0
1
σχόλια
1198
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ευτυχισμένοι ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε»
 
DOCTV.GR | ΦΩΤΟ: PEXELS
1 Δεκεμβρίου 2020
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ' όσο η ιδέα της ευτυχίας. Αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Ιερός Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στη δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.

Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος. Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση.

Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντί της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
 

Η ευτυχία, αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης (…) σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει  

Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.

Στη δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στη λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.

Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, τη μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.

Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την Οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στη δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό ,τι το καλύτερο από τη ζωή, από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει τη ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
 

Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς  

Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε –τι παρανόηση– συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε. Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν: πως πρέπει να τη διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να τη μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι, πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει.

Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη. Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία. Και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό –κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές– στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας. Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του, κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ τη ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!


Απόσπασμα από το βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ, Η αέναη ευφορία (εκδ. Αστάρτη). Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους συγγραφείς. Γράφει εναλλάξ μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ, είναι διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και διδάσκει ως καθηγητής επισκέπτης σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Συμμετείχε στον αναβρασμό του Μάη του ’68, τα ψέλνει εμμονικά στις φεμινίστριες και στην Ευρώπη που επαναπαύεται στον λήθαργό της κι έχει γράψει δοκίμια για την αέναη ευφορία της Δύσης και μια σειρά από τα σύγχρονα σύνδρομα που, όπως όλα δείχνουν, μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Έλληνες αναγνώστες και ο ίδιος επισκέπτεται συχνά τη χώρα μας. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζουν Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα, Το Θείο Βρέφος, Η Μελαγχολική Δημοκρατία και η Αέναη Ευφορία.


Διαβάστε επίσης:
Μπρυκνέρ: Η ζωή της έκπληξης
Μπρυκνέρ: Το παράδοξο του έρωτα
Μπρυκνέρ: Απόλυτη Ελευθερία
εμφάνιση σχολίων