένο συρφετό, τα μάγια έχουν λυθεί. Κι η γάτα άλλαξε πόστο.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ Ν’ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΑΝ ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ Ή ΟΥΡΑΝΟΣ. Φοβάμαι μη σπάσει το ξόρκι και ξαναγίνω κολοκύθα. Κάθομαι και τον χαζεύω κάθε πρωί, έτσι μπλε και αθάνατο και μπερδεμένο και κάθε που πάει η λογική μου να το εξηγήσει, τη μελώνω με ένα ροδάκινο. Και στη σκέψη αντιπερισπασμός.

ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕΝΟ ΑΛΛΑΖΕΙ ΟΤΑΝ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ. Κι αυτό είναι κβαντοφυσική, όχι δικό μου. «Τι το κοιτάς το ηλιοβασίλεμα;» κοροϊδεύουν οι ντόπιοι τους τουρίστες. Δε φεύγει ο ήλιος. Εκεί θα δύσει και αύριο, εκεί έδυσε και χθες. Φωτογραφίζουν οι γιαπωνέζοι ορδές, σαν χάνοι. «Να ζει κανείς ή να μη ζει, αναρωτιέσαι ρε; Στο νησί, το έχουμε λυμένο!», τους τρατάρουν κρασί με όρντινο να το πίνουν γουλιά -γουλιά. Εξού και «της παρέας».

ΔΗΛΑΔΗ, ΣΤΟ ΡΕΛΑΝΤΙ. Στο ρελαντί και οι αποφάσεις, στο ρελαντί και τα ξεκαθαρίσματα. Όλα θα γίνουν, στο ρυθμό τους. Μαζί με τον ουρανό και το φως, σιγοντάρουν και τα πνεύματα της σοφίτας. Ακόμα κι εκείνα παίρνουν τη σιέστα τους.

ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΖΩ ΤΟ TEMΠO. Aλλιώς δε βγαίνει η παρτιτούρα.

ΣΤΑΣΟΥ, προτρέπει κάθε τόσο το φάντασμα του παππού. Στάσου να βάλω τα γυαλιά μου. Στάσου να ξαποστάσεις. Στάσου το ένα και στάσου το άλλο. Καλά λες, του γνέφω.

ΣΤΕΚΟΜΑΙ. ΚΑΙ ΔΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΠΙΑ ΦΩΝΑΧΤΑ.

ΑΛΑΡΓΑ-ΑΛΑΡΓΑ ΤΟ ΦΙΛΙ, ΝΑ ’ΧΕΙ ΚΑΙ ΝΟΣΤΙΜΑΔΑ.


Η Βιβιάνα πιστεύει στην κοινοκτημοσύνη και στους ανθρώπους. Γράφει από εδώ κι από εκεί, «κυρίως τη λίστα του σούπερ μάρκετ». Ζει και σπουδάζει στο Λονδίνο. Θα επιστρέψει όταν της εξαντληθούν τα αποθέματα ήλιου.
 
εμφάνιση σχολίων