«Μια μέρα, όταν ανέβαιναν ομαδικώς το βουνό, αντίκρισαν πάνω, μπροστά στην πύλη, τη γατούλα. Στεκόταν μπροστά στην πύλη σαν να μην ήθελε να περάσει πάνω από το τείχος με γατίσιο τρόπο, αλλά να μπει με ανθρώπινο τρόπο, καμπούριασε την πλάτη της για καλωσόρισμα και χάιδευε τις φούστες και τις μπότες των μεγάλων πλασμάτων που, χωρίς κανέναν λόγο, είχαν εκπλαγεί με την παρουσία της.
Την άφησαν να μπει, αλλά ήταν σαν να υποδέχονταν έναν φιλοξενούμενο, και την επόμενη κιόλας μέρα έγινε φανερό ότι ίσως είχαν φέρει στο σπίτι ένα μικρό παιδί, όχι απλώς μια γάτα: τέτοιες ήταν οι απαιτήσεις του λεπτεπίλεπτου ζώου, που δεν γύρευε διασκεδάσεις σε υπόγεια και σοφίτες, αλλά δεν εγκατέλειπε ούτε στιγμή την παρέα των ανθρώπων.
Έπαιζε σαν να ήξερε πώς περιμένουν οι άνθρωποι ότι θα παίζουν οι νεαρές γάτες
Και είχε το χάρισμα να διεκδικεί το χρόνο τους για τον εαυτό του, πράγμα εντελώς ακατανόητο, καθώς υπήρχαν τόσα άλλα, ευγενέστερα ζώα στο κάστρο και οι άνθρωποι ήταν από μόνοι τους τόσο απασχολημένοι · είχε μάλλον να κάνει με το γεγονός ότι έπρεπε να κατεβάσουν τα μάτια τους στο έδαφος για να παρακολουθήσουν το μικρό πλάσμα που συμπεριφερόταν εντελώς διακριτικά και ήταν λίγο πιο ήσυχο, θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς πιο θλιμμένο και πιο στοχαστικό, απ’ ό,τι θα ταίριαζε σε μια νεαρή γάτα.
Έπαιζε σαν να ήξερε πώς περιμένουν οι άνθρωποι ότι θα παίζουν οι νεαρές γάτες, σκαρφάλωνε στην αγκαλιά τους και μάλιστα πάσχιζε εμφανώς να είναι φιλική με τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα ένιωθες ότι δεν το έκανε με όλο της το είναι · και αυτό ακριβώς που έλειπε για να μπορεί να θεωρηθεί μια συνηθισμένη νεαρή γάτα ήταν σαν ένα δεύτερο ον, ένα απόν ον ή ένα σιωπηλό φωτοστέφανο που την περιέβαλλε χωρίς κανένας να βρίσκει το θάρρος να το δηλώσει.
Η Πορτογαλίδα έσκυβε τρυφερά πάνω απ’ το πλασματάκι, που καθόταν στην αγκαλιά της ανάσκελα και με τα μικροσκοπικά του νύχια γύρευε να φτάσει τα παιχνιδιάρικα δάχτυλά της σαν παιδί, ο νεαρός φίλος έσκυβε γελώντας πάνω απ’ τη γάτα και την αγκαλιά, ενώ στον ιππότη φον Κέττεν το χαλαρό αυτό παιχνίδι θύμιζε τη μισονικημένη αρρώστια του, που ήταν σαν να είχε μεταμορφωθεί, διατηρώντας τη θανατερή πραότητά της, στο σωματάκι του ζώου, όχι πια απλώς μέσα του, αλλά ανάμεσά τους. Ένας υπηρέτης είπε: Έχει κολλήσει ψώρα.
«Πρέπει να τη σκοτώσουμε εγκαίρως»
Ο ιππότης φον Κέττεν ξαφνιάστηκε, επειδή δεν το είχε καταλάβει από μόνος του · ο υπηρέτης επανέλαβε: Πρέπει να τη σκοτώσουμε εγκαίρως. Η γατούλα είχε λάβει εντωμεταξύ ένα όνομα, αντλημένο από ένα από τα βιβλία με τα παραμύθια. Είχε γίνει ακόμη πιο μειλίχια και ανεκτική. Τώρα φαινόταν πια ότι είχε αρρωστήσει και η αδυναμία της ήταν σχεδόν εκτυφλωτική.
Αδιαφορούσε όλο και πιο πολύ για τις υποθέσεις του κόσμου, αναπαυόμενη σε μια αγκαλιά, και τα μικρά της νύχια γραπώνονταν με τρυφερό φόβο. Άρχισε τώρα να κοιτάζει τον έναν μετά τον άλλον: τους δύο Κέττεν και τον νεαρό Πορτογάλο, που καθόταν σκυμμένος μπροστά, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από εκείνη ή από την ανάσα της αγκαλιάς που την κρατούσε. Τους κοίταζε σαν να ζητούσε συγχώρεση για την ασχήμια αυτού που υπέφερε κρυφά για λογαριασμό όλων τους. Και τότε άρχισε το μαρτύριό της.
Μια νύχτα άρχισε ο εμετός, κι έκανε εμετό μέχρι το πρωί · ήταν πολύ εξαντλημένη και ζαλισμένη όταν επέστρεψε το φως της ημέρας, σαν να είχε δεχτεί πολλά χτυπήματα στο κεφάλι. Αλλά ίσως από τον υπερβάλλοντα ζήλο της αγάπης να είχαν δώσει απλώς στο κακόμοιρο, πεινασμένο γατί να φάει πάρα πολύ: μετά απ’ αυτό δεν μπορούσε όμως να μείνει στην κρεβατοκάμαρα και το έβαλαν στο δωματιάκι της αυλής μαζί με τα αγόρια.
Όμως μετά από δύο μέρες τα αγόρια παραπονέθηκαν ότι δεν είχε καλυτερέψει και πιθανώς την είχαν πετάξει έξω κατά τη διάρκεια της νύχτας. Και τώρα όχι μόνο έκανε εμετό, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει ούτε τα κακά της, και κοντά της τίποτα δεν ήταν πια ασφαλές. Ήταν πλέον μια σκληρή δοκιμασία, ανάμεσα σ’ ένα δυσδιάκριτο πια φωτοστέφανο και στην απαίσια βρωμιά, και πάρθηκε η απόφαση –είχαν μάθει στο μεταξύ από πού είχε έρθει– να τη μεταφέρουν πίσω · ήταν ένα αγροτόσπιτο κάτω στο ποτάμι, κοντά στους πρόποδες του βουνού.
«Η συνείδηση τους βάραινε όλους και έδωσαν γάλα και λίγο κρέας»
Σήμερα θα έλεγε κανείς ότι την επέστρεψαν στη γενέτειρά της, θέλοντας να μην είναι υπεύθυνοι για τίποτα ούτε να γελοιοποιηθούν · αλλά η συνείδηση τους βάραινε όλους και έδωσαν γάλα και λίγο κρέας, ακόμη και χρήματα, ώστε οι χωριάτες, για τους οποίους η βρωμιά δεν είχε τόση σημασία, να τη φροντίσουν καλά. Παρ’ όλα αυτά οι υπηρέτες κουνούσαν το κεφάλι βλέποντας τους αφέντες τους.
Ο υπηρέτης που είχε μεταφέρει τη γατούλα είπε ότι στο γυρισμό εκείνη τον είχε πάρει από πίσω και ότι αναγκάστηκε να την ξαναπάει εκεί όπου την είχε αφήσει: δύο μέρες μετά εκείνη ήταν πάλι πάνω στο κάστρο. Τα σκυλιά την απέφευγαν, οι υπηρέτες δεν την έδιωχναν επειδή φοβόντουσαν τους αφέντες, και όταν εκείνοι την αντίκρισαν, ήταν βέβαιο, κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, ότι κανένας δεν θα αρνιόταν τώρα να της επιτρέψει να πεθάνει εδώ πάνω.
Ήταν κάτισχνη και τελείως άτονη, αλλά έδειχνε να έχει ξεπεράσει το αηδιαστικό μαρτύριο και απλώς έχανε αισθητά σωματικό βάρος. Ακολούθησαν δύο μέρες που περιείχαν σε μεγαλύτερη ένταση ό,τι είχε προηγηθεί: αργό, απαλό περπάτημα μέσα στο κατάλυμα όπου τη φύλαγαν · αφηρημένο χαμόγελο με τις πατούσες, όταν προσπαθούσε να φτάσει ένα κομμάτι χαρτί που κουνούσαν μπροστά της · ενίοτε ένα ελαφρό τρέκλισμα από αδυναμία, παρόλο που στηριζόταν σε τέσσερα πόδια, και τη δεύτερη μέρα έπεφτε κάποτε στο πλάι.
«Αυτή η εξασθένηση δεν θα φαινόταν τόσο παράξενη σ’ έναν άνθρωπο, αλλά στο ζώο ήταν σαν εξανθρωπισμός»
Αυτή η εξασθένηση δεν θα φαινόταν τόσο παράξενη σ’ έναν άνθρωπο, αλλά στο ζώο ήταν σαν εξανθρωπισμός. Την παρακολουθούσαν σχεδόν με δέος · κανένας απ’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους στην ιδιαίτερη κατάστασή του δεν μπορούσε να αποφύγει τη σκέψη ότι ήταν η δική του μοίρα που ενσαρκωνόταν σε αυτή τη γατούλα, η οποία είχε ήδη σχεδόν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Αλλά την τρίτη μέρα άρχισαν πάλι οι εμετοί και οι ακαθαρσίες.
Ο υπηρέτης ήταν εκεί και παρόλο που δεν τολμούσε να το επαναλάβει, η σιωπή του έλεγε: πρέπει να τη σκοτώσουμε. Ο Πορτογάλος έσκυψε το κεφάλι σαν να είχε μπει σε πειρασμό και μετά είπε στη φίλη του: δεν γίνεται αλλιώς · του φαινόταν σαν να είχε συναινέσει στη δική του θανατική καταδίκη. Και μεμιάς όλοι κοίταξαν τον ιππότη φον Κέττεν. Είχε ασπρίσει σαν το πανί, σηκώθηκε κι έφυγε. Τότε η Πορτογαλίδα είπε στον υπηρέτη: Πάρ’ την εσύ.»
Εικονογράφηση: Filippo Corelli, Cat in a Doorway, 1900. Απόσπασμα: Τρεις γυναίκες του Ρόμπερτ Μούζιλ, Μετάφραση: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, κυκλοφορεί από τις εκδ. Αντίποδες. Ο Ρόμπερτ Μούζιλ (15 Μαρτίου - 6 Νοεμβρίου 1880-1942) ήταν Αυστριακός συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε στρατιωτικές σχολές, στη συνέχεια σπούδασε μηχανικός και παράλληλα στράφηκε προς τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την πειραματική ψυχολογία. Υπηρέτησε στο ιταλικό μέτωπο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και παρασημοφορήθηκε. Το 1908 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας, της φυσικής και των μαθηματικών. Έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα, ανάμεσά τους το Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες και το Περί Βλακείας, Πέθανε στη Γενεύη το 1942, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το μεγάλο του μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες.
Διαβάστε επίσης: Μούζιλ: Είναι βλακεία να δείχνεις ότι είσαι έξυπνος
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Facebook για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν