0
1
σχόλια
737
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Έξι μήνες σε ένα μακρινό νησί, σε μια καλύβα. Πραγματικές ταξιδιωτικές ιστορίες στη νέα στήλη του DOC TV

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
18 Ιανουαρίου 2011
ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗΝ ΤΑΝΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΔΟΥΣ. Τίποτα δεν υπήρχε που να διευκρινίζει πού ακριβώς μένει. Όταν καμιά φορά την ρωτούσα μου απαντούσε «εκεί, λίγο πιο πάνω», χωρίς να χρησιμοποιεί χειρονομίες, μόνο το βλέμμα της, μετακινούσε, δηλαδή, την κόρη του ματιού της ελαφρώς προς τα πάνω, χωρίς να εστιάζει κάπου συγκεκριμένα. Έτσι απαντούσε. Και γω δεν ήξερα πού ήτανε εκείνο το πιο πάνω, μα ήτανε μέρες που νόμιζα πως μου έδειχνε τον ουρανό, κι’ άλλες που το γνέψιμο του ματιού της έμοιαζε να φτάνει πέρα στον ορίζοντα. Έτσι και γω έλεγα πως η Τάνια μάλλον ζει παντού. Μάλλον και πουθενά. Μετά δεν με ένοιαζε να μάθω. Μου αρκούσε πως άμα ήθελα να την ψάξω μπορούσα να την βρω.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΕΠΙΝΕ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ ΛΕΜΟΝΙΟΥ σε ένα μπαράκι με μεγάλα μαξιλάρια αντί για καθίσματα. Τα πρωινά κοιμότανε μέχρι αργά, η ανάσα της ακόμα μύριζε λεμόνι, έτσι την φανταζόμουνα, να μυρίζει πιο πολύ λεμόνι παρά αλκοόλ, γιατί η Τάνια κατάφερνε με ένα περίεργο τρόπο να αφήνει τα αδύνατα, να νικούν τα δυνατά. Στο πρόσωπό της νικούσαν τα μάτια της. Δύο μεγάλα πράσινα μάτια, αυτό ήτανε η Τάνια. Και ένα γέλιο κακαριστό.

ΓΕΛΟΥΣΕ ΔΥΝΑΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΛΥΠΗΜΕΝΗ. Δεν ήτανε δύσκολο να καταλάβεις πότε ήτανε λυπημένη. Γιατί τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, ξεθώριαζε το πράσινο, η λύπη δεν άφηνε το βλέμμα της να κρατήσει το πράσινο, το καθαρό χρώμα θέλει ενέργεια να μείνει καθαρό, και έτσι όταν σε κοιτούσε γκρίζα καταλάβαινες πως κάτι μέσα της είχε κουραστεί. Αυτό συνέβαινε σπάνια. Εκείνο που συνέβαινε συχνά ήταν να φοράει μεγάλες μακριές φούστες, με περίεργα σχήματα, και μεγάλα σάλια στα ξανθά της μαλλιά που πετούσαν μαζί με τον αέρα και όταν σταματούσε να φυσά έλυνε τα μαλλιά της, έλυνε και το σάλι και το ανέμιζε με τα χέρια της, προκαλώντας την στάσιμη ατμόσφαιρα. Η Τάνια ζύγιζε περίπου 100 κιλά. Μπορεί και περισσότερα. Ήταν ψηλή, πληθωρική, γεμάτη περιττά κιλά μα τίποτα δεν έμοιαζε να κουβαλάει πάνω της σαν περιττό.

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΑΕΡΙΚΟ. Χόρευε κατά μήκος ολόκληρης της πίστας, ανέμιζε τη μαύρη μακριά της φούστα μαζί με το γαλάζιο σάλι της και έμοιαζε τόσο ανάλαφρη όσο μια πεταλούδα. Εγώ καθόμουνα απέναντι. Την παρακολουθούσα ώρα προσπαθώντας να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να περιφέρεις 100 κιλά και να τα κάνεις να φαίνονται σαν τίναγμα μιας πεταλούδας. Πώς τα απαλλάσσεις από το βάρος τους, πώς τους χαρίζει φτερά;

ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΠΙΝΑΜΕ ΜΑΖΙ ΤΣΑΪ, ήτανε γύρω στο μεσημέρι, εκείνη είχε μπροστά της ένα βιβλίο ανοιχτό στην ίδια σελίδα για ώρες, εγώ ένα σημειωματάριο χωρίς σημειώσεις. Μιλούσαμε ελάχιστα, μια ερώτηση κάθε δέκα λεπτά, μια απάντηση σχεδόν αμέσως αλλά λακωνική κι’ ύστερα πάλι σιωπή. Ζήτησα δύο παυσίπονα από το γκαρσόνι, το κεφάλι μου με πονούσε ή μάλλον ήταν μια πρόφαση για να ρίξω κάπου το φταίξιμο μιας ανήσυχης διάθεσης που με βάραινε. Την Τάνια δεν φαινότανε να την βαραίνει τίποτα. Ούτε τα κιλά της, ούτε το φούσκωμα κάτω από τα μεγάλα πράσινα της μάτια, σημάδι πως ήτανε και πάλι ξενυχτισμένη.

ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΠΡΙΝ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ, τη ρώτησα ξαφνικά. Δούλευα σε μια εταιρεία, μου απάντησε τσαλακώνοντας την ίδια ώρα ασυναίσθητα την άκρη της σελίδας του βιβλίου της. Και τι έγινε; επέμενα, ψάχνοντας για το στόρι της. «Δεν ήταν αυτό που ήθελα. Και έτσι παραιτήθηκα, πριν χάσω την ψυχή μου». Αυτή την λέξη χρησιμοποίησε.

ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΕΙΠΕ. ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΤΗΝ ΕΧΑΝΕ. Δεν είχε καμία σημασία ο λόγος. Σημασία είχε πως κάποια στιγμή ένιωσε κοντά στην απώλεια της. Και μετά; Μετά έφυγε. Μετά άλλαξε ζωή. Μετά κατάλαβε πως τα κιλά που βαρούσαν στο μυαλό της ήταν πολύ περισσότερα από τα 100 που κουβαλούσε στο σώμα της. Μετά φόρεσε μακριές αέρινες φούστες και χρωματιστά σάλια στα μαλλιά και έβγαλε φτερά. Και έτσι περπατούσε ανάλαφρα, με βήματα που δεν ακούγονταν στο πάτωμα και με κινήσεις που έφταναν μέχρι τον ουρανό.

ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΗΝ ΤΑΝΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΔΟΥΣ. Έμενε εκεί λίγο πιο πάνω. Δεν με ένοιαζε να μάθω πού ήτανε το πιο πάνω. Μου αρκούσε που μέσα στα μεγάλα πράσινα της μάτια μπορούσα να διακρίνω το πέταγμα μιας πεταλούδας. Ακόμα και όταν το πράσινο της γινότανε γκρίζο. Γιατί ήτανε ένα γκρίζο που δεν γεννιότανε από το μαύρο και το άσπρο. Ήταν ένα γκρίζο που γεννιόταν από το πράσινο, όταν εκείνο γινότανε λιγότερο πράσινο για να ξεκουραστεί…


Η Ελένη Ξένου είναι διευθύντρια του Υστερόγραφου, του μοναδικού κυπριακού περιοδικού που συλλέγουμε για τη βιβλιοθήκη μας. Ζει στη Λευκωσία.

εμφάνιση σχολίων