Η Στέργια Κάββαλου σκέφτεται και γράφει με αφορμή ένα βιβλίο
18 Νοεμβρίου 2010
Η Μαίρη-δεν μπορείς να μην ταυτίσεις την αφήγηση με τη συγγραφέα, βοηθάει και η γραφιστικά πειραγμένη παρουσία της στο εξώφυλλο- γίνεται φίλη σου. Από τις πιο αληθινές. Κι ας μην τη συναντήσεις ποτέ. Γιατί πονάει και θυμώνει, αδρανεί και σβήνει αλλά στο φωνάζει χωρίς ντροπή, χωρίς κανόνα. Η λυπημένη φωνή της περνάει από το χαρτί στ’ αυτιά σου. Με τη βιαιότητα του οικείου. Κι εσύ αντί να τα κλείσεις, σιγομουρμουρίζεις μαζί της σκύβοντας το κεφάλι μέσα σου.
Ο Παύλος φεύγει. Μα μένει μια «σκληρή και κακιασμένη» μοναξιά. Τη χωρίζει μετά από επτά χρόνια και τα πράγματα αλλάζουν θέση στο σπίτι. Η στοίβα με τα βιβλία, τα άλμπουμ και τις φωτογραφίες, χαλάει. Μαζί της και η ασφαλής ρουτίνα. Η ηρωίδα στα 33 της χρόνια μένει μόνη εντός των τούβλινων τοίχων και σπαράζει. Τα βάζει με τις μέρες που φύγαν μα πιο πολύ με εκείνες που θα ‘ρθουν. Τα βάζει με τον αδύναμο εαυτό της. Όπου εαυτός βλ. μάνα, πολιτεία, εργασία. Όπου εαυτός βλ. ζωή.
Βάζει τις λέξεις στην ευχαριστημένη τους τάξη. Δυνατή. Παίζει με την πένα. Σκαρφαλώνει στα παράδοξα και τα κάνει μια χαψιά. Βάζει τη θλίψη στην πρώτη γραμμή. Αδύναμη. Παίζει με την απόγνωση. Εκείνη την αρχέγονη που την πουσάρει από παιδί. Που την κάνει ριψοκίνδυνη και τρελαμένη. Και το παιχνίδι γίνεται πάθος της. Απόλυτο και καταστροφικό. Να τη βουτά στην κυκλοθυμική αναρρίχηση των περασμένων. Να της κρύβει το σήμερα, να της κρύβει το φως. Και καλά να το κάνει. Γιατί ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα και οι ηλιαχτίδες καίνε.
Ένα οικογενειακό δυσάρεστο την οδηγεί από την πόλη της καρδιάς της στην πατρική. Επιστροφή στην πραγματικότητα των παιδικών αναμνήσεων και των άλλων. Επιστροφή, τώρα. Αγκαλιάζει με όλη της τη δύναμη τον πατέρα, ασθενεί μαζί του. Λιποτακτεί από την αγάπη της μάνας, τη λατρεύει. Περπατά «σκυθρωπή και κατσουφιασμένη» στην πατρίδα που μίσησε και τη μισήσαν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Κυνηγάει τη σκιά της, άπιαστη καταστρέφεται. Μα η γενέθλια πόλη είναι εδώ. Για να τη γεννήσει ξανά.
Νηπενθές. Η ανάγνωση τελείωσε. Απλώνω την ετυμολογία της λέξης στο τραπέζι. Απουσία της λύπης. Κοιτάζω ξανά το εξώφυλλο. Μαλλιά όρθια, μέδουσας. Ηλεκτρισμένα. Μάτια κλαμένα. Κατά το ήμισυ. Τη μια κάνω να σβήσω τις μουτζουρωμένες μπογιές, την άλλη πιάνω μολύβι να ζωγραφίσω δικές μου στο μάτι που λείπουν. Και χαμογελώ νοητά στη φίλη πια Μαίρη ότι το μήνυμα ελήφθη.
Η Στέργια Κάββαλου είναι συγγραφέας. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της λέγεται «Αλτσχάϊμερ Τrance» (εκδ. Τετράγωνο).
εμφάνιση σχολίων