0
1
σχόλια
2199
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα… Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου»
 
DOCTV.GR | UNSPLASH
29 Νοεμβρίου 2021
Απόσπασμα από το βιβλίο του τρομερού παιδιού της Γαλλικής λογοτεχνίας Εντουάρ Λουί, Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, (Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη. Εκδ. Αντίποδες). Το τρίτο βιβλίο του είναι ένας μονόλογος που απευθύνεται στον πατέρα του. Αποτελεί συγχρόνως ένα βαρύ κατηγορητήριο κατά της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, η οποία καταδικάζει τους ανθρώπους σε μια σκληρή και περιοριορισμένη ζωή, φτωχή σε εμπειρίες και αισθήματα, ενώ παράλληλα τους καταγγέλλει ως αργόσχολους.

«Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.»


Τα προβλήματα άρχισαν στο εργοστάσιο που δούλευες. Τα έχω πει στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, ένα απόγευμα μας τηλεφώνησαν και μας είπαν πως ένα φορτίο σε καταπλάκωσε. Η μέση σου τσακίστηκε, διαλύθηκε, μας είπαν πως δεν θα μπορούσες πια να περπατήσεις για χρόνια, δεν θα μπορούσες πια να περπατήσεις.

Τις πρώτες βδομάδες έμεινες εντελώς ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος. Δεν ήξερες πια πώς να μιλάς, μπορούσες μόνο να ουρλιάζεις. Πονούσες, ο πόνος σε έκανε να ξυπνάς τη νύχτα και να ουρλιάζεις, το σώμα σου δεν μπορούσε πια να σηκώσει το βάρος του, κάθε σου κίνηση, ακόμη και η παραμικρή, ξυπνούσε τους κατεστραμμένους σου μυς. Συνειδητοποιούσες την ύπαρξη του σώματός σου μέσα στον πόνο, μέσω του πόνου.

Και μετά επανήλθε η ομιλία. Στην αρχή, ήταν μόνο για να ζητάς φαγητό και νερό, και με τον καιρό άρχισες να σχηματίζεις μεγαλύτερες προτάσεις, να εκφράζεις τις επιθυμίες σου, τις ορέξεις σου, τους θυμούς σου. Η ομιλία δεν πήρε τη θέση του πόνου. Μην ξεγελιόμαστε, πρέπει να λέμε τα πράγματα όπως είναι. Ο πόνος δεν εξαφανίστηκε ποτέ.
 
Η πλήξη κατέλαβε όλο το χώρο στη ζωή σου. Σε κοιτούσα και συνειδητοποιούσα πως η πλήξη είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Ακόμα και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μπορεί να πλήξει κανείς. Είναι παράξενο να το σκέφτεσαι. Το λέει ο Ίμρε Κέρτες, το λέει η Σαρλότ Ντελμπό, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και με την πείνα, τη δίψα, το θάνατο, την αγωνία που είναι χειρότερη κι από το θάνατο, τα κρεματόρια, τους θαλάμους αερίων, τις μαζικές εκτελέσεις, τα σκυλιά που είναι πάντα έτοιμα να σε ξεσκίσουν, το κρύο, τη ζέστη, τη ζέστη και τη σκόνη που μπαίνουν στο στόμα, τη γλώσσα που σκληραίνει σαν ένα κομμάτι τσιμέντο μέσα στο στόμα το στερημένο από νερό, το μυαλό που ξεραίνεται, που συρρικνώνεται μέσα στην κρανιακή κοιλότητα, τη δουλειά, και πάλι τη δουλειά, τους ψύλλους, τις ψείρες, την ψώρα, τη διάρροια, τη δίψα και πάλι, παρ’ όλα αυτά, και όλα αυτά που δεν είπα, υπάρχει ακόμα χώρος για την πλήξη, την αναμονή του συμβάντος, εκείνου που δεν θα έρθει ή που θα αργήσει πολύ να έρθει.
 
Σηκωνόσουν νωρίς το πρωί και άναβες την τηλεόραση μαζί με το πρώτο σου τσιγάρο. Ήμουν στο διπλανό δωμάτιο, η μυρωδιά του καπνού και ο θόρυβος έφταναν σε μένα, η μυρωδιά και ο θόρυβος της ύπαρξής σου. Οι άνθρωποι που αποκαλούσες φιλαράκια έρχονταν να πιουν παστίς στο σπίτι αργά το απόγευμα, βλέπατε τηλεόραση όλοι μαζί, πήγαινες να τους δεις πότε πότε αλλά πιο συχνά, επειδή πονούσες στη μέση, η μέση σου είχε τσακιστεί από το εργοστάσιο, η μέση σου είχε τσακιστεί από τη ζωή που σε είχαν αναγκάσει να ζεις, όχι από τη ζωή σου, δεν ήταν η δική σου ζωή, τη δική σου ζωή απλώς δεν την έζησες ποτέ, έζησες έξω από τη ζωή σου, για όλα αυτά έμενες στο σπίτι, και έρχονταν περισσότερο εκείνοι, εσύ δεν μπορούσες πια να κουνηθείς, το σώμα σου πονούσε πολύ.
 
Τον Μάρτιο του 2006, η κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ, προέδρου της Γαλλίας επί δώδεκα χρόνια, και ο υπουργός Υγείας Ξαβιέ Μπερτράν, ανακοίνωσαν πως δεκάδες φάρμακα δεν θα συνταγογραφούνταν πια από το κράτος, κι ανάμεσά τους πολλά φάρμακα για πεπτικές διαταραχές. Καθώς έπρεπε να είσαι ξαπλωμένος όλη την ημέρα από το ατύχημα και μετά, και η διατροφή σου ήταν κακή, είχες συχνά προβλήματα με την πέψη σου. Ήταν όλο και πιο δύσκολο να αγοράζεις φάρμακα για να τα αντιμετωπίζεις. Ο Ζακ Σιράκ και ο Ξαβιέ Μπερτράν σου κατέστρεψαν τα έντερα.

Γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα σε μια βιογραφία;                           

Το 2007, ο Νικολά Σαρκοζί, υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές, πραγματοποιεί μια καμπάνια ενάντια σε εκείνες και εκείνους που ονομάζει επιδοματούχους και που, κατά τη γνώμη του, κλέβουν τα λεφτά της γαλλικής κοινωνίας επειδή δεν εργάζονται. Δηλώνει: «ο εργαζόμενος […] βλέπει όσους παίρνουν επίδομα να τα βγάζουν πέρα καλύτερα από κείνον στο τέλος του μήνα χωρίς να κάνουν τίποτα». Εννοούσε πως αν δεν δούλευες περίσσευες σε αυτόν τον κόσμο, ήσουν ένας κλέφτης, ένας υπεράριθμος, ένα άχρηστο στόμα όπως θα έλεγε η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Δεν σε γνωρίζει. Δεν έχει το δικαίωμα να το σκέφτεται αυτό, δεν σε γνωρίζει. Μια τέτοια ταπείνωση από τους κυρίαρχους σε κάνει να σκύβεις ακόμα πιο πολύ.
 
Το 2009, η κυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί και ο συνεργός του Μαρτέν Χιρς αντικαθιστούν το RMI, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ένα επίδομα που έδινε το γαλλικό κράτος στους ανθρώπους που δεν είχαν δουλειά, με το RSA.[1] Ήσουν ενταγμένος στο RMI από τότε που δεν μπορούσες πια να δουλεύεις. Η μετάβαση από το RMI στο RSA είχε σκοπό να «ευνοήσει την επιστροφή στην απασχόληση», όπως έλεγε η κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι πως έκτοτε το Κράτος σε εξανάγκαζε να ξαναπιάσεις δουλειά, παρά την κατεστραμμένη υγεία σου, παρ’ όλα όσα σου είχε κάνει το εργοστάσιο. Αν δεν δεχόσουν τη δουλειά που σου πρότειναν ή μάλλον σου επέβαλλαν θα έχανες το δικαίωμά σου στα κοινωνικά βοηθήματα. Σου πρότειναν μόνο εξαντλητικές δουλειές με ημιαπασχόληση, χειρωνακτικές, στη μεγάλη πόλη σαράντα χιλιόμετρα από το σπίτι μας. Η βενζίνη για το καθημερινό πηγαινέλα θα σου κόστιζε τριακόσια ευρώ το μήνα. Μετά από λίγο καιρό όμως, αναγκάστηκες να δεχτείς μια δουλειά οδοκαθαριστή σε μια άλλη πόλη, για εφτακόσια ευρώ το μήνα, σκυμμένος κάθε μέρα για να μαζεύεις τα σκουπίδια των άλλων, σκυμμένος, ενώ η μέση σου ήταν κατεστραμμένη. Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Μαρτέν Χιρς σου τσάκισαν τη μέση.

Είχες επίγνωση πως για σένα η πολιτική ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου                 

Μια μέρα, το φθινόπωρο, η επιδότηση για την επιστροφή στο σχολείο που καταβαλλόταν κάθε χρόνο στις οικογένειες για να αγοράσουν σχολικά είδη, τετράδια, τσάντες, αυξήθηκε σχεδόν εκατό ευρώ. Είχες τρελαθεί από τη χαρά σου, είχες φωνάξει στο σαλόνι: «Φύγαμε για τη θάλασσα!» και φύγαμε, έξι σε ένα αυτοκίνητο για πέντε – εγώ μπήκα στο πορτμπαγκάζ, σαν όμηρος σε ταινία με κατασκόπους, αυτό μου άρεσε.

Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.

Τον Αύγουστο του 2016, υπό την προεδρία του Φρανσουά Ολάντ, η Μιριάμ Ελ Χομρί, υπουργός Εργασίας, με την υποστήριξη του πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς, πέρασαν το νόμο που αποκαλούμε «νόμο Εργασίας». Ο νόμος αυτός διευκολύνει τις απολύσεις και επιτρέπει στις εταιρείες να υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να κάνουν περισσότερες υπερωρίες τη βδομάδα, παραπάνω από αυτές που κάνουν ήδη.

Η εταιρεία για την οποία σκούπιζες τους δρόμους μπορούσε να σου ζητήσει να σκουπίζεις ακόμα περισσότερο, να σκύβεις ακόμα περισσότερες ώρες                                           

Η εταιρεία για την οποία σκούπιζες τους δρόμους μπορούσε να σου ζητήσει να σκουπίζεις ακόμα περισσότερο, να σκύβεις ακόμα περισσότερες ώρες κάθε βδομάδα. Η κατάσταση της υγείας σου σήμερα, η δυσκολία σου να κινείσαι, η δυσκολία σου να αναπνέεις, το γεγονός ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς μηχανική υποστήριξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι πέρασες τη ζωή σου κάνοντας αυτοματοποιημένες κινήσεις στο εργοστάσιο, έπειτα σκυμμένος οχτώ ώρες συνεχόμενα την ημέρα για να σκουπίζεις τους δρόμους, για να σκουπίζεις τα σκουπίδια των άλλων. Ο Ολάντ, ο Βαλς και η Ελ Χομρί σου προκάλεσαν ασφυξία.

Γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα;                                                                      

27 Μαΐου 2017 – σε μια πόλη της Γαλλίας, δύο συνδικαλιστές –φοράνε και οι δύο μπλουζάκια– δύο άντρες τα βάζουν μέσα στη μέση του δρόμου με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν. Είναι θυμωμένοι, φαίνεται από τον τρόπο που μιλάνε. Φαίνεται επίσης πως υποφέρουν. Ο Εμμανουέλ Μακρόν τους απαντά, με φωνή γεμάτη περιφρόνηση: «Δεν θα με κάνετε να φοβηθώ με αυτά τα μπλουζάκια. Ο καλύτερος τρόπος για να πληρώσει κανείς ένα κουστούμι είναι να δουλέψει». Εξωθεί αυτούς που δεν μπορούν να αγοράσουν ένα κουστούμι στην ντροπή, στην αχρηστία, στην τεμπελιά. Υψώνει το τόσο βίαιο σύνορο ανάμεσα σε εκείνους που φοράνε κουστούμι και εκείνους που φοράνε μπλουζάκι, τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους, εκείνους που έχουν λεφτά και εκείνους που δεν έχουν, εκείνους που έχουν τα πάντα και εκείνους που δεν έχουν τίποτα. Μια τέτοια ταπείνωση από τους κυρίαρχους σε κάνει να σκύβεις ακόμα πιο πολύ.

Σεπτέμβριος 2017 ο Εμμανουέλ Μακρόν κατηγορεί τους «αργόσχολους» που, στη Γαλλία, κατά τη γνώμη του, εμποδίζουν τις μεταρρυθμίσεις. Ξέρεις εδώ και χρόνια πως αυτή η λέξη επιφυλάσσεται σε ανθρώπους σαν κι εσένα, σε εκείνους που δεν μπόρεσαν ή δεν μπορούν να δουλέψουν, επειδή ζουν πολύ μακριά από τις μεγάλες πόλεις, που δεν βρίσκουν δουλειά επειδή εκδιώχθηκαν πολύ νωρίς από το σχολικό σύστημα, χωρίς πτυχία, σε εκείνους που δεν μπορούν πια να δουλέψουν επειδή η ζωή στο εργοστάσιο τους τσάκισε τη μέση. Δεν αποκαλούμε ποτέ αργόσχολο ένα αφεντικό που κάθεται όλη την ημέρα σε ένα γραφείο δίνοντας διαταγές στους άλλους. Δεν τον λέμε ποτέ έτσι. Όταν ήμουν μικρός, επαναλάμβανες, εμμονικά, «Δεν είμαι αργόσχολος», επειδή ήξερες πως αυτή η προσβολή πλανιόταν από πάνω σου, σαν ένα φάντασμα που ήθελες να ξορκίσεις.

Δεν υπάρχει περηφάνια χωρίς ντροπή: ήσουν περήφανος που δεν ήσουν αργόσχολος επειδή ντρεπόσουν να ανήκεις σε αυτούς τους οποίους θα μπορούσε να χαρακτηρίζει αυτή η λέξη. Η λέξη αργόσχολος είναι απειλή για σένα, είναι ταπείνωση. Μια τέτοια ταπείνωση από τους κυρίαρχους σε κάνει να σκύβεις ακόμα πιο πολύ.

Η λέξη αργόσχολος είναι απειλή για σένα, είναι ταπείνωση. Μια τέτοια ταπείνωση από τους κυρίαρχους σε κάνει να σκύβεις ακόμα πιο πολύ                                                                                                     

Αυτά τα ονόματα που αναφέρω εδώ και λίγη ώρα, ίσως αυτοί που θα με διαβάζουν ή θα με ακούσουν να μην τα γνωρίζουν, ίσως να τα έχουν ήδη ξεχάσει ή να μην τα έχουν ακούσει ποτέ, αλλά ακριβώς για αυτό θέλω να τα αναφέρω, επειδή υπάρχουν δολοφόνοι που δεν κατονομάζονται ποτέ για τους φόνους που διέπραξαν, υπάρχουν δολοφόνοι που ξεφεύγουν από την ντροπή χάρη στην ανωνυμία ή χάρη στη λήθη, φοβάμαι επειδή ξέρω ότι ο κόσμος ενεργεί μέσα στο σκοτάδι και μέσα στη νύχτα. Εγώ δεν δέχομαι να ξεχαστούν. Θέλω να γίνουν γνωστοί τώρα και για πάντα, παντού, στο Λάος, στη Σιβηρία και την Κίνα, στο Κονγκό, στην Αμερική, παντού, πέρα από τους ωκεανούς, σε κάθε ήπειρο, πέρα από κάθε σύνορο.

 Άραγε καταλήγουν πάντοτε όλα να ξεχαστούν;                                                                                        

Θέλω αυτά τα ονόματα να μείνουν τόσο αξέχαστα όσο ο Αδόλφος Θιέρσος, ο Ριχάρδος Γ΄ του Σαίξπηρ ή ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Θέλω να γραφτούν τα ονόματά τους στην Ιστορία από εκδίκηση.
 
[1] Revenu minimum d’insertion: μηχανισμός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που λειτούργησε στη Γαλλία από το 1988 μέχρι το 2009. Αντικαταστάθηκε από το Revenu de solidarité active, στο πλαίσιο του οποίου οι δικαιούχοι ήταν υποχρεωμένοι να αναζητούν εργασία ή να δέχονται τις θέσεις που τους πρότειναν οι αρμόδιες υπηρεσίες.
 

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, Αντίποδες 2018) προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Η Ιστορία της βίας κυκλοφόρησε το 2016 (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες 2019), ενώ το 2018 εκδόθηκε το τρίτο του βιβλίο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες 2020). Όλα του τα έργα έχουν διασκευαστεί με μεγάλη επιτυχία για το θέατρο. Το 2021 κυκλοφόρησε από τους αντίποδες το καινούργιο του βιβλίο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, ενώ το 2022 θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη το πιο πρόσφατο βιβλίο του Η μέθοδος της αλλαγής. 


 
εμφάνιση σχολίων