0
1
σχόλια
1233
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Δεν ανήκουμε στην Ευρώπη. Δεν ανήκουμε στη Δύση». Ο μεγάλος έλληνας ποιητής και λογοτέχνης μιλάει για την Ελλάδα

Επιμέλεια: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
9 Οκτωβρίου 2012
Όταν η Ελλάδα χόρευε ψηλοτάκουνη και χαμηλοκώλα το χορό των εφτά πέπλων πάνω στα τραπέζια των μπουζουκιών, χωρίς κανείς να βλέπει στη γύμνια της τον Φρέντι Κρούγκερ, ο Δημήτρης Δημητριάδης έγραφε: «Αυτά που βλέπω κι ακούω εδώ, με πονούν περισσότερο από τον ίδιο το φόνο μου». Η ελληνική ασθένεια ήταν μεταδοτική: «Αγόραζε! Κατανάλωνε! Αγόραζε!». Κι ύστερα ναυάγιο.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης, ποιητής, λογοτέχνης και μεταφραστής, είναι ένας από τους τελευταίους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς της Δύσης. Ένας. Οι λέξεις του, ένα τρομακτικό σχολείο πνευματικής διαύγειας, σκεπτικισμού και απαισιοδοξίας. Στην εφημερίδα Le Monde τον περασμένο Ιούνιο είπε: «Στην Ελλάδα ζούμε, εδώ και πολύ καιρό, υπό το φως ενός νεκρού αστεριού… Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα είδος διανοητικής στασιμότητας και ακαμψίας: έχουμε καθηλωθεί στις κοινωνικές και ψυχολογικές συνήθειές μας, τρεφόμενοι από μία νεκρή παράδοση, την οποία δε διανοούμαστε να ανανεώσουμε… Μερικές φορές σκέφτομαι πως έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι που θέλουν να τιμωρήσουν τη χώρα… πως δεν πρέπει να μας λυπηθούν, διότι στην πραγματικότητα -πρέπει να το πούμε- ο ελληνικός λαός είναι εξίσου ένοχος: η ευκολία και η επιπολαιότητα που έχει επί μακρόν επιδείξει τον οδήγησαν στο να αποδεχτεί κάθε είδος βολέματος».

«Μόνο μέσα από την επώδυνη νέκρωση μπορεί κανείς να μετουσιώσει την αρρωστημένη καθήλωση σε φόρμες και σχήματα ζωής, την εμμονική προσκόλληση σε μία ιδέα, μία παράδοση, μία ιστορία ή ένα παρελθόν, σε ευκαιρία για αναδημιουργία. Πράγμα που ισχύει κατ’ εξοχήν στην περίπτωση της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οποία εθελοτυφλεί φανατικά μπροστά στην υπέρτατη αλήθεια -ότι πρέπει να αποδεχτεί την καταστροφή, να αγκαλιάσει το θάνατο με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Η κρίση δε θα επιλυθεί οικονομικά ή πολιτικά, αλλά κυρίως μέσω μιας πραγματικής ιστορικής συνειδητοποίησης, η οποία αναγκαστικά συνεπάγεται την αναγνώριση ότι κάτι έχει πεθάνει, είναι νεκρό… Στο τέλος μου έγκειται η αρχή μου, έγραφε ο ποιητής Τ. Σ. Έλιοτ. Πρέπει επίσης, όμως, να είναι κανείς σε θέση να κατονομάσει αυτό το τέλος».

Θυμωμένος, παθιασμένος, απελπισμένος, επαναστατημένος, μίλησε για την αρρώστια που τρώει τα σωθικά της χώρας, ήδη από το 2000, σε μία συνέντευξη ποταμό:

«Άλλο δημοκρατία και άλλο, επίτρεψέ μου τη λέξη, η ξεφτίλα της. Ούτως, ή άλλως, τα πάντα στην Ελλάδα καταλήγουν, αργά ή γρήγορα, στην ξεφτίλα, τίποτα δε γλιτώνει από αυτήν. Πάντως τέτοια μαζικότητα, τέτοια συλλογικότητα στο φαινόμενο της ξεφτίλας, σπάνια η ίδια η ξεφτίλα το έχει γνωρίσει όπως το γνωρίζει σήμερα. Το “σκυλάδικο” είναι στην Ελλάδα ένας κυβερνητικός όρος. Έχει καταστεί πολιτικός όρος. Σημαίνει την άσκηση μιας ορισμένης πολιτικής. Η Ελλάδα έχει το προνόμιο, αυτή που στη γλώσσα της έχουν επινοηθεί οι λέξεις “δημοκρατία”, “ολιγαρχία”, “μοναρχία” κ.ά., να θεωρεί τον εαυτό της ευτυχή που έχει την ευκαιρία να προσθέσει δίπλα σ’ αυτές τις λέξεις και τη λέξη “σκυλάδικο” ως το νέο όρο πολιτικού καθεστώτος».

«Δε μπορεί να παραχθεί δημιουργική διαδικασία, είτε μέσα σε έναν άνθρωπο είτε μέσα σε ένα λαό, αν δε γίνει ένας εσωτερικός σεισμός. Δηλαδή αν δεν κινηθούν τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε είτε ο άνθρωπος είτε η συλλογικότητα να βγουν από την καθησυχασμένη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Η δημιουργία (καθημαγμένη λέξη, αλλά τι να κάνουμε, τη χρειαζόμαστε παρ’ όλα αυτά) έχει να κάνει με εσωτερικές κινήσεις και μετακινήσεις και συγκινήσεις πολύ μεγάλου βεληνεκούς, και φυσικά συνδέεται και με την ανάληψη κάποιων κινδύνων. Φοβάμαι όμως ότι έχει καλλιεργηθεί μια κατάσταση τέτοια, ώστε το μόνο που κάνει είναι να διατηρεί, να συντηρεί, σχεδόν να παγιώνει, ένα φόβο προς ό,τι καινούργιο, προς ό,τι μας βγάζει ή τείνει να μας βγάλει από την αδρανοποίηση, και ο δικός μου φόβος συνίσταται στο ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει να γίνει αντιληπτό ή ακόμα και να συζητηθεί ένα ενδεχόμενο εξόδου από αυτό το κλίμα εμπλοκής, σχεδόν παγίδευσης, μέσα στο οποίο βρισκόμαστε».

«Οι φράσεις τις οποίες μηρυκάζουμε “Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»” -ποια ελευθερία και ποια αρετή και ποια τόλμη; Τρεις λέξεις, τρεις απουσίες. Πού υπάρχουν στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Πόσο αντέχουμε την αλήθεια; Πόση αλήθεια αντέχουμε; Εκεί κρίνεται ένας πολιτισμός κι ένας λαός. Πόσο αντέχει την αλήθεια του εαυτού του. Γιατί μόνο τον εαυτό μας έχουμε, και αν τον κομματιάσουμε κι αυτόν και πετάξουμε τα περισσότερα κομμάτια του για να μην τα βλέπουμε επειδή δε μας αρέσουν, τότε δε θα μας μείνει απολύτως τίποτε. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που αποδεικνύουν τη ζωτικότητα ενός λαού. Δεν είναι δυνατόν όλη μέρα να κάθεσαι, να τραγουδάς και να χορεύεις -καταντά νοσηρό σύμπτωμα, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Μόνο τα ντρεσαρισμένα ζώα έχουν τέτοιους αυτοματισμούς…. Επιτέλους λίγη ησυχία, λίγη εσωστρέφεια, λίγη σοβαρότητα, λίγη μελέτη παραπάνω… Μπαίνεις σε βιβλιοπωλεία κι ακούς ρεμπέτικα ή λαϊκά σουξέ της εποχής. Δε γλιτώνεις πουθενά τη λαίλαπα αυτών των τραγουδιών και δε μιλώ τώρα για τα ταξί, τα εστιατόρια, όλους τους δημόσιους χώρους».

«Είναι σωστή η έκφραση “θα πάμε στην Ευρώπη”. Πραγματικά δεν ανήκουμε στην Ευρώπη. Είμαι πεπεισμένος για αυτό. Το ότι υπάρχει αυτό ως έκφραση, η οποία ίσως θεωρήθηκε για ένα διάστημα λανθασμένη, είναι αποκαλυπτικό μιας συγκεκαλυμμένης ανομολόγητης πραγματικότητας. Δεν ανήκουμε στην Ευρώπη, δεν ανήκουμε στη Δύση. Η Ευρώπη, η Δύση αρχίζουν από την Αδριατική και πέρα. Θα ήταν ποτέ δυνατόν να ακούσει κανείς έναν Ιταλό να λέει: “Θα πάμε στην Ευρώπη;”. Όχι, ποτέ… Είμαστε μια ασιατική χώρα, και ο λαός αυτός έχει μια βαθιά και αξερίζωτη κεντροασιατική νοοτροπία. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, ούτε από Ανατολή ούτε από Δύση. Αυτά είναι τραγικές ιδεοληψίες, οι οποίες καλλιεργήθηκαν επί χρόνια και επιβλήθηκαν μόνο και μόνο για να δώσουν παράταση ζωής σε ήδη νεκρές ιδεολογίες που εκ γενετής τις χαρακτήριζε η στασιμότητα ακολουθούμενη κατά πόδας από το σκοταδισμό. Τίποτα δε μας απειλεί, μόνο ο εαυτός μας. Μόνο ο εαυτός μας και κανείς άλλος».

«Το ερώτημα είναι αν ζητάει κάτι η κοινωνία από τη λογοτεχνία, έστω και χωρίς να το διατυπώνει ρητώς, διότι αυτό το άρρητο ο καλλιτέχνης το συλλαμβάνει και το εκφράζει. Τι γίνεται όμως όταν ο καλλιτέχνης δε δέχεται κανένα αίτημα, ούτε καν άρρητο, από την κοινωνία μέσα στην οποία ζει σήμερα; Η Ελλάδα είναι ένας δημόσιος οργανισμός προσωπικού ολέθρου».

«Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, το μέλλον είναι ζοφερό. Όλα θα εξακολουθήσουν να κινούνται στα επίπεδα της μετριότητας και της συμβατικότητας, κάνοντας την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούμε όλο και πιο αποπνικτική. Ζούμε, και θα συνεχίσουμε να ζούμε, σε ένα ιστορικό αδιέξοδο, με το πρόσωπο στον τοίχο της απόλυτης ανοησίας και της ακατανίκητης ασχήμιας. Πώς λοιπόν να προχωρήσει κανείς; Κοιτάζει γύρω του και όλα τού λένε: “Μην προχωράς, σταμάτα, παραιτήσου, δε σε θέλουμε, δε σε χρειαζόμαστε, φύγε”. Είναι θαύμα το γεγονός ότι ακόμα παράγονται στην Ελλάδα καλλιτεχνικά έργα και βρίσκουν ακόμα κάποιο κοινό. Ναι, είναι θαύμα το πώς κάποιοι άνθρωποι, λίγοι ασφαλώς, καταφέρνουν να παράγουν καλλιτεχνικό έργο μέσα σε αυτό το αντικαλλιτεχνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Είναι ένα θαύμα αυτό, και θέτει ένα τρομερό ερώτημα: πώς βρίσκουν ακόμα αυτοί οι άνθρωποι τη δύναμη και επιβιώνουν ως καλλιτέχνες;».

«Η μεταστροφή ή μετακίνηση προς μία άλλη κατεύθυνση δε μπορεί να προέλθει από φορείς, οι οποίοι μάλλον υποβοηθούν και εντείνουν αυτή την αρνητική κατεύθυνση παρά την ανατρέπουν ή τη μειώνουν. Δεν πρέπει να περιμένουμε από τους δράστες των κατά συρροή φόνων να εντοπίσουν και να συλλάβουν το δολοφόνο. Στην Ελλάδα όπου τα πάντα μεταλλάσσονται σε εθνικές εμμονές, μόνο ένας κατακλυσμός μπορεί να τις μετακινήσει και να ελευθερωθεί κάπως το πεδίο ώστε να παραχωρηθεί επιτέλους σε κάτι καινούργιο».


* Η συνομιλία αυτή του Δημήτρη Δημητριάδη με τον Γιώργο Kαλιεντζίδη μεταδόθηκε από τη συχνότητα του 9,58 FM κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών του 2000, μεταξύ Mαΐου και Σεπτεμβρίου, και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο Το Πέρασμα Στην Άλλη Όχθη.

εμφάνιση σχολίων