0
1
σχόλια
605
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!». Οι αναμνήσεις που διαμόρφωσαν τη ζωή και το έργο του Ίρβιν Γιάλομ, στην νέα του αυτοβιογραφία. Διαβάζουμε αποσπάσματα
 
DOCTV.GR
5 Ιουλίου 2018
Ο Ίρβιν Γιάλομ (Irvin David Yalom,13 Ιουνίου 1931) είναι Αμερικανός ψυχοθεραπευτής, συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής ψυχοθεραπείας. Εκτός από το ακαδημαϊκό του έργο είναι γνωστός και για τα μυθιστορήματα του. Από τα πιο γνωστά του είναι Ο Δήμιος του Έρωτα και Όταν έκλαψε ο Νίτσε.

Ως ψυχαναλυτής, ο Γιάλομ ασχολήθηκε με τη διερεύνηση της ζωής των άλλων. Στην αυτοβιογραφία του «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα, στρέφει το βλέμμα του προς τον εαυτό του, εξετάζοντας τις σχέσεις που διαμόρφωσαν τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από αυτό το βιβλίο.
 
«Από καιρό σε καιρό ξαναδιαβάζω Ντίκενς, έναν συγγραφέα που κατείχε πάντα κεντρική θέση στο δικό μου πάνθεον των λογοτεχνών. Πρόσφατα το μάτι μου έπεσε πάλι σ’ ένα εκπληκτικό απόσπασμα από την Ιστορία δύο πόλεων: “Επειδή, καθώς φτάνω όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο τέλος, ανακαλύπτω πως πορεύομαι σε κύκλο, πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά στην αρχή. Μοιάζει να είναι ένας τρόπος εξομάλυνσης και προετοιμασίας του δρόμου. Την καρδιά μου αγγίζουν τώρα πολλές αναμνήσεις που είχαν από πολύ καιρό αποκοιμηθεί”».


«Είμαι πρωτάρης στα ογδονταπέντε και, όπως ο Χάουαρντ, δεν έχω αποδεχτεί ότι είμαι γέρος. Μερικές φορές δέχομαι την ιδέα ότι η απόσυρση θα έπρεπε να είναι μια περίοδος ξεκούρασης και γαλήνης, μια περίοδος στοχασμού με ικανοποίηση. Αντιλαμβάνομαι όμως συγχρόνως ότι υπάρχουν μερικά ανυπόταχτα συναισθήματα από τα πρώιμα χρόνια της ζωής μου, τα οποία συνεχίζουν να προκαλούν αναταράξεις και απειλούν να αναδυθούν στην επιφάνεια, αν κόψω ταχύτητα.

Νωρίτερα ανέφερα μερικές φράσεις του Ντίκενς: ”Επειδή καθώς φτάνω όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο τέλος, ταξιδεύω σ’ έναν κύκλο που πλησιάζει, όλο και πλησιάζει στην αρχή”. Τα λόγια αυτά με στοιχειώνουν. Νιώθω όλο και περισσότερο κάποιες δυνάμεις να με σέρνουν προς την αφετηρία μου.

Τις προάλλες πήγα με την Μαίριλυν στο Factory Festival των FoolsFury στο Σαν Φρανσίσκο –μια διοργάνωση την οποία πραγματοποιεί κάθε δύο χρόνια η ομάδα του γιού μου του Μπεν- όπου είκοσι μικρές θεατρικές ομάδες από όλη τη χώρα παρουσίασαν τη δουλειά τους. Πριν την παράσταση σταματήσαμε να φάμε κάτι πρόχειρο στο Wise Sons, ένα μικρό εβραϊκό φαγάδικο που μοιάζει να έχει βγει απευθείας από την Ουώσινγκτον της δεκαετίας του 1940, από την παιδική μου ηλικία. Οι τοίχοι του είναι σχεδόν καλυμμένοι από οικογενειακές φωτογραφίες –ομάδες από φοβισμένους εκφραστικούς πρόσφυγες με μεγάλα μάτια, που έφταναν στο νησί Έλλις από την Ανατολική Ευρώπη.

Οι φωτογραφίες με καθήλωσαν. Έμοιαζαν στις φωτογραφίες της δικής μου ευρύτερης οικογένειας. Είδα ένα θλιμμένο αγόρι, που θα μπορούσα να ήμουν εγώ, να κάνει την ομιλία του στο Μπαρ Μιτσβά του. Είδα μια γυναίκα που αρχικά νόμισα ότι ήταν η μητέρα μου. Ένιωσα μια ξαφνική –και πρωτόγνωρη- θέρμη τρυφερότητας και αισθάνθηκα ντροπή και ενοχή που έχω αναφερθεί επικριτικά σ’ εκείνην σ’ αυτό εδώ το βιβλίο.

Όπως η μητέρα μου, έτσι και η γυναίκα της φωτογραφίας φαινόταν αμόρφωτη, τρομαγμένη, άνθρωπος του μόχθου που το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθεί να επιβιώσει και να μεγαλώσει την οικογένειά της σε μια καινούργια ξένη κουλτούρα. Η ζωή μου ήταν τόσο πλούσια, τόσο προνομιούχα, τόσο ασφαλής – σε μεγάλο βαθμό χάρη στο μόχθο και στη γενναιοδωρία της μητέρας μου. Καθόμουν λοιπόν σ’ εκείνο το φαγάδικο κι έκλαιγα κοιτάζοντας τα μάτια της γυναίκας και τα μάτια όλων εκείνων των προσφύγων.

Έχω ζήσει μια ζωή εξερευνώντας, αναλύοντας και ανακατασκευάζοντας το παρελθόν μου, τώρα όμως συνειδητοποιώ ότι υπάρχει μέσα μια κοιλάδα δακρύων και πόνου από τα οποία ίσως να μην απαλλαγώ ποτέ».
εμφάνιση σχολίων