Ήρθε στην πόρτα μια νύχτα μουσκεμένος
κοκαλιάρης, δαρμένος, τρομαγμένος
ένας άσπρος γάτος κολοβός κι αλλήθωρος.
Τον πήρα μέσα και τον τάισα κι εκείνος έμεινε
κι έμαθε να μ’ εμπιστεύεται, ώσπου κάποιος φίλος
μπήκε στο δρομάκι και τον πάτησε.
Πήγα ό, τι είχε απομείνει απ’ αυτόν στον κτηνίατρο
κι εκείνος είπε «Μπα, λίγα τα ψωμιά του,
δωσ’ του αυτά τα χάπια, η σπονδυλική του στήλη
είναι τσακισμένη
αλλά τσακισμένος ήταν και πριν κι όμως έγιανε
αν ζήσει δεν θα ξαναπερπατήσει,
κοίτα ’δω τις ακτινογραφίες του
τον έχουνε πυροβολήσει, κοίτα ’δω, τα σκάγια
είναι ακόμα μέσα του…
Επιπλέον, κάποτε είχε ουρά,
κάποιος του την έκοψε…»
Πήρα σπίτι το γάτο, ήταν ένα ζεστό καλοκαίρι
δεκαετίες είχε να κάνει τόση ζέστη,
τον έβαλα στο πάτωμα του μπάνιου
του ‘δωσα νερό και χάπια, δεν έτρωγε,
ούτε νερό δεν άγγιζε
βούτηξα το δάχτυλό μου μέσα
κι έβρεξα το στόμα του και του μίλησα.
Πουθενά δεν πήγαινα, πέρασα πολλές ώρες
εκεί στο μπάνιο και του μιλούσα
και τον άγγιζα απαλά, με κοιτούσε και κείνος
με εκείνα τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του
τ’ αλλήθωρα.
Και καθώς περνούσαν οι μέρες
έκανε την πρώτη κίνηση:
σύρθηκε με τα μπροστινά του πόδια
(τα πίσω ήταν άχρηστα)
έφτασε στην αμμολεκάνη
σκαρφάλωσε και μπήκε μέσα.
Σάλπιγγες μιας κάποιας νίκης
ακούστηκαν λες στο μπάνιο εκείνο και στην πόλη.
Είχα ταυτιστεί μ’ αυτό το γάτο
την είχα πατήσει, όχι και πολύ, πολύ όμως.
Ένα πρωί σηκώθηκε, στάθηκε, ξανάπεσε
κι ύστερα με κοίταξε.
«Μπορείς να το κάνεις», του είπα.
Συνέχισε να προσπαθεί, σηκωνόταν κι έπεφτε
τελικά έκανε μερικά βήματα, σαν μεθυσμένος ήταν
τα πίσω πόδια δεν δούλευαν και ξανάπεφτε,
ξεκουραζόταν κι ύστερα ξανά.
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε˙ τώρα
είναι καλύτερα από ποτέ,
αλλήθωρος, φαφούτης, η χάρις όμως γύρισε
κι εκείνη η έκφραση των ματιών δεν έφυγε ποτέ…
Και τώρα, κάποιες φορές στις συνεντεύξεις
θέλουν να τους πω για τη ζωή και τη λογοτεχνία
κι εγώ μεθάω και κρατάω ψηλά
τον αλλήθωρο πυροβολημένο,
πατημένο, κολοβό μου γάτο και λέω
«Κοιτάχτε, κοιτάχτε αυτό!»
Αλλά εκείνοι δεν το πιάνουν, και λένε κάτι σαν
«Λες δηλαδή ότι σε εμπνέει ο Σελίν;»
«Όχι», σηκώνω πάλι το γάτο, «αλλά τι γίνεται
τι γίνεται με κάτι τέτοια πράγματα,
μ’ αυτά τα πράγματα, μ’ αυτά!»
Τινάζω το γάτο, τον σηκώνω ψηλά
μες στο γεμάτο καπνούς και μεθύσια φως,
κι εκείνος είναι χαλαρός, ξέρει…
Στο σημείο αυτό τελειώνουν οι συνεντεύξεις.
Κι εγώ είμαι περήφανος κάποιες φορές
όταν βλέπω τις φωτογραφίες
αργότερα, κι είμαι εκεί και εκεί είναι κι ο γάτος
κι είμαστε οι δυο μαζί στη φωτογραφία.
Ξέρει κι εκείνος ότι όλα αυτά είναι μαλακίες,
αλλά βοηθάνε κάπως
Σκληρές και τρυφερές, αστείες και συγκινητικές, είτε κυνηγούν τη λεία τους έξω από το σπίτι, είτε τον ξυπνούν με τα νύχια τους στο πρόσωπο ή ανασκαλεύουν τις σελίδες που μόλις δακτυλογράφησε, οι γάτες στα ποιήματα του Τσαρλς Μπουκόβσκι είναι πλάσματα που διατηρούν το στυλ, τον αέρα, και το απροσποίητο που τόσο οδυνηρά λείπει από τους ανθρώπους. Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι, (16 Αυγούστου 1920-9 Μαρτίου 1994), ήταν Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας. Από τη στιγμή του θανάτου του, ο Μπουκόφσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής απέναντι στη ζωή και στο έργο του. Αν και αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο για ανθρώπους με προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από πολλούς ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρροή. Οι Ζαν Ζενέ (Jean Genet) και Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν «μεγαλύτερο ποιητή» της Αμερικής. Έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία.
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Fb για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν
Διαβάστε επίσης:
Δέκα αιλουροειδείς προτάσεις
Χάισμιθ: Η γάτα είναι ένα έργο τέχνης