0
1
σχόλια
489
λέξεις

Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

ΣΟΦΙΑ ΔΑΛΑΜΑΓΚΑ
14 Οκτωβρίου 2015
Aυτή η πόλη είναι γεμάτη μαγαζάκια με μαριονέτες, σκέφτεσαι. Χαζεύεις με τις ώρες εδώ και μέρες τα σχέδια, την έκφραση, τις κινήσεις τους. Κάτι σε σταματάει από το να αγοράσεις μια, ίσως να φταίει το δωμάτιο στο πατρικό σου σπίτι που έχει ήδη τέσσερεις σκορπισμένες σε διάφορα σημεία. Η μάνα σου αγαπούσε τις μαριονέτες και τα παραμύθια. Πως να μη μυηθείς λοιπόν από μικρή, πως να μην αγαπήσεις και εσύ την παραμυθούπολη και ότι την αποτελεί; Αλανιάρα η μάνα, αδέσποτη η κόρη και καθώς περπατάς στα πλακόστρωτα σιγοτραγουδάς Hit the road Jack και κρυφογελάς..

Είναι Κυριακή, μετά από ατελείωτο περπάτημα καταλήγεις σε μια μικρή πλατεία γεμάτη κόσμο και πάγκους  με λογής, λογής πραγματάκια και μπιχλιμπίδια. Φρούτα, γλυκά, ξύλινα παιχνίδια, τουριστικά είδη. Κοντοστέκεσαι, κάτι σου τράβηξε το βλέμμα. Είναι ένας πάγκος με πορσελάνινες κούκλες. Φοράνε όμορφα ρούχα, με μικρές λεπτομέρειες. Τις κοιτάς σχεδόν μαγεμένη. Μια από δαύτες φοράει κασκέτο ασορτί με καρώ παλτό. Καφετί φουστάνι και πασμίνα σε απόχρωση χρυσαφί. Δερμάτινα παπουτσάκια και τσάντα κεντημένη. Δε το πολυσκέφτεσαι, την αγοράζεις. Με παιδικό ενθουσιασμό επιστρέφεις στο ξενοδοχείο. Ανοίγεις προσεκτικά το κουτί της. Είναι δική σου, την κρατάς στα χέρια σου ευλαβικά και ξαφνικά η χαρά σβήνει..

Γιατί θυμάσαι..

Τις τεράστιες κούκλες που σου αγόραζε ο πατέρας σου όταν ήσουν μικρή. Πολύ μικρή. Κατέληγαν πασαλειμένες με μπλε στυλό στο πρόσωπο και πετσοκομμένα μαλλιά. Ήταν τόσο εντυπωσιακές, τόσο εξωπραγματικές μέσα στα υπέροχα φορέματα τους και εσύ τόσο μικροσκοπική και απόκοσμη. Ζούσες σε ένα σπίτι που η λάμψη δε σε ακουμπούσε, λες και ήσουν σκεπασμένη με σκόνη. Υπήρχαν σύννεφα μέσα στο σπίτι, πολλά και τεράστια, χανόσουν μέσα σε αυτά, γινόσουν αόρατη από όλους εκεί μέσα, κανένα κλάμα πότε γοερό και πότε σιωπηλό δεν ήταν αρκετό για να σε προσέξουν. Μισούσες τις κούκλες, τις σακάτευες και ήταν ο μοναδικός  τρόπος διαμαρτυρίας, εξεγερσης  και προσωπικής σου επανάστασης. «Έλειψες καιρό πατέρα ήθελε να του πει. Δε ξέρεις τίποτα για μένα.» Το κορίτσι περνούσε τον καιρό του κάνοντας ποδήλατο στην αυλή. Τα γόνατα της ήταν μονίμως ματωμένα, και τα σημάδια αργότερα η ζωντανή απόδειξη ότι υπήρξε παιδί και ας μη το χόρτασε όσο θα ήθελε. Στα μάτια του πατέρα φάνταζε το κορίτσι με τις κούκλες, εκείνη όμως προτιμούσε να ακούει το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια, να κολυμπάει μαζί του, να παίζουν μπάσκετ και με ιερή προσήλωση να παριστάνει τον μπαρμπέρη που τον σαπουνίζει και τον ξυρίζει με τα παιδικά της δάχτυλα.

Αγκαλιάζει την κούκλα και βουρκώνει. Βλέπει την αντακλαση της στον καθρέφτη απέναντι. « Μεγάλωσα πατέρα ψελλίζει. Τόσο ώστε να μπορώ να φεύγω μακριά με ένα σάκο στον ώμο και συντροφιά την φωτογραφική μου. Μιλάω με εικόνες πλέον, οι λέξεις όσο περνάει ο καιρός μου φαίνονται όλο και πιο φτωχιές». Για μια στιγμή, στα κρυφά, χωρίς να τη βλέπει κανείς γίνεται πάλι παιδί. Για μια στιγμή επιτρέπει στον εαυτό της να γίνει το κορίτσι με τις πορσελάνινες κούκλες. Την ακουμπάει ευγενικά στο κομοδίνο. Αρπάζει τη φωτογραφική και βγαίνει έξω. Η πόλη την περιμένει...

TAGS:
εμφάνιση σχολίων