0
1
σχόλια
841
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
DOCTV.GR | UNSPLASH
7 Ιουνίου 2023
Τον είχα πονέσει
Τον είχα κλάψει
Προσευχήθηκα γι’ αυτόν
Ξαγρύπνησα γι’ αυτόν
Αυτόν
και μόνον αυτόν
περίμενα
εγώ
η καλή
η δεκτική
η μητρική
η γη του
η μητρίδα του
εγώ
που ήμουν
ο προορισμός
ο γυρισμός
που ήμουν όλα
Του τα έδειξα
Την Πηνελόπη
Τον Εύμαιο
Τον Τηλέμαχο
Την Ευρύκλεια
Τον Άργο
Τον Λαέρτη
Το παλάτι του
Τα χωράφια του
Τον θρόνο του
Τον λαό του
Τα δέντρα
Τα πουλιά
Τα νερά
Τα χρώματα
Λουλούδια
Έντομα
Κύματα
Αρώματα
Τα τραπέζια
Την φωτιά
Τα ξενύχτια
Τους χορούς
Τα τραγούδια
Την χαρά
Την γαλήνη
Την αγάπη
Την γαλήνη
Την αγάπη
και το παραπάνω

Του έδειξα
εμένα
Με κοίταξε
σκυμμένος πάνω μου
κι αυτό που έψαχνε
αυτό που βρήκε
ήταν
από πού
θα άρχιζε
την άλωση

Σκυμμένος
με μίσος
Οδυσσέας
δούρειος

Δεν είμαι η Τροία
του φώναξα
Δεν είμαι η Τροία
Δεν είμαι ο Έκτωρ
Δεν είμαι ο Πρίαμος
Δεν είμαι ο Πάρις
Δεν είμαι ο Πάρις
Δεν είμαι η Πολυξένη
Δεν είμαι η Κασσάνδρα
Δεν είμαι η Ανδρομάχη
Δεν είμαι η Εκάβη
Δεν είμαι ο Πάρις
Δεν είμαι ο Έκτωρ
Δεν είμαι ο Έκτωρ
Δεν είμαι η Τροία
Δεν είμαι οι Τρώες
φώναξα
δεν είμαι οι Τρώες
Και η φωνή μου
βγήκε
από όλες τις αιχμές του βέλους του

Σας μιλώ
από εκεί όπου
δεν έπρεπε
να είμαι

Ένας άδειος άντρας
αυτό ήταν
Άδειες φλέβες
άδειοι μύες
άδεια νεύρα
Όλος άδειος
Γεμάτος
μόνον από μίσος

Και τώρα ούρλιαζε
Αν δεν ήσουν εσύ
δεν θα ήταν εκείνη
Αν δεν ήταν εκείνη
δεν θα ήσουν εσύ
Ένας άδειος άντρας
γεμάτος από μίσος
ούρλιαζε
από μίσος

Μαύρος νόστος
Και τότε
ένιωσα
άχρηστη
Όλα μαζί
και μαζί
το παραπάνω
Όλα άχρηστα
Λιμάνι ούτε για απόπλου
ούτε για γυρισμό
Ούτε πριν
ούτε μετά το ταξίδι
Ούτε παρηγοριά
ούτε λαχτάρα
Κάτι
που δεν το θέλει
δεν το χρειάζεται
κανείς

Άνοστον ήμαρ
Δεν άρχισε από έναν
Από όλους άρχισε
από όλους μαζί
Σκότωνε
και σκότωνε
πρώτοι όλοι μαζί
και όλοι τελευταίοι
ο Τηλέμαχος
η Ευρύκλεια
ο Εύμαιος
ο Λαέρτης
η Πηνελόπη
η Πηνελόπη
ο Άργος
ο θρόνος
το παλάτι
τα χωράφια
τα κύματα
οι λόφοι
τα κοπάδια
τα δάση
τα πουλιά
οι δρόμοι
οι ναοί
σκότωνε
σκότωνε
κανείς πρώτος
κανείς τελευταίος
ο λαός
οι μνηστήρες
ιερείς
δούλοι
ζώα
η γαλήνη
η αγάπη
η γαλήνη
η αγάπη
και
το παραπάνω

Ιθάκη
μέσα στα αίματα
Ιθάκη
ακρωτηριασμένη
αποκεφαλισμένη
Ιθάκη
διαμελισμένη
κρεουργημένη
ευνουχισμένη
στραγγαλισμένη
βιασμένη
κατασπαραγμένη
Ιθάκη
με τα κόκαλα τσακισμένα
τα δόντια σπασμένα
την γλώσσα κομμένη
με τα μάτια βγαλμένα
τα δέντρα καμένα
τα σπίτια καμένα
Ιθάκη
με κοπάδια σφαγμένα
σπίτια γκρεμισμένα
χωράφια ρημαγμένα
μέσα στις στάχτες
εκ βάθρων σκαμμένη
πυρπολημένη
ισοπεδωμένη
ερημωμένη
Ιθάκη
χωρίς θάλασσα
χωρίς ουρανό
χωρίς λαό
χωρίς λουλούδια
χωρίς τραγούδια
χωρίς
χωρίς

Και βούλιαξα
Καταποντισμένη
ναυαγισμένη
πνιγμένη
Ιθάκη
στον μελανό βυθό
στο άφωτο
σκοτάδι

Όλοι μαζί
εκεί όπου
είμαστε τώρα
όπου μας έστειλε
αυτός

Βουλιάξαμε
Και τώρα
τίποτε

Η άδεια επιφάνεια
Κύματα ακύμαντα
Άνησο πέλαγο

Εκεί που είμαστε
δεν είμαστε

Σας μιλώ από εκεί
όπου δεν είμαστε

Κι αυτός
πού είναι
Έφυγε
Δεν έφυγε
Έμεινε
Πού να μείνει
Δεν είχε να μείνει
τίποτε
Πού πήγε
Δεν τον είδα
να φεύγει
Και δεν τον ξαναείδα
Ποιός τον είδε
Τον είδε κανείς
Πέρασαν
χρόνια και χρόνια
από τότε
Ποιός τον είδε
Τον είδε κανείς
Ποιός να τον δει
Χαμένος
Αυτό είναι
Ένας άνθρωπος
χαμένος
Ένα χαμένο
κορμί
Κανείς δεν ξέρει
Κανείς
δεν άκουσε
ποτέ ξανά
γι’ αυτόν
Κανείς
δεν θυμάται
ποιό ήταν
το όνομά του
Κανείς δεν ξέρει
Έφυγε
γύρισε
χάθηκε
Ποιός ήταν
Ούτε αυτός
που βασίλευσε
Ούτε αυτός
που ταξίδευσε
Ούτε αυτός
που έμαθε
και έμαθε
Ούτε αυτός
που αγάπησε
Ούτε αυτός
που νοστάλγησε
Ούτε αυτός
που μηχανεύτηκε
Ούτε αυτός
που αγαπήθηκε
Ούτε αυτός
που νίκησε
Ούτε αυτός
που γύρισε
Ποιός ήταν
Κανείς
Αυτός του άξιζε
Κανείς

Τέτοιος
χάθηκε
Έπειτα
από χρόνια και χρόνια
ούτε ένας

Ουδείς
Νόστος
άνοστος

Κι εμείς εδώ
Εδώ που είμαστε
Μαύρη γαλήνη
Ατέλειωτα ασφοδίλια
Γυμνή σιωπή
Κενό παγωμένο
Υγρό σκοτάδι
Αέναη ακινησία
Όλοι εμείς εδώ
Στο τίποτε
Σκιές
χωρίς σκιά
Κι αυτός
όπου κι αν είναι
αν κάπου είναι
σκιά κι αυτός
χωρίς σκιά

Μιλώ
αλλά δεν είμαι

Εγώ
η σφαγμένη
Και όλοι γύρω μου
σφαγμένοι
Στον πιο αβυθομέτρητο
βυθό

Φωνάζω
για ν’ ακούσω
την φωνή μου
Κανείς δεν με ακούει
Ιθάκη
στον Άδη
κάτω απ’ το νερό
χαμένη
στον βυθό
του Άδη

Άνοστος
νόστος

Φωνάζω
για να ακούσω
το όνομά μου
Το ακούω
μόνον εγώ

Άνοστος
νόστος
άνοστος

Φωνάζω το όνομά μου
το ακούω
και
το όνομά μου
είναι
Τροία

Ο μονόλογος Ιθάκη του Δημήτρη Δημητριάδη αποτελεί τον έναν από τους τρεις μονολόγους (Οδυσσέας, Ιθάκη, Όμηρος) που συναποτελούν το τρίπτυχο που φέρει τον ενιαίο τίτλο Ομηριάδα. Στο έργο αυτό, ο Δ. Δημητριάδης παρουσιάζει μια εξαιρετικά πρωτότυπη εκδοχή του τέλους της Οδύσσειας. Επικεντρώνεται στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και σε όσα διαδραματίζονται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, αυτό του Οδυσσέα και αυτό της Ιθάκης, που ο συγγραφέας έχει προσωποποιήσει σαν να ήταν η Πηνελόπη, αλλά και κάτι ακόμη πιο μεγάλο, το αρχέτυπο της γυναίκας, της μητέρας, της ερωμένης, της πατρίδας. Στον συγκεκριμένο μονόλογο, τα ομηρικά έπη είναι συνεχώς παρόντα και υπό αναίρεση, ενώ τα μυθικά σύμβολα ανατρέπονται. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτό το δεύτερο μέρος του τριπτύχου, έχουμε την εκδοχή της συνάντησης του Οδυσσέα με την Ιθάκη, ιδωμένη από την πλευρά της Ιθάκης. Η βαθύτατα ερωτευμένη Ιθάκη, όταν συναντά τον Οδυσσέα, δεν βρίσκει παρά έναν βάρβαρο, έναν οργισμένο πολεμιστή, που βλέπει σε αυτήν το σύμβολο όλων των δεινών του, γιατί, αν δεν υπήρχε εκείνη ως χώρα και ως πατρίδα, δεν θα υπήρχε και το αντίθετο της, η ξένη χώρα, δεν θα υπήρχε η «μη πατρίδα», η Τροία, στην οποία πήγε να πολεμήσει. Γι' αυτό λοιπόν ο Οδυσσέας δολοφονεί την Ιθάκη και τη διαμελίζει (Χαλάτσης, 2011: 374). Η Ιθάκη δεν εγγυάται το «νόστιμον ήμαρ», αλλά η επιστροφή σε αυτήν συνιστά έναν «άνοστο νόστο», έναν «μαύρο νόστο». Το τοπίο είναι εφιαλτικό και κυριαρχεί ο θάνατος. Φορέας της καταστροφής και του θανάτου είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας. Έχοντας αλλοτριωθεί κατά τη διάρκεια της απουσίας του, εκμαυλισμένος από την ηδονή του πολέμου, επιστρέφει για να καταστρέψει την ίδια τη «μητρίδα» του. Η Ιθάκη καταποντίζεται, παρασύροντας «κάτω από το νερό» την ιστορία της, τον πολιτισμό της. «Σφαγμένη στον βυθό», έχει χάσει την ταυτότητά της, και το όνομά της είναι πια «Τροία». Μαζί της καταποντίζεται και ο Οδυσσέας, που χάνει και αυτός την ταυτότητά του, είναι ο «Κανείς». Το μόνο που απομένει είναι η ελπίδα της αναγέννησης μέσα από τον ολοκληρωτικό αφανισμό (Τσατσούλης, 2007: 120-121).

 
Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες από το 1963 μέχρι το 1968. Εκεί έγραψε, το 1965-66, το πρώτο θεατρικό του έργο, Η τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά, το οποίο ανέβασε ο Patrice Chereau το 1968, στο Theatre de la Commune d’ Aubervilliers, στο Παρίσι. Το 1978 εκδόθηκε το Πεθαίνω σα χώρα, το πρώτο του πεζογράφημα και το 1980 η ποιητική ενότητα Κατάλογοι 1-4. Μετέφρασε έργα των J. Genet, M. Blanchot, G. Bataille, Nerval, Balzac, W. Gombrowicz, B.-M. Koltes, T. Williams, Moliere, Shakespeare, M. Duras, Courteline, S. Beckett, Ευριπίδη και Αισχύλου.


Διαβάστε επίσης:
Δημητριάδης: Ερωτισμός
Δημητριάδης: Η στιγμή όπου ζεις ξανά
Δημητριάδης: Μόνον ο άνθρωπος
Δ. Δημητριάδης: Πεθαίνω σαν χώρα
Η Ιθάκη του Καβάφη σε κόμικ
εμφάνιση σχολίων