0
1
σχόλια
1252
λέξεις
ΚΟΣΜΟΣ
Μετά τα διεθνή lockdown εξαιτίας της πανδημίας ήρθε το downshifting. Μια κοινωνιολογική έρευνα προσπαθεί να αναλύσει το φαινόμενο
 
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ | UNSPLASH
27 Απριλίου 2023
Η εργασιακή ανέλιξη και η γενικότερη επιδίωξη καριέρας σε ιεραρχικά μοντέλα, έχει όλο και λιγότερο νόημα μέρα με την ημέρα. Στη Γαλλία και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, είναι όλο και πιο συνηθισμένο να βλέπεις διακοσμητές εσωτερικών χώρων να γίνονται αρτοποιοί, πρώην τραπεζίτες να ανοίγουν τυροκομεία και στελέχη μάρκετινγκ να παίρνουν τα εργαλεία των ηλεκτρολόγων.

Τον Ιανουάριο του 2022, το 21% των Γάλλων εργαζομένων βρισκόταν σε διαδικασία αλλαγής καριέρας, ενώ το 26% σκεφτόταν να αλλάξει καριέρα μακροπρόθεσμα. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης, τα στελέχη ή οι εργαζόμενοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου έλκονται όλο και περισσότερο από τον κόσμο της βιοτεχνίας.

Η πρακτική αυτή αναφέρεται μερικές φορές ως downshifting στα αγγλικά, το οποίο, σύμφωνα με το λεξικό του Cambridge, είναι «η πρακτική της εγκατάλειψης μιας καλά αμειβόμενης και δύσκολης εργασίας προκειμένου να κάνεις κάτι που σου δίνει περισσότερο χρόνο και ικανοποίηση αλλά λιγότερα χρήματα».
 

Ήταν ελάχιστοι οι συνεντευξιαζόμενοι της έρευνας που δήλωσαν ότι αισθάνονται υποβαθμισμένοι           

Αυτές οι αλλαγές σταδιοδρομίας αποτελούν γρίφο για τους κοινωνιολόγους, οι οποίοι παραδοσιακά προσπαθούν να κατανοήσουν τους παράγοντες που οδηγούν στην ανοδική κινητικότητα, την ταξική αναπαραγωγή ή την κοινωνική υποβάθμιση. Στις μέρες μας, το τελευταίο μπορεί να παρατηρηθεί σε διαγενεακή κλίμακα, με τα παιδιά να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χαμηλότερες θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία από αυτές των γονέων τους, αλλά και σε ενδογενεακή κλίμακα, με τα άτομα να εκτελούν εργασίες για τις οποίες είναι υπερεξειδικευμένα. Και στις δύο περιπτώσεις, το εν λόγω φαινόμενο θεωρείται ότι είναι κάτι στο οποίο οι άνθρωποι υπόκεινται και όχι το αποτέλεσμα της δικής τους απόφασης. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να κατανοήσουμε τη μετακίνηση των διευθυντικών στελεχών στη βιοτεχνία;

Για τα άτομα που έχουν ανελιχθεί επαγγελματικά ή που έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, η μετάβαση σε μια χειρωνακτική δουλειά θα μπορούσε πράγματι να εκληφθεί ως μια παράδοξη «εθελοντική υποβάθμιση». Ο κοινωνιολόγος Αντουάν Ντεν, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και θέλοντας να κατανοήσει τα κίνητρα του downshifting, πήρε συνέντευξη από 55 εργαζομένους που «εγκατέλειψαν» την καριέρα τους.

Το πρώτο συμπέρασμα που προέκυψε από αυτές τις συνεντεύξεις είναι ότι η πλειονότητα των ατόμων που αλλάζουν καριέρα εμφανίζουν μια σχέση με την εργασία η οποία μπορεί να περιγραφεί ως «βιωματική». Αυτό σημαίνει ότι, περισσότερο από τους υλικούς πόρους ή το κύρος της επαγγελματικής θέσης, οι επαγγελματίες αυτοί δίνουν προτεραιότητα στην ικανοποιητική και γεμάτη εργασιακή ζωή.

 

Χρειάζονται δικλίδες ασφαλείας: επιδόματα ανεργίας για τον χρόνο της επανεκπαίδευσης, εισόδημα, βοήθεια από συγγενείς, αποταμιεύσεις, περιουσιακά στοιχεία.               

Η οικονομική διάσταση, αν και δεν παραλείφθηκε εντελώς, ήταν ακόμη πιο εύκολο να αγνοηθεί, επειδή οι ερωτηθέντες συχνά είχαν δικλίδες ασφαλείας. Για ορισμένους, αυτό σημαίνει επιδόματα ανεργίας για τον χρόνο που απαιτείται για την επανεκπαίδευση, εισόδημα από σύζυγο- για άλλους οικονομική βοήθεια από συγγενείς, αποταμιεύσεις ή ακόμη και περιουσιακά στοιχεία.

Από αυτή την άποψη ο Τομ, ο οποίος έχει διδακτορικό στη φυσική και εργάζεται ως ξυλουργός, επιβεβαίωσε ότι η ύπαρξη «πολιτιστικού και οικονομικού κεφαλαίου» και η ασφάλεια του να γνωρίζει ότι «οι γονείς του [που είναι και οι δύο ακαδημαϊκοί] είναι εκεί» είναι οι προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να «περιπλανιέται από τη μια δουλειά στην άλλη».

Χάρη στα πτυχία τους ή την προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία τους, οι επαγγελματίες αυτοί γνωρίζουν επίσης ότι μπορούν να επιστρέψουν σε μια πιο εξειδικευμένη θέση εργασίας, εάν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως θα ήθελαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επαγγελματίες που αλλάζουν καριέρα, οι οποίοι επιδιώκουν μια θέση εργασίας που ανταποκρίνεται περισσότερο στις αξίες τους, μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να υπερβούν τα κοινωνικο-επαγγελματικά όρια.

Ομολογουμένως, η βιοτεχνία αντιστοιχεί σε έναν πιο εργατικό τομέα εργασίας από αυτόν που τους είχε συνηθίσει το αρχικό τους υπόβαθρο.Δεν προϋποθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και γενικά παρέχει χαμηλότερο ή πιο ακανόνιστο εισόδημα. Όμως η βιωματική σχέση με την εργασία οδηγεί τους επαγγελματίες που αλλάζουν καριέρα να εστιάζουν λιγότερο σε αυτά τα κριτήρια παρά στην ικανοποίηση που μπορεί να τους προσφέρει εγγενώς η νέα τους εργασία. Ως εκ τούτου, ήταν ελάχιστοι οι συνεντευξιαζόμενοι που δήλωσαν ότι αισθάνονται υποβαθμισμένοι, αξιολογώντας την κατάστασή τους και από την άποψη της ολοκλήρωσης, παρά από την άποψη της κοινωνικο-επαγγελματικής θέσης που συνδέεται με τη νέα τους εργασία.
 

Αναφέρθηκε συχνά ο καθιστικός χαρακτήρας της εργασίας και η παραμονή σε εσωτερικούς χώρους       

Η νοηματοδότηση της εργασίας. Αυτή η βιωματική σχέση με την εργασία οδηγεί συχνά τους επαγγελματίες που αλλάζουν σταδιοδρομία να δηλώνουν ότι η χειρωνακτική εργασία θα είχε περισσότερο «νόημα» από το προηγούμενο επάγγελμά τους. Ο Γκάμπριελ, πρώην διευθυντικό στέλεχος που τώρα εργάζεται ως τυροκόμος, συνοψίζει τι τον οδήγησε να θεωρήσει ότι η δουλειά του «δεν είχε νόημα». «Κάθε μέρα είναι λίγο ίδια [...] και λες στον εαυτό σου, λοιπόν, θα περάσω πραγματικά 40 χρόνια σε ένα γραφείο, με τον κώλο μου σε μια καρέκλα κοιτάζοντας έναν υπολογιστή; Αυτό θέλω πραγματικά να κάνω;».

Δεν εργάζονταν απαραίτητα όλοι όσοι επανεκπαιδεύτηκαν σε μια δουλειά γραφείου που βασίζεται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αλλά αυτό το είδος δραστηριότητας είναι παρ' όλα αυτά απωθητικό, γεγονός που δομεί τη σχέση τους με την πνευματική εργασία. Της αποδίδονται διάφορα μειονεκτήματα: πρώτον, ο καθιστικός χαρακτήρας της εργασίας, τόσο από την άποψη της παραμονής σε εσωτερικούς χώρους όσο και από την άποψη του χρόνου καθιστικής εργασίας. Δεύτερον, αναφέρεται συχνά το αίσθημα μη παραγωγικότητας που φέρνει μερικές φορές η «πνευματική» εργασία. Τέλος, αυτές οι «δουλειές γραφείου» συχνά συνεπάγονται έναν έντονο καταμερισμό εργασίας, ο οποίος μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ως «αριθμός», «κρίκος» ή «γρανάζι ενός μηχανισμού».

Αντίθετα, η δεξιοτεχνία αποκτά ιδιότητες που αντικατοπτρίζουν αυτές τις ελλείψεις. Πρώτα απ' όλα, επιτρέπει στους ανθρώπους να εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους - κάτι που πολλοί άνθρωποι που έχουν μετεκπαιδευτεί στις κατασκευές εκτιμούν - και να γυμνάζουν το σώμα τους. Σε αντίθεση με τις μελέτες που υπογραμμίζουν τη σωματική ευπάθεια που συνδέεται με τη χειροτεχνική εργασία, οι επαγγελματίες που αλλάζουν καριέρα τείνουν να περιγράφουν αυτή τη σωματική ενασχόληση ως κάτι που παρέχει ωραία αίσθηση, δυναμώνει τους μυς, σε κάνει να αισθάνεσαι σε φόρμα» και «καλά στο σώμα σου» ή που «σε βοηθά να αποφύγεις το πάχος».

Δεύτερον, η χειροτεχνία εκτιμάται για τον «συγκεκριμένο» χαρακτήρα της. Με αυτό εννοούμε ότι το προϊόν της δραστηριότητας είναι απτό, χειροπιαστό, γεγονός που διευκολύνει την εξίσωση των προσπαθειών που καταβάλλονται με το αποτέλεσμα που παράγουν. Αυτή η συγκεκριμένη πτυχή έρχεται σε αντίθεση με τα συναισθήματα που συνδέονται με την προηγούμενη εργασία, να χάνεται κανείς σε «ατελείωτες συνεδριάσεις», σε «φτιασίδια», σε προβληματισμούς που μπορεί να διαρκέσουν «ώρες και ώρες» πάνω σε θέματα τα οποία οι ερωτώμενοι επικρίνουν ως επιφανειακά, τεχνητά, αφηρημένα ή υπερβολικά πολύπλοκα.

Η Τζοέλ, training manager που έγινε αρτοποιός, υπογράμμισε ότι είχε την εντύπωση ότι «τελείωνε αργά [...] για να μην κάνει τίποτα». Στο τέλος του μήνα είχε «κερδίσει ακόμα 5.500 ευρώ» αλλά χωρίς να γνωρίζει «ποιον ωφελούσε», ενώ με τη νέα της δουλειά: «Εκεί, κάθε μέρα ταΐζω τουλάχιστον εκατό ανθρώπους».

Τέλος, η βιοτεχνική δραστηριότητα επιτρέπει συχνά στους επανεκπαιδευμένους εργαζόμενους να επιβλέπουν όλα τα στάδια της παραγωγής, κάτι που εκτιμάται σε αντίθεση με έναν υπερβολικά έντονο καταμερισμό εργασίας. Η πρόκληση έγκειται στη δυνατότητα να επωφεληθεί κανείς από μεγαλύτερη αυτονομία, τόσο τεχνική (να κατέχει όλες τις εργασίες που απαιτούνται για την παραγωγή του προϊόντος) όσο και οργανωτική (να μην εξαρτάται από άλλους για την εκτέλεση της δραστηριότητάς του).

Αυτή η ανησυχία για την επαγγελματική αυτονομία μπορεί να φανεί στο πολύ υψηλό ποσοστό των ατόμων που αλλάζουν επαγγελματική σταδιοδρομία και γίνονται αυτοαπασχολούμενοι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, σε σύγκριση με τους επαγγελματίες. Από αυτή την άποψη, η πρόσβαση στην ανεξαρτησία αναδεικνύεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αλλαγή σταδιοδρομίας.


To άρθρο δημοσιεύθηκε στο The Convesration, μεταφράστηκε από το tvxs, επιμέλεια Άννα Χαρίτου για το DOC TV

 
Διαβάστε επίσης: David Graeber: Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές
εμφάνιση σχολίων