0
1
σχόλια
665
λέξεις
CULTURE

«Ο μπιντές», του Μάριου Χάκκα και 2 νέες εκδόσεις

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΑΜΗΣ [email protected]
24 Μαρτίου 2014
Λοιπόν, σας ακούω. Ποιο είναι το πρόβλημά σας; Νυστάζετε, μα ο ύπνος δεν σας κάνει την τιμή; Κοιμάστε και δεν τολμάτε να ξυπνήσετε; Δεν είστε σίγουροι, αν όλο αυτό τριγύρω σας είναι όνειρο ή πραγματικότητα; Μία είναι η λύση: Διαβάστε! Διαβάστε καταρχάς τη στήλη αυτή, που κάθε βδομάδα θα σας συνταγογραφεί βιβλία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν και ύστερα, μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας, διαβάστε τα ίδια τα βιβλία αυτά. Και όλα θα πάνε καλά, θα δείτε.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΚΑΛΑ: «Ο μπιντές», του Μάριου Χάκκα, Κέδρος 1993. «Γράφω κάτι, σκέφτομαι κάτι άλλο, ενώ ταυτόχρονα ξεσκίζω τη γλώσσα μου στις πέτρες, που είναι σφηνωμένες στα δόντια μου.» Υπάρχουν οι συγγραφείς οι επαρκείς, που έχουνε πάντα τον τρόπο να σου πουν μια ιστορία σωστή και ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν οι άλλοι, οι σπουδαίοι, που με τους τρόπους και με τις ιστορίες τους μπορούν και κατακτούν ολόκληρο τον κόσμο. Και υπάρχουν, τέλος, και κάποιοι που ούτε τρόπους νοιάστηκαν ποτέ να αποκτήσουν ούτε και ιστορίες πολλές φαίνεται να γνωρίζουν, μα που η ίδια η ιστορία τους, η αφήγηση του ρημαγμένου τους συνήθως εαυτού, βρίσκει πάντα τον τρόπο να συνομιλήσει, όχι απλώς με την ψυχή του καθενός αλλά με τη συνείδηση ολόκληρης της κοινωνίας. Στο όνομα της οποίας άλλωστε γράφουν, δημοσιεύουν και εκδίδονται. Και ως κάτι σαν άγιοι, ας πούμε, της λογοτεχνίας, στο τέλος μαρτυρούν και θυσιάζονται αίροντας τις αμαρτίες των ίδιων των αναγνωστών τους.

Ο Χάκκας, παρά το σύντομο χρονικό διάστημα όπου πρόλαβε συγγραφικά να επιχειρήσει, κατάφερε με τον αφηγηματικό του παροξυσμό και με την ακαταμάχητη αφαιρετική γραφή του να δώσει κάποια από τα σημαντικότερα και πληρέστερα δείγματα του ιδιόμορφου νεοελληνικού μοντερνισμού. Και σαρκάζοντας προφητικά, από τα βάθη του χρονικού διάκενου της δεκαετίας του ’70, την τυραννία του μικροαστισμού και του νεοπλουτισμού και τις εκπτώσεις στα ένστικτα, στα πάθη και στα συναισθήματα που αυτή μοιραία τελικά επέφερε, υπέδειξε ουσιαστικά τον νέο, ελάχιστα γενναίο, μάταιο κόσμο που ερχόταν. Διηγήματα που άλλοτε σαν πανκ κραυγή και άλλοτε σαν μουρμούρα σκοτεινού καψουροτράγουδου, έρχονται από το περιθώριο της πεζογραφίας μας να μας θυμίσουν τον «χωρισμό» από τις «πιο εξαιρετικές στιγμές» μας. «Επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.»

Ο «Μπιντές, και άλλες ιστορίες» πρωτοκυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1970 και στη συνέχεια επανεκδόθηκε με την προσθήκη των συλλογών διηγημάτων του Χάκκα «Εξομολογήσεις» και «Η διάλυση». Από τον ίδιο εκδοτικό κυκλοφορούν επίσης η ποιητική του συλλογή «Όμορφο καλοκαίρι», τα πρώτα διηγήματά του «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», αλλά και το «Κοινόβιο», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα υπό τον γενικό τίτλο «Ενοχή». Ο Κέδρος το 2008 επανεξέδωσε σε έναν τόμο τα «Άπαντα» του συγγραφέα.

Από τα αφιερώματα που έχουν γίνει στα λογοτεχνικά περιοδικά για τον Μάριο Χάκκα σίγουρα ξεχωρίζει αυτό του «Διαβάζω» (τεύχος 516, Μάρτιος 2011).

ΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ (ΕΚ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΩΝ): «Μίλα μου για γλώσσα», του Φοίβου Παναγιωτίδη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Πάντοτε πίστευα ότι η γλώσσα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε στους φιλόλογους. Διαβάζοντας την εξαιρετική αυτή απόπειρα εκλαΐκευσης των γενικών αρχών της γλωσσολογίας, κατέληξα στο συμπέρασμα πως οι σύγχρονες επιστήμες της γλώσσας μπορούν να απαντήσουν σε πολύ περισσότερα ερωτήματα από τα αναμενόμενα που αφορούν τον ορθό τρόπο που γράφουμε ή μιλάμε. Διότι αντιλαμβανόμενοι τη γλώσσα ως ένα «σωρό από λέξεις», δεν απέχουμε πολύ από το να θεωρήσουμε και εαυτούς ως ένα σωρό από ανθρώπους. «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», της Κατερίνας Μαλακατέ, εκδόσεις Ο Κήπος με τις Λέξεις. Η πιο δραστήρια κριτικογράφος της γενιάς μου έκανε το μεγάλο βήμα και κυκλοφόρησε την πρώτη της νουβέλα. Μια ατμοσφαιρική αφήγηση που έρχεται να εμβαπτίσει στον κόσμο του φανταστικού τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητά μας – αυτός ο παραισθησιακός ρεαλισμός σίγουρα μας ταιριάζει. Το να βάζεις τους νεοφώτιστους ήρωές σου να «παίζουν» με θέματα τόσο σοβαρά, όπως η ύπαρξη του Θεού, η μοίρα και η αθανασία, δεν είναι απλώς θράσος λογοτεχνικό, είναι γνήσια συγγραφική αγωνία.

εμφάνιση σχολίων