Η διαχρονική πίστη στα ξωτικά, ή huldufólk («κρυμμένους ανθρώπους»), αντανακλά τον βαθύ δεσμό των Ισλανδών με το επιβλητικό φυσικό τοπίο. Αυτή η αντίληψη είναι αρκετά ισχυρή, ώστε ακόμη και έργα υποδομής (όπως δρόμοι και γέφυρες) υποχρεώνονται κατά καιρούς να προσαρμοστούν, προκειμένου να παρακαμφθούν περιοχές που θεωρούνται κατοικίες των ξωτικών. Η ενόχληση των huldufólk θεωρείται κακός οιωνός, γι’ αυτό και οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν με σεβασμό τους «αόρατους» τόπους τους σε λόφους, βράχους και πεδία λάβας.
Έργα υποδομής υποχρεώνονται να προσαρμοστούν προκειμένου να σεβαστούν τα huldufólk
Οι huldufólk της ισλανδικής μυθολογίας είναι πνευματικά όντα που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, κατοικούν σε βράχους, πεδία λάβας και άλλους φυσικούς σχηματισμούς. Παρότι η πλειονότητα των Ισλανδών δεν δηλώνει ότι πιστεύει κυριολεκτικά στην ύπαρξή τους, η πολιτισμική βαρύτητα των huldufólk παραμένει ισχυρή.
Το αποτέλεσμα είναι πως η παράδοση λειτουργεί συχνά και έμμεσα ως μηχανισμός περιβαλλοντικής προστασίας, διασώζοντας τοπία που διαφορετικά θα είχαν αλλοιωθεί. Ειδικοί επισημαίνουν ότι το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς σε δεισιδαιμονία. Αντίθετα, αντανακλά μια βαθιά ριζωμένη σχέση σεβασμού προς το φυσικό περιβάλλον και την ιστορική μνήμη του τόπου. Οι μύθοι, σε αυτή την περίπτωση, λειτουργούν ως πολιτιστικό φίλτρο που θέτει όρια στην ανθρώπινη παρέμβαση.
Έτσι, στην Ισλανδία, ο «κρυμμένος κόσμος», είτε γίνεται αντιληπτός ως πίστη είτε ως σύμβολο, συνεχίζει να διαμορφώνει τον πραγματικό, αποδεικνύοντας ότι η παράδοση μπορεί ακόμη να έχει απτό ρόλο στη σύγχρονη δημόσια ζωή.
Όταν οι Σκανδιναβοί θαλασσοπόροι εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία τον 9ο αιώνα, μετέφεραν μαζί τους αυτές τις μυθικές αντιλήψεις. Με την πάροδο του χρόνου, οι ιδέες για τα ξωτικά συγχωνεύθηκαν με την τοπική λαϊκή παράδοση. Σε αντίθεση με τα μικροσκοπικά και παιχνιδιάρικα ξωτικά των σύγχρονων παραμυθιών, οι huldufólk περιγράφονται συνήθως ως ανθρωπόμορφοι, συχνά ίδιου ή και μεγαλύτερου μεγέθους από τους ανθρώπους, και σχεδόν αδιαχώριστοι από αυτούς, εκτός από την υπερφυσική αύρα που τους αποδίδουν.
Η παράδοση λειτουργεί έμμεσα ως μηχανισμός περιβαλλοντικής προστασίας
Οι «κρυμμένοι άνθρωποι» ζουν στην άγρια φύση, μέσα σε βράχους και λόφους ή κάτω από καταπράσινους, σκεπασμένους με βρύα σχηματισμούς. Διατηρούν τα δικά τους αόρατα κοπάδια, οργανώνουν γιορτές και διαθέτουν εκκλησίες και κοινότητες που λειτουργούν παράλληλα με τον ανθρώπινο κόσμο. Τις περισσότερες φορές παραμένουν αθέατοι, όμως κατά καιρούς ένας άτυχος ταξιδιώτης μπορεί να σκοντάψει κατά λάθος σε ένα σπίτι ξωτικών ή κάποιο από αυτά να δανειστεί ένα αντικείμενο από ανθρώπινο νοικοκυριό, επιστρέφοντάς το αργότερα με παράξενο τρόπο.
Οι ιστορίες αυτές περιέχουν προειδοποίηση. Τα ξωτικά μπορεί να είναι ευεργετικά (για παράδειγμα, να βοηθήσουν χαμένους χωρικούς να βρουν τον δρόμο τους ή να ανταμείψουν όσους δείχνουν καλοσύνη) αλλά μπορούν επίσης να γίνουν εκδικητικά αν ενοχληθούν ή δεν τύχουν σεβασμού, προκαλώντας ασθένεια, κακοδιαθεσία ή κακοτυχία.
Η λαϊκή παράδοση προσφέρει και διάφορες αφηγήσεις για την προέλευση των huldufólk. Ένας δημοφιλής μύθος με χριστιανικό υπόβαθρο υποστηρίζει ότι πρόκειται για τα παιδιά που η Εύα έκρυψε από τον Θεό. Σύμφωνα με την ιστορία, η Εύα έπλενε τα παιδιά της όταν ο Θεός εμφανίστηκε απροσδόκητα. Ντροπιασμένη επειδή κάποια από αυτά ήταν ακόμη λερωμένα, τα έκρυψε και αρνήθηκε την ύπαρξή τους. Ο Θεός δήλωσε ότι όσα παιδιά έκρυψε θα παραμείνουν για πάντα κρυμμένα από τους ανθρώπους, κι έτσι γεννήθηκαν οι αόρατοι. Μια άλλη εκδοχή τα θεωρεί έκπτωτους αγγέλους -όχι αρκετά κακούς για την Κόλαση αλλά ούτε άξιους για τον Παράδεισο, καταδικασμένους να ζουν αθέατοι στη γη.