Δύο είναι οι κινηματογραφικές παραγωγές που μονοπωλούν το ενδιαφέρον αυτές τις μέρες, στη μεγαλύτερη και πιο γνωστή πλατφόρμα παγκοσμίως. Δύο σημαντικές δημιουργίες, τις οποίες υπογράφουν ένας βετεράνος και ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτες, ο πολύς Γκιγιέρμο Δελ Τόρο (Ο Λαβύρινθος του Πάνα, Η Μορφή του Νερού) και ο Κλιντ Μπέντλεϊ, στη μόλις δεύτερη ταινία του.
Αν και φτιαγμένες να βλέπονται σε μεγάλη οθόνη, δεν βγήκαν ποτέ στους κινηματογράφους στη χώρα μας, ενώ και στις ΗΠΑ και αλλού, πραγματοποιήθηκαν πολύ λίγες προβολές, σε Φεστιβάλ και σε μικρή διανομή σε επιλεγμένες αίθουσες, για λίγες μόλις ημέρες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν το δικαίωμα να συναγωνιστούν στα επερχόμενα βραβεία Οσκαρ.
Αν και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους σε μέγεθος παραγωγής και σε κινηματογραφικό είδος, βρήκαμε ότι τις συνδέει μια κεντρική κοινή θεματική, αυτή της απουσίας νοήματος της ύπαρξης, αλλά και της λεγόμενης "σιωπής του Θεού".
Στην περίπτωση του Δελ Τόρο και της διασκευής του στον Φράνκενσταϊν της Μέρι Σέλεϊ, τον ρόλο του «σαδιστή» Θεού, έχει ο δόκτορας ανατομίας Βίκτορ Φράνκενσταϊν, κακοποιημένο παιδί και ο ίδιος, αλυσοδένει το πλάσμα που δημιουργεί, όταν καταλάβει πως δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του και αποφασίζει να το εξοντώσει -πριν οι ρόλοι αντιστραφούν- όταν το πλάσμα αποκτά συνείδηση και προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Μην βρίσκοντας νόημα, αναζητά τον Δημιουργό του να τον ρωτήσει γιατί του έδωσε ζωή και γιατί στη συνέχεια τον εγκατέλειψε. Η τελική, μοναχική πορεία του στον παγωμένο κόσμο του Πολικού Βορρά, δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνείας των προθέσεων του σκηνοθέτη, του οποίου η παραλλαγή του μύθου, ενόχλησε τους «πιουρίστες» σε ό,τι αφορά την πλοκή του μυθιστορήματος.
Στην περίπτωση του Μπέντλεϊ και της δικής του κινηματογραφικής μεταφοράς της νουβέλας του (όχι και τόσο γνωστού στη χώρα μας "καταραμένου" και χρήστη ουσιών, συγγραφέα και ποιητή) Ντένις Τζόνσον, «Train Dreams», έχουμε την βιογραφία ενός λευκού Αμερικανού άνδρα, από την γέννηση έως τον θάνατό του, την εποχή της επέκτασης του σιδηρόδρομου, από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά. Ο Ρόμπερτ Γκρένιερ, ο ήρωας της αφήγησης, την εποχή του α' παγκοσμίου πολέμου, βρίσκεται να δουλεύει σαν ξυλοκόπος στις γραμμές του τρένου.
Η εν ψυχρώ δολοφονία ενός Ασιάτη, μετανάστη εργάτη, και η αδυναμία του να επέμβει, θα τον στοιχειώσει σε ολόκληρή του τη ζωή, ιδιαίτερα σε σχέση με όσες ατυχίες θα τον βρουν, μέσα στα επόμενα χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Θα καταφέρει να δημιουργήσει μια όαση παραδείσου για τον ίδιο, την σύντροφό του και την κόρη τους, σε ένα ξέφωτο μέσα στα δάση του Αϊντάχο, όμως η μοίρα, ή μήπως ο Θεός; έχουν άλλα σχέδια και θα τον "δοκιμάσουν" με αναπάντεχους τρόπους.
Ο ίδιος μένοντας πιστός στον εαυτό του, θα παραμείνει «στάσιμος» (αναρωτώμενος γιατί αυτός; και γιατί έτσι;), όταν όλα γύρω του αλλάζουν με ταχύτητες σιδηροδρόμου. θα φύγει από τη ζωή μόνος του και θα «αφομοιωθεί» από το φυσικό περιβάλλον, όπως ένας πεσμένος κορμός δέντρου στο δάσος, όπου «ένα νεκρό δέντρο είναι τόσο σημαντικό (για το οικοσύστημα), όσο και ένα ζωντανό», όπως αναφέρεται μέσα στην ταινία. Η έμμεση αναφορά στον Θεό, γίνεται από τον χαρακτήρα της επιστήμονα, τον οποίο υποδύεται η Κέρι Κόντον (που αναφέρει και το γνωμικό για το πεσμένο δέντρο), στερείται «πνευματικότητας« και μπορεί ο χαρακτήρας του Γκρένιερ να είναι πιο στωικός από εκείνον του Πλάσματος του Δελ Τόρο, όμως και οι δύο μένουν στο τέλος μόνοι και υπαρξιακά ορφανοί, μετά από μια πορεία γεμάτη δοκιμασίες.
Κινηματογραφικά, ο Δελ Τόρο, όπως και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στον «Δράκουλά» του πριν από αυτόν, αντλεί εικαστική έμπνευση από όλες τις απεικονίσεις του μύθου, κινηματογραφικές και μη, από τις γκραβούρες των βιβλίων, αλλά και από τη δική του, ιδιαίτερα πλούσια εικαστική πινακοθήκη, μαζί με άλλες σινεφίλ και θρησκευτικές αναφορές. Αν και οι διαθέσεις του φιλμ αλλάζουν συνέχεια, το σχετικώς άνισο υφολογικό αποτέλεσμα, με ιδιαίτερη έμφαση στο - συγκλονιστικό για εμάς - φινάλε, ξεκαθαρίζει τις φιλοσοφικές προθέσεις του σκηνοθέτη, του οποίου την απαισιοδοξία για τα ανθρώπινα, μοιραζόμαστε.
Από την άλλη ο Μπέντλεϊ, κινηματογραφώντας σε ακαδημαϊκό τετράγωνο κάδρο, με ύφος επηρεασμένο από τον Τέρενς Μάλικ, αποτυπώνει με ευφυείς αντιστίξεις, την καθόλου αθώα εποχή του -με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος- χτισίματος του αμερικανικού ονείρου, για το οποίο ο κεντρικός ήρωας μοιάζει σαν ξένο σώμα. Λυρικός και φυσιολάτρης, εντυπωσιάζει με τις εικαστικές του συνθέσεις, αν και λόγω διάρκειας του φιλμικού χρόνου που προσπαθεί να χωρέσει μέσα σε 102' μια ολόκληρη ζωή, κάπου «μπουκώνει» από τις πολλές πληροφορίες τις οποίες δεν προλαβαίνει ο θεατής να αφομοιώσει πραγματικά, οπότε, μια δεύτερη ανάγνωση, μοιάζει επιβεβλημένη. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την γνώμη πολλών πως η ταινία διαθέτει αργό ρυθμό. Προφανώς, όσοι το λένε, δεν έχουν δει άλλες arthouse δημιουργίες με πραγματικά αργό ρυθμό, που και αυτός, ανάλογα το θέμα, έχει λόγο ύπαρξης -καθώς δίνει τον χρόνο στον θεατή να σκεφτεί τί είναι αυτό που βλέπει.
Προσωπικά και οι δύο ταινίες μας άφησαν με το συναίσθημα του υπαρξιακού κενού των ηρώων τους, που είναι και το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της χωρίς ελπίδα, σκοτεινής εποχής που διανύουμε τα τελευταία αυτά χρόνια. Δεν ακούγονται ιδιαίτερα εορταστικές, όμως, οι δύο πολύ αξιόλογες αυτές παραγωγές (που θα θέλαμε πολύ να είχαμε δει στη μεγαλύτερη ει δυνατόν οθόνη) πραγματικά αξίζουν την προσοχή μας και τον θόρυβο που τις συνοδεύει, σε περίπτωση που έχετε ελεύθερο χρόνο να τις δείτε στη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων.
Frankenstein (Μεξικό, ΗΠΑ, 2025). Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο Δελ Τόρο. Παίζουν: Οσκαρ Αϊζακ, Τζέικομπ Ελόρντι, Μία Γκοθ, Κρίστοφ Βαλτς, Λαρς Μίκελσεν, Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, Τσαρλς Ντανς, Φέλιξ Κάμερερ. Διάρκεια: 149'
Train Dreams (ΗΠΑ, 2025). Σκηνοθεσία Κλιντ Μπέντλεϊ. Παίζουν: Τζόελ Ετζερτον, Φελίσιτι Τζόουνς, Γουίλιαμ Μέισι, Κέρι Κόντον. Διάρκεια:102'