0
1
σχόλια
1711
λέξεις
ΚΟΣΜΟΣ

Ο Μοχάμαντ περιγράφει (σ΄ένα από τα μεγαλύτερα μπλογκ ανθρωπογεωγραφίας του πλανήτη) τα βασανιστήρια που πέρασε ως πρόσφυγας στη Σαμοθράκη

DOC TV
29 Σεπτεμβρίου 2015
Η απίστευτη Οδύσσεια του Μοχάμαντ από τη Συρία μέχρι την Ευρώπη κάνει αυτή τη στιγμή το γύρο του κόσμου. Τιμητική θέση στην ιστορία του έχει και η Σαμοθράκη η οποία αυτή τη στιγμή γίνεται διεθνώς «διάσημη» για τα βασανιστήρια προς άμοιρους πρόσφυγες. Ο Μοχάμαντ σήμερα είναι Αυστριακός πολίτης ενώ το Humans of New York κάνει ένα αφιέρωμα στις ιστορίες προσφύγων υπό την αιγίδα της UNHCR.


«Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα πλέον με τον πόλεμο. Όταν έφυγα από τη Συρία για να έρθω εδώ είχα μόνο 50 δολάρια. Δεν είχα σχεδόν καθόλου λεφτά όταν έφτασα. Γνώρισα έναν άνθρωπο στο δρόμο που με πήρε σπίτι και μου έδωσε φαγητό και μέρος να μείνω. Αλλά ντρεπόμουν τόσο πολύ να είμαι στο σπίτι του που περνούσα 11 ώρες την ημέρα ψάχνοντας για δουλειά και πήγαινα στο σπίτι μόνο για κοιμηθώ. Τελικά βρήκα μια δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. Δούλευα 12 ώρες τη μέρα, 7 μέρες τη βδομάδα. Μου έδιναν 400 δολάρια μισθό. Τώρα βρήκα ένα καινούριο ξενοδοχείο, που είναι πολύ καλύτερα. Δουλεύω 12 ώρες τη μέρα, για 6 μέρες τη βδομάδα και έχω μια μέρα ρεπό. Τις ελεύθερες ώρες μου δουλεύω σαν δάσκαλος αγγλικών. Δουλεύω 18 ώρες τη μέρα, κάθε μέρα. Και δεν έχω ξοδέψει τίποτα, δεν έχω αγοράσει ούτε ένα μπλουζάκι. Έχω μαζέψει 13.000 ευρώ που είναι τα χρήματα που χρειάζομαι για να αγοράσω ψεύτικα χαρτιά. Υπάρχει έναν άνθρωπος που μπορεί να με πάει στην Ευρώπη για 13.000 ευρώ. Φεύγω την επόμενη εβδομάδα. Θα πάω μια τελευταία φορά στη Συρία να χαιρετίσω την οικογένειά μου, και μετά θα τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου. Θα προσπαθήσω να τα ξεχάσω όλα. Και θα τελειώσω και την εκπαίδευσή μου. (Αύγουστος 2014, Ερμπιλ, Ιράκ)

Πριν φύγω για την Ευρώπη πήγα άλλη μια φορά πίσω στη Συρία για να δω την οικογένειά μου. Όσο ήμουν εκεί κοιμόμουν στον αχυρώνα του θείου μου, γιατί κάθε μέρα ερχόταν η αστυνομία στο σπίτι του πατέρα μου. Τελικά ο πατέρας μου μού είπε: «Αν μείνεις κι άλλο, θα σε βρουν και θα σε σκοτώσουν.» Έτσι επικοινώνησα με έναν λαθρέμπορο και έφτασα μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ήμουν έτοιμος να φύγω για την Ευρώπη όταν η αδερφή μου με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι ο πατέρας μου χτυπήθηκε πολύ άσχημα από την αστυνομία και αν δεν έστελνα 5.000 ευρώ για να κάνει επέμβαση θα πέθαινε. Αυτά ήταν τα χρήματα που είχα για να πάω στην Ευρώπη. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Δεν είχα άλλη επιλογή. Δυο βδομάδες μετά με πήρε τηλέφωνο με ακόμα χειρότερα νέα. Η ISIS είχε σκοτώσει τον αδερφό μου, την ώρα που εκείνος δούλευε σε έναν ελαιώνα. Είχαν βρει τη διεύθυνσή μας στην ταυτότητά του και είχαν στείλει το κεφάλι του στο σπίτι με το εξής μήνυμα: «Οι Κούρδοι δεν είναι μουσουλμάνοι.» Η μικρότερη αδερφή μου βρήκε το κεφάλι του αδερφού μου. Αυτά έγιναν ένα χρόνο πριν. Από τότε δεν έχει ξαναμιλήσει...

Για 2 βδομάδες δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Γιατί συνέβη αυτό στην οικογένειά μου; Κάναμε τα πάντα σωστά. Ήμασταν πολύ ειλικρινείς με όλους. Συμπεριφερόμασταν στους γείτονές μας με καλοσύνη. Δεν κάναμε μεγάλα λάθη. Βρισκόμουν σε τόση πίεση τότε. Ο πατέρας μου βρισκόταν στην εντατική και κάθε μέρα οι αδερφές μου με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν ότι η ISIS πλησίαζε όλο και περισσότερο στο χωριό μας. Άρχισα να τρελαίνομαι, μια μέρα λιποθύμησα στο δρόμο και ξύπνησα στο νοσοκομείο. Έδωσα τα υπόλοιπα λεφτά μου σε έναν λαθρέμπορο για να βοηθήσει τις αδερφές μου να φύγουν στο Ιράκ. Τώρα είχα μόνο 1000 ευρώ και είχα ξεμείνει στην Τουρκία. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ συνήλθε από την εγχείριση και μου τηλεφώνησε να με ρωτήσει πώς είχα πληρώσει την επέμβαση. Του είπα ότι τα λεφτά τα είχε δώσει ένας φίλος. Με ρώτησα αν είχα καταφέρει να φτάσω στην Ευρώπη. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είπα ψέματα στον πατέρα μου. Δεν ήθελα να νιώθει ένοχος για την εγχείρισή του. Του είπα ότι ήμουν στην Ευρώπη και ότι ήμουν ασφαλής, και ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα.

Μετά που είπα στον πατέρα μου ότι κατάφερα να φτάσω στην Ευρώπη, δεν ήθελα τίποτε άλλο περισσότερο, από το να μετατρέψω σε αλήθεια αυτό το ψέμα. Βρήκα ένα λαθρέμπορο και του είπα την ιστορία μου. Έμοιαζε να ενδιαφέρεται πολύ και να θέλει να βοηθήσει. Μου είπε ότι για 1000 ευρώ, θα μπορούσε να με πάει σε κάποιο ελληνικό νησί. Μου είπε: «Δεν είμαι σαν τους άλλους λαθρέμπορους. Φοβάμαι το Θεό. Έχω δικά μου παιδιά. Τίποτα κακό δε θα σου συμβεί.» Τον εμπιστεύθηκα. Ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να τον συναντήσω σε ένα γκαράζ. Με έβαλε σε ένα βανάκι μαζί με άλλους 20 ανθρώπους. Υπήρχαν κουτιά με βενζίνη εκεί πίσω και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Οι άνθρωποι άρχισαν να ουρλιάζουν και να κάνουν εμετό. Ο λαθρέμπορος τράβηξε ένα όπλο, μας σημάδεψε και είπε: «Αν δε σκάσετε, θα σας σκοτώσω». Μας πήγε σε μια παραλία και καθώς ετοίμαζε το σκάφος , ο συνεργός του κρατούσε το όπλο στραμμένο σε μας.

Η βάρκα ήταν από πλαστικό και είχε μόνο 3 μέτρα μήκος. Όταν ανεβήκαμε, όλοι πανικοβλήθηκαν και η βάρκα άρχισε να βουλιάζει. 13 άνθρωποι φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν ότι δε θα φύγουν. Αλλά ο λαθρέμπορος είπε ότι αν αλλάζαμε γνώμη θα κρατούσε τα λεφτά, οπότε 7 από μας αποφασίσαμε ότι θα συνεχίσουμε. Ο λαθρέμπορος μάς είπε ότι θα μας πάει στο νησί, αλλά μετά από μερικά μέτρα πήδηξε από τη βάρκα και κολύμπησε στην ακτή. Μας είπε να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε ευθεία. Τα κύματα άρχισαν να γίνονται ψηλότερα και το νερό άρχισε να μπαίνει στη βάρκα. Γύρω υπήρχε το απόλυτο σκοτάδι. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα, ούτε στεριά, ούτε φώτα, μόνο τη θάλασσα. Μετά από μισή ώρα η μηχανή σταμάτησε. Πίστεψα ότι θα πεθάνουμε όλοι. Φοβήθηκα τόσο πολύ, που σταμάτησα να σκέφτομαι. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε, γιατί καμία δεν ήξερε να κολυμπάει. Του είπα ψέματα ότι εγώ μπορώ να κολυμπήσω με 3 ανθρώπους στην πλάτη μου.

Ξεκίνησε να βρέχει και η βάρκα άρχισε να κάνει κύκλους. Φοβόμασταν όλοι τόσο πολύ που κανείς δε μιλούσε. Αλλά κάποιος προσπαθούσε συνεχώς να βάλει μπροστά τη μηχανή και μετά από λίγα λεπτά πήρε μπρος. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς φτάσαμε στην ακτή. Αλλά θυμάμαι ότι φίλησα κάθε σπιθαμή στεριάς που μπορούσα να βρω. Μισώ τη θάλασσα τώρα. Τη μισώ τόσο, που δε θέλω να ξανακολυμπήσω, δε θέλω να την ξαναδώ. Μισώ ό,τι έχει να κάνει με τη θάλασσα.

Το νησί που φτάσαμε λέγεται Σαμοθράκη. Ήμασταν τόσο ευγνώμονες που ήμασταν εκεί. Νομίζαμε ότι είχαμε φτάσει στην ασφάλεια. Ξεκινήσαμε να προχωράμε προς το αστυνομικό τμήμα για να εγγραφούμε ως πρόσφυγες. Μέχρι που ζητήσαμε από έναν άνθρωπο στο δρόμο να καλέσει την αστυνομία για μας. Είπα στους άλλους, να αφήσουν εμένα να μιλήσω, αφού ήξερα αγγλικά.

Ξαφνικά δυο τζιπ της αστυνομίας ήρθαν προς το μέρος μας με μεγάλη ταχύτητα και φρέναραν απότομα. Έκαναν λες και ήμασταν δολοφόνοι και μας έψαχναν. Έβγαλαν τα όπλα τους και άρχισαν να ουρλιάζουν: «Σκάσε, μαλάκα!» Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη λέξη: Μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα. Μόνο αυτό μας έλεγαν.

Μας έκλεισαν σε ένα κελί. Τα ρούχα μας ήταν βρεγμένα και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να τρέμουμε. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, και θυμάμαι ακόμα το κρύο στα κόκαλά μου. Για 3 μέρες δεν είχαμε φαγητό και νερό. Είπα στους αστυνομικούς: «Δε θέλουμε φαγητό, αλλά, σας παρακαλώ, δώστε μας τουλάχιστον νερό.» Παρακαλούσα τον επικεφαλής να μας αφήσει να πιούμε. Μου λέει πάλι: «Σκάσε, μαλάκα!» Θα θυμάμαι το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου σε όλη μου τη ζωή. Είχε ένα κενό στα δόντια του και μας έφτυνε όταν μιλούσε. Διάλεξε να βλέπει 7 ανθρώπους να υποφέρουν από τη δίψα για μια βδομάδα, ενώ τον ικέτευαν για λίγο νερό.

Σωθήκαμε όταν τελικά μας έβαλαν σε μια βάρκα και μας έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη στεριά. Για 12 μέρες μείναμε εκεί πριν πάρουμε το δρόμο για βόρεια. Περπατούσαμε για 3 βδομάδες, δεν έτρωγα τίποτα εκτός από φύλλα δέντρων. Σαν ζώο. Πίναμε νερό από βρώμικα ποτάμια. Τα πόδια μου πρήστηκαν τόσο που έπρεπε να βγάλω τα παπούτσια μου. Όταν φτάσαμε στα σύνορα, ένας Αλβανός αστυνομικός μας βρήκε και μας ρώτησε αν είμαστε πρόσφυγες. Όταν του είπαμε «ναι», μας είπε ότι θα μας βοηθήσει. Μας είπε να κρυφτούμε στα δέντρα μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Δεν τον εμπιστευόμουν, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος για να τρέξω. Όταν έφτασε το βράδυ, μας φόρτωσε όλους στο αμάξι του. Μας πήγε στο σπίτι του και μας άφησε να μείνουμε εκεί για μια βδομάδα. Μας έφερε καινούρια ρούχα. Μας τάιζε κάθε βράδυ. Μου είπε: «Μην ντρέπεσαι. Έχω περάσει κι εγώ πόλεμο. Τώρα είστε οικογένειά μου και αυτό είναι και δικό σας σπίτι».

Μετά από ένα μήνα έφτασα στην Αυστρία. Την πρώτη μέρα που ήμουν εκεί, μπήκα σε ένα φούρνο και γνώρισα έναν άντρα που τον έλεγαν Fritz Hummel. Μου είπε ότι 40 χρόνια πριν είχε επισκεφθεί τη Συρία και ότι του είχαν φερθεί πολύ καλά. ΚΙ έτσι μου έδωσε ρούχα, φαγητό, τα πάντα. Έγινε κάτι σαν πατέρας για μένα. Με πήγε στο Ροταριανό όμιλο (Rotary Club) και με σύστησε σε όλους. Τους είπε την ιστορία μου και ρώτησαν: «Πώς μπορούμε να τον βοηθήσουμε;» Βρήκα μια εκκλησία και μου έδωσαν ένα μέρος να μείνω. Αμέσως ξεκίνησα να μαθαίνω τη γλώσσα, διάβαζα γερμανικά 17 ώρες τη μέρα. Διάβαζα παιδικές ιστορίες όλη τη μέρα. Παρακολουθούσα τηλεόραση, προσπαθούσα να συναναστραφώ με Αυστριακούς όσο περισσότερο γινόταν. Μετά από 7 μήνες έπρεπε να συναντήσω ένα δικαστή για να αποφασιστεί το στάτους μου. Μέχρι τότε μπορούσε να μιλήσω τόσο καλά, που ρώτησα το δικαστή αν θα μπορούσαμε να κάνουμε τη συνέντευξη στα γερμανικά. Δεν το πίστευε. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που είχα κιόλας μάθει τη γλώσσα, που η συνέντευξη κράτησε μόλις 10 λεπτά. Τότε μου έδειξε την συριακή ταυτότητά μου και μου είπε: Μοχάμαντ, δεν πρόκειται να τη χρειαστείς αυτή ξανά. Από τώρα είσαι Αυστριακός!»


Τo Humans of New York ξεκίνησε το 2010 ως ένα project του Brandon Stanton, το οποίο παρουσίαζε τα πορτρέτα ανθρώπων που ο ίδιος συναντούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Πολύ γρήγορα δίπλα στις εικόνες προστέθηκαν τα λόγια ή σύντομες ιστορίες ζωής των ανθρώπων που φωτογραφίζονταν για το HONY, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα μπλογκ με χιλιάδες ακόλουθους και τελικά σε ένα μπεστ σέλερ. Ο εμπνευστής του έχει δημιουργήσει και παράλληλα projects με ανθρώπους που έχει γνωρίσει στα ταξίδια του στην Ασία, ενώ σήμερα δημοσιεύει επίσης ιστορίες μεταναστών και προσφύγων.

Πηγή: Humans of New York
 
εμφάνιση σχολίων