0
1
σχόλια
8222
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα για τους Γερμανούς νοικοκυραίους και τη Γερμανία των ναζί, γραμμένο από έναν  Έλληνα. Από τον Σωτήρη Θεοχάρη

DOC TV
5 Ιουνίου 2014
Ένα βλαστοκύτταρο απ’ την επιδερμίδα του κτήνους. Μεγάλωσα με θετό παππού και γιαγιά. Ναι, ακούγεται στ’ αλήθεια λίγο περίεργο αυτό. Ο κύριος Willi και η κυρία Gretel Deutschendorf ήταν οι γηγενείς Wuppertalέζοι που έμεναν στον δεύτερο όροφο του τριώροφου παραδοσιακού σπιτιού, κατασκευής 1895 όπως εγχάρακτα έγραφε και ένας ακρογωνιαίος λίθος του, στο οποίο μεγάλωσα. Δεν είχαν αποκτήσει εγγόνια και το είχαν μεγάλο καημό αυτό. Οι γονείς μου νοίκιαζαν ένα πολύ μικρό διαμέρισμα στον τρίτο, που το επικλινές ταβάνι της σοφίτας το έκανε να μοιάζει ακόμα πιο μικρό και στενάχωρο. Η μοναχοκόρη των Deutschendorf, η Inge («θεία» Inge όπως την αποκαλούσα), μπαινόβγαινε από πολύ νέα στα ψυχρά χειρουργεία του πιο προηγμένου και οργανωμένου συστήματος πρόνοιας και κοινωνικών παροχών που είχε να επιδείξει έως τότε παγκοσμίως ο καπιταλισμός, λίγο πριν τον καταπιεί μερικές δεκαετίες αργότερα, αύτανδρο, το εξελιγμένο αχόρταγο και αχαλίνωτο τέκνο του, ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός.

Η «επάρατος νόσος» τη βασάνιζε από τα νιάτα της. Όχι πως καταλάβαινα στην ηλικία των επτά περίπου ετών τις λέξεις «επάρατος», «νεοφιλελευθερισμός», «νόσος», «καπιταλισμός» ή «σύστημα». Για την ακρίβεια, τα ελληνικά μου ήταν μέτρια, σχεδόν σπαστά. Παρά το ότι οι μετανάστες γονείς μου, από την πάμφτωχη Θεσσαλία, μου μίλαγαν ελληνικά στο σπίτι και πήγαινα και σε ελληνογερμανικό σχολείο, τα γερμανικά ήταν η «μητρική» μου γλώσσα, η γλώσσα της κοινωνίας που ζούσα, η γλώσσα στην οποία ονειρευόμουν και η γλώσσα του αγαπημένου μου Spock, στο μεταγλωττισμένο Star Τrek της τηλεόρασης. Γερμανόφωνος Spock…

H Inge το είχε επίσης πολύ μεγάλο καημό πως δεν θα αποκτούσε ποτέ παιδιά καθώς ήξερε πως η ζωή της θα έφτανε σύντομα στο τέρμα. Ειλικρινά δεν ξέρω να απαντήσω στην ερώτηση -που φυσικά ως παιδί ποτέ δεν έκανα στον εαυτό μου- αν έπαιξε δηλαδή τον παραμικρό ρόλο το ότι ήμουν ένας ζωηρός γερμανόφωνος ξανθομπούμπουρας (ξανθός σαν άχυρο και χλωμός σαν Σουηδός, αλήθεια σας λέω), στη συμπάθεια και στον ερεθισμό του μητρικού της φίλτρου, που την έκανε να με «δανείζεται» από τους γονείς μου και να παίζει ατελείωτες ώρες μαζί μου, από μωρό. Υποθέτω πως και μελαψός μουσουλμάνος να ήμουν η Inge θα λειτουργούσε το ίδιο. Κανένα βαρύ παυσίπονο από αυτά που κατανάλωνε άλλωστε δεν μπορούσε να καταστείλει τον καημό της και η κουλτούρα του χιπισμού και της απέραντης αγάπης προς όλους ήταν στο απόγειο της γενιάς της. Πώς να έκανε διακρίσεις κάποια που οδηγούσε λαχανί ξεσκέπαστο σκαραβαίο, άκουγε Beatles και πήγαινε σε πορείες ειρήνης; Δεν ταίριαζε ο ρατσισμός με την καθεστηκυία αισθητική της εποχής.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Wuppertal. Σε αυτήν την παραδοσιακή μικρή γερμανική πόλη όπου άκμαζε η βιομηχανία χημικών, υφαντουργίας και χάλυβα και όπου υποθέτω πως τη «χρυσή δεκαετία του ’70» ουδείς κάτοικός της γνώριζε καν πώς είναι η γενέτειρα του Friedrich Engels.Μια εργατούπολη, μια από τις πρώτες παγκοσμίως εκβιομηχανοποιημένες ζώνες από τις αρχές του 18ου αιώνα, γεμάτη με συντηρητικούς, φιλήσυχους κατοίκους και κατά τη δεκαετία του ’70 με σχεδόν διπλάσιους του πληθυσμού της μετανάστες.

Βρέθηκα να έχω λοιπόν, εγώ το φτωχό μεταναστόπουλο από την Ελλάδα, έναν Γερμανό παππού και μια Γερμανίδα γιαγιά, αφού η κόρη τους με φρόντιζε σαν πραγματικό παιδί της. Και μάλιστα παραδοσιακότατους Γερμανούς. Παππούς με καπέλο με φτερό, τιράντες, με βαρύ πούρο, τακτικότατο θαμώνα της μπιραρίας στη γωνία, όπου έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε παραδοσιακά μπιραριοτράγουδα, με δωμάτιο γεμάτο εργαλεία για μαστορέματα και με μπαστούνι που είχε ένα καρφί στην άκρη του για να μαζεύει, ως καλός «Wuppertalίσtας», τις γόπες και τα σκουπιδάκια από τα πλακόστρωτα όταν έβγαινε να περπατήσει. Γελαστός και καλόκαρδος, ευγενικός και πρόσχαρος. Και η γιαγιά, δεινή μαγείρισσα και αρχοντονοικοκυρά, θεούσα, τρυφερή, φιλόξενη και αστείρευτη αφηγήτρια παραμυθιών. Οι πιο ωραίοι δράκοι που συνάντησα στη ζωή μου ήταν περιγραφές της γιαγιάς. Τα μικρά αγοράκια αδιαφορούν για τις πριγκίπισσες και τα βατράχια, οι φτερωτοί δράκοι που ξερνάν φλόγες και οι κακές μάγισσες είναι πολύ ελκυστικότερα θέματα.

Το σπίτι τους μύριζε πάντα καπνό από πούρο, καφέ, γλυκά, μπισκότα και λουλούδια στα οποία η γιαγιά είχε μεγάλη αδυναμία. Με πρόσεχαν όταν ήμουν μωρό τις ώρες που δούλευαν οι γονείς μου (δηλαδή πρακτικά όλη τη μέρα) και αργότερα, όταν μεγάλωσα, με πηγαινοέφερναν στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο, με βόλταραν στην παιδική χαρά και στα λούνα παρκ, με κρατούσαν και με κοίμιζαν κάποια Σαββατοκύριακα σπίτι τους, όταν οι γονείς μου έβγαιναν να διασκεδάσουν ή πήγαιναν καμιά εκδρομή.

Ναι, για μένα ήταν, πραγματικά, ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Έτσι τους αποκαλούσα άλλωστε και έτσι με αντιμετώπιζαν και εκείνοι και τέτοια ήταν η αγάπη και η στοργή που εισέπραττα. Και τέτοια η αγάπη που τους είχα. Καλοί, συνηθισμένοι και αγαθοί άνθρωποι, πολιτισμένοι, ευγενικοί και νοικοκυραίοι συνταξιούχοι. Αξιοπρεπείς, καθημερινοί, φιλήσυχοι, καλόκαρδοι άνθρωποι, πώς αλλιώς θα μπορούσε να τους περιγράψει κανείς. Αξιαγάπητοι.

Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί και έμμεσα και πολιτικοί μετανάστες. Ο πατέρας μου ήταν χαρακτηρισμένος «αριστερών φρονημάτων» στην Ελλάδα. Όχι, μη φανταστείτε κάποιον θεωρητικό του κομμουνισμού, που έχει αποστηθίσει την πλήρη βιβλιογραφία της υλιστικής φιλοσοφίας και του Μαρξισμού. Στη δεκαετία του ’70 ήταν πια στο ΠΑΚ Γερμανίας, φλογερός σοσιαλιστής μάλλον παρά αριστερός με την κλασική έννοια.

Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Θεσσαλίας λίγο πριν την κατοχή και μεγάλωσε στον εμφύλιο, ήταν και για ένα φεγγάρι «αετόπουλο» και πρωτοστάτησε στο συλλαλητήριο που έγινε στο γυμνάσιό του το ’56 για την Κύπρο και έτσι η σφραγίδα των αριστερών φρονημάτων τού έκανε τη ζωή κόλαση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Το απαραίτητο, για να επιβιώσει κανείς, γλείψιμο για το πιστοποιητικό φρονημάτων δεν συμβάδιζε καθόλου με την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπειά του, γιατί ο γέρος μου είναι από αυτούς τους ανθρώπους που δεν διαπραγματεύονται τη συνείδησή τους. Μπορεί να έχει πολλά εκνευριστικά άλλα κουσούρια, αλλά τούτο το κουσούρι το θαυμάζω πάνω του. Δεν θα καταδεχόταν ποτέ να «αποκηρύξει», παρά του ότι ο ίδιος είχε πάψει να έχει σχέση με το κομμουνιστικό κόμμα και ένιωθε πάντα πολύ απογοητευμένος με τους χειρισμούς τύπου Βάρκιζας. Όμως όπως έλεγε, «δεν ξεφτιλίζομαι εγώ σαν άνθρωπος, να κάτσω να μου δώσει χαρτί ο κάθε μπασκίνας για να βρω μια δουλειά με αφεντικό κάποιον πρώην μαυραγορίτη». Γι'  αυτό και έφυγε μετανάστης. Όταν δε στην Ελλάδα το ’67 ήρθε η χούντα, δεν υπήρχε πια γυρισμός για εκείνον.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Μια μέρα, τον χειμώνα του ’72, Κυριακή πρωί (το θυμάμαι καλά γιατί απ' το παράθυρο της σοφίτας του ενάμισι δωματίου που μέναμε χάζευα τους παγοκρύσταλλους να κρέμονται και να λαμπυρίζουν και ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω ένα μπαράζ από ερωτήσεις τύπου «γιατί μπαμπά» - ο πατέρας ήταν σπίτι το πρωί, άρα ήταν Κυριακή) κατεβήκαμε για πρωινό στους Deutschendorf, όπως συχνά συνηθίζαμε και έτσι ο πατέρας μου σώθηκε από την ακατάσχετη περιέργειά μου για τα φυσικά φαινόμενα. Επίσης σώθηκε πρόσκαιρα και από την αλυσιδωτή αντίδραση των ερωτήσεων που προκαλεί συνήθως κάθε λογική απάντηση που θεωρούμε εμείς οι μεγάλοι αρκετά ικανοποιητική όταν απαντάμε σε μια φαινομενικά απλή παιδική απορία. Οι παιδικές απορίες δεν είναι ποτέ απλές. Μοιάζουν με τη γνωστή «δολιοκλωστούλα», αυτή τη μικρή κλωστή που εξέχει και την τραβάμε δυνατά και αποφασιστικά στο αγαπημένο μας μάλλινο πλεκτό πουλόβερ με τη σιγουριά πως θα κοπεί και καταλήγουμε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με ένα κουβάρι μαλλί και χωρίς πουλόβερ.

Αχνιστός καφές για τους μεγάλους, γάλα ημέρας για μένα και τσιζκέικ με βατόμουρα για όλους. Το αξεπέραστο γλυκό της γιαγιάς, το θυμάμαι ακόμη και μουδιάζουν τα ούλα μου. Μια ευθυμία υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Το χιόνι δημιουργεί πάντα μια οικογενειακή ευθυμία και μια θαλπωρή όταν βρίσκονται πολλοί μαζί σε ένα ζεστό μέρος. Ίσως να πυροδοτείται από την αρχέγονη ανάγκη που είχαν οι άνθρωποι να έρχονται κοντά ο ένας στον άλλον για να αντιμετωπίσουν το κρύο, όταν ακόμη δεν ξύριζαν τις τρίχες τους και η φωτιά δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί (ούτε και οι μάγοι - ιερείς - θεοί - αυτοκράτορες και πρωθυπουργοί που ανακαλύφθηκαν μαζί της).

Η μάνα μου -ήταν μοδίστρα- συζητούσε με τα σπαστά γερμανικά της με τη γιαγιά για να της ράψει καινούργιες κουρτίνες και η γιαγιά γκρίνιαζε στον παππού ότι το βρωμερό του πούρο έχει κιτρινίσει τις ταπετσαρίες και έχει ποτίσει τις κουρτίνες. Καθόμασταν σαλόνι, με το βαρύ ξύλινο σκαλιστό σύνθετο, τη μασίφ τραπεζαρία και τα κάδρα με τις σοβαρές κορνίζες, τις πορσελάνες και το απαραίτητο βάζο με τα λουλούδια που δεν έλειπαν ποτέ. Βαριά δρύινα, απολύτως ντεμοντέ, έπιπλα και άφθονη πορσελάνη και κρύσταλλο. Βαριά δρύινα έπιπλα, την εποχή που το νοβοπάν, η φορμάικα, οι λείες επιφάνειες και το πλαστικό ήταν στο απόγειο της δόξας τους. Νομίζω πως ο όρος «νοσταλγική διακόσμηση» δεν είχε εφευρεθεί ακόμη, αλλά για μας τους «50 χρόνια πίσω» μετανάστες εκ της πτωχού πλην όμως τίμιας αλογοθρόφας Θεσσαλίας ήταν μάλλον πολύ αρχοντική διακόσμηση.

Νομίζω πως η αρχή έγινε από την κόρη τους, που είπε στον παππού με πολύ έντονο ύφος πως επιτέλους πρέπει να κατεβάσει «αυτή την απαίσια φωτογραφία από τον τοίχο». Την είχα δει εκατοντάδες φορές αυτή την κορνίζα. Δεν μου προκαλούσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση, πάντα φανταζόμουν πως είναι κάτι σαν στρατηγός ή κάτι τέτοιο. Κάτι σαν το κάδρο με τον Αρχηγό της Επαναστάσεως που κρεμόταν στις ελληνικές τάξεις του σχολείου μου. Εξάλλου παραδίπλα κρέμονταν άλλα κάδρα που τα έβρισκα πολύ πιο ενδιαφέροντα: Ο παππούς, νέος, γελαστός στρατιώτης με στολή δίπλα από ένα Μesserschmitt 109, ο παππούς και η γιαγιά νεόνυμφοι και σε ένα μεγαλύτερο η Inge μωρό, σε άσπρο παιδικό καροτσάκι, με άσπρη ομπρέλα και η γιαγιά με ξανθές μακριές κοτσίδες, περιτυλιγμένες γύρω απ' το κεφάλι της.

Λογομάχησαν πολύ έντονα και η Inge έφυγε πολύ εκνευρισμένη και πήγε δίπλα στο δικό της διαμέρισμα, η βροντή της πόρτας ακούστηκε δυνατά. Για πολύ λίγο έμειναν όλοι σιωπηλοί και μετά ο πατέρας μου κοίταξε το κάδρο. Δεν είχα προσέξει ποτέ ως τότε, πως κάθε φορά που ήμασταν εκεί, ο πατέρας μου ποτέ δεν κοιτούσε ευθεία αυτό το κάδρο. Μάλλον το απέφευγε και νομίζω πως τελικά δεν ήταν καθόλου τυχαίο πως η Inge καθόταν πάντα με την πλάτη γυρισμένη σε αυτό. Ετεροχρονισμένες υποθέσεις μετά από πάνω από τόσα χρόνια. Κι όμως τώρα είμαι σχεδόν βέβαιος πως καθόταν πάντα με την πλάτη στραμμένη στο κάδρο…

«Aber Warum?» (μα γιατί; ) ρώτησε ο πατέρας μου μάλλον αμήχανα λόγω της έντασης, αλλά σίγουρα γεμάτος περιέργεια.

Διάολε, σκέφτομαι σήμερα -γιατί σίγουρα ως επτάχρονο παιδί τότε δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν όλα αυτά-, ήταν 1972. Το να έχει κανείς ένα κάδρο του Χίτλερ στο σπίτι του στη Γερμανία ήταν σχεδόν ποινικά κολάσιμο. Οι ενοχές του γερμανικού λαού για τις θηριωδίες των ναζί ήταν στο ζενίθ, θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν σχεδόν ταμπού να αναφέρεις έστω το όνομα του Χίτλερ εκείνη την εποχή. Μα γιατί; Γιατί ο καλοκάγαθος παππούς μου είχε το κτήνος στον τοίχο του; Και είμαι σίγουρος πως και ο πατέρας μου είχε ακριβώς αυτή την περιέργεια τότε, την οποία μάλλον καταπίεζε επί χρόνια κάθε φορά που έβλεπε το κάδρο αλλά δεν ρωτούσε, ίσως από ευγένεια, μέχρι να του δοθεί εκείνη την παγωμένη Κυριακή επιτέλους η κατάλληλη ευκαιρία. «Μα γιατί;».

«Ποιος είναι αυτός παππού;» πετάχτηκα εγώ αμέσως και ρώτησα χαρούμενα, ως μικρομέγαλος πολυλογάς που έλεγαν όλοι πως τέτοιος είμαι και που μερικοί καλοί μου και άσπονδοι φίλοι το λένε ακόμα και τους το αναγνωρίζω πως έχουν δίκιο. Ο παππούς, αντίθετα, με τον μονίμως κουρασμένο από τη δωδεκάωρη δουλειά πατέρα μου, απαντούσε πάντα πρόθυμα σε κάθε καταιγισμό ερωτήσεών μου. Πάντα χαμογελαστός και πάντα ενθουσιώδης. Ειδικά όταν έβρισκε πως κάποιες από τις ερωτήσεις μου αύξαναν τον βαθμό δυσκολίας της απάντησης, τότε απαντούσε ακόμα πιο αναλυτικά και υπομονετικά και με κρυφό καμάρι για το «έξυπνο εγγόνι» του. Μεθοδικός, υπομονετικός και ουσιαστικός. Γερμανός συνταξιούχος παππούς, βλέπετε, με άφθονο χρόνο για χάσιμο. 

Ο παππούς ποτέ δεν μου είχε κάνει την παραμικρή κουβέντα γι' αυτόν τον φραντζάτο στρατηγό με το περίεργο μουστάκι. Ίσως γιατί κι εγώ δεν τον ρώτησα ποτέ, ίσως και να τον ρώτησα κάποτε και να το απέφυγε και να μην το θυμάμαι τώρα πια. Μου είχε πει πολλές φορές την ιστορία της δικής του φωτογραφίας, αυτή που ήταν αυτός νεαρός περήφανος στρατιώτης δίπλα στο αεροπλάνο, πως ήταν μηχανικός αεροπλάνων στον πόλεμο, πως δεν κατάφερε να γίνει ποτέ πιλότος γιατί είχε προβλήματα όρασης -το έλεγε με πίκρα αυτό-, μα καμάρωνε πως ως μηχανικός «δικό του αεροπλάνο δεν έπαθε ποτέ βλάβη στον αέρα», πως οι κινητήρες που συντηρούσε «γουργούριζαν σαν χαδιάρες γάτες», πως είχε παράσημο (ναι, μου το είχε δείξει, ήταν σε ένα συρτάρι που έβαζε το ξυράφι του και το λουρί για το ακόνισμα, μαζί με μια σφαίρα που του διαπέρασε πόδι όταν «τους γάζωσαν οι Αμερικάνοι» στο τέλος του πολέμου και μερικές ακόμα φωτογραφίες. Μια με φόρμα μηχανικού, αδύνατος και κουρασμένος να συναρμολογεί το ρύγχος ενός messerschmitt 262 σε κάποια σκοτεινή γραμμή παραγωγής και μια με το ακορντεόν του να παίζει σε κάποιο γλέντι στην μπιραρία της γειτονιάς).

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

«Αυτές είναι συζητήσεις για μεγάλους!» είπε πολύ αυστηρά, κοφτά και αδιαπραγμάτευτα ο πατέρας μου, κόβοντας τη φόρα μου. Σπάνια ήταν αυστηρός μαζί μου, μα τώρα το εννοούσε και ξαφνιάστηκα! Πήρα λοιπόν τα παιχνίδια μου, έναν κουβά γεμάτο με lego, το απόλυτο παιχνίδι που κάθε γερμανάκι της γενιάς μου είχε τόνους από δαύτα, ξάπλωσα στο χαλί και άρχισα να κάνω πως παίζω. Τα αυτιά μου όμως ήταν κολλημένα εκεί. Τεντωμένα αυτιά και προσανατολισμένα εκεί, σαν του σκύλου όταν ακούει να ανοίγουν την αγαπημένη του κονσέρβα στην κουζίνα, αλλά του έχουν δώσει την εντολή «μείνε στη θέση σου».

«Συζήτηση μόνο για μεγάλους». Καλέ μου πατέρα η επιλογή αυτής της φράσης συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες αποτυχίες σου. Αυτό είναι το απόλυτο δόλωμα για να κάνεις ένα παιδί να κρυφακούει. Είναι για έναν μικρομέγαλο, περίεργο, υπερκινητικό επτάχρονο μπόμπιρα, ότι είναι για τις σφήκες ένα ποτήρι πορτοκαλάδας σε καλοκαιρινό πικ νικ. Είναι ο υπέρτατος πειρασμός, που συνοδευόταν από την ταυτόχρονη εξωπραγματική φαγούρα στη γλώσσα μου, που ήθελε να παρέμβει και να ρωτήσει ένα δισεκατομμύριο «γιατί» και άλλα τόσα τρισεκατομμύρια «τι είναι αυτό» για κάθε άγνωστη λέξη ή έννοια που θα άκουγα εκείνη τη μέρα. Όμως κρατήθηκα να μη ρωτήσω τίποτα γιατί ήξερα πως είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ένιωθα ένα βάρος στην ατμόσφαιρα. Η γιαγιά ψέλλισε κάτι σαν «Willi, σε παρακαλώ, μην αρχίζεις πάλι αυτά τα παλιά…» και εξαφανίστηκαν με τη μάνα μου στην κουζίνα.

Αυτή λοιπόν η «συζήτηση για μεγάλους» αποτυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου, την κουβάλαγα για χρόνια στο κεφάλι μου, σαν ένα κείμενο σε μια άγνωστη γλώσσα που δεν είχε ακόμα αποκρυπτογραφηθεί και που περίμενε τουλάχιστον μέχρι την εφηβεία μου να εξηγηθούν όλες οι άγνωστες λέξεις και οι έννοιες και να μάθω την απαραίτητη ιστορία που τις συνοδεύει. Αυτή η «συζήτηση για μεγάλους» που μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας ιστορία, σκόνταφτα κάθε φορά πάνω της. Αυτή η «συζήτηση για μεγάλους» που τόσα χρόνια μετά μοιάζει να την ξανακούω γύρω μου. Αυτή η “συζήτηση για μεγάλους” που πίστευα επί δεκαετίες πως είναι μια αρχαία ανεπίκαιρη ιστορία και που δεν έβρισκα κανένα ιδιαίτερο λόγο να αφηγηθώ σε κανέναν. Κι όμως βρικολάκιασε η ιστορία και ήρθε ο καταραμένος καιρός ξανά να κάνουμε τα παιδιά μας να κρυφακούσουν «συζητήσεις για μεγάλους».

«Mein junge» («Αγόρι μου» - ο τόνος του ήταν σαν να έλεγε «νεαρέ μου, εσύ που νομίζεις πως τα ξέρεις όλα, κάτσε να σου πω πώς έχουν τα πράγματα»), ο παππούς είχε πάρει απέναντι στον πατέρα μου ένα μάλλον πατρικό ύφος. Καθάρισε τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του, πήρε μια βαθιά τζούρα από το χοντρό πούρο του, σαν να προσπαθούσε να βρει από πού να αρχίσει, σαν να είχε στο κεφάλι του όλη τη συνέχεια και το τέλος, μα δεν έβρισκε την αρχή. Μετά από λίγο συνέχισε: «Μια μέρα σαν τη σημερινή με πολύ χιόνι και κρύο, ένα παγωμένο πρωί του ’23, ο πατέρας μου πήρε ένα τσεκούρι και έκοψε, σε μικρά κομμάτια, όλα τα ξύλινα έπιπλά μας, ακόμα και το ξύλινο αλογάκι της αδερφής μου και το έλκηθρό μου. Σαν δαιμονισμένος έκανε. Έκλαιγε όταν κομμάτιαζε εκείνο το ξύλινο αλογάκι. Τα μισά τα κάψαμε για να ζεσταθούμε και τα άλλα μισά τα πούλησε για καυσόξυλα. Τα πούλησε για μερικές πατάτες και λίγο γάλα για την αδερφή μου που ήταν ασθενική. Ο πατέρας μου ήταν απόμαχος του πολέμου.

Πριν τον πόλεμο ήταν ωρολογοποιός με δικό του κατάστημα στο κέντρο, καλοβαλμένος οικονομικά, περίφημος τεχνίτης και αξιοσέβαστος στη γειτονιά. Όταν γύρισε, η μόνη δουλειά που βρήκε ήταν σε ένα λιγνιτωρυχείο. Το κατάστημα είχε κλείσει και η μητέρα μου αναγκάστηκε να πουλήσει όλον τον εξοπλισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα χρήματα μετά τον πόλεμο ήταν χαρτιά χωρίς αξία, δεν μπορούσες να αγοράσεις τίποτα με δαύτα. Όσοι είχαν δουλειά πληρώνονταν με αυτά τα «χαρτιά» που δεν αγόραζαν απολύτως τίποτα. Πληρωνόταν το βράδυ και το επόμενο πρωί είχαν χάσει ήδη τη μισή τους αξία. Καταλαβαίνεις; Δούλευε ολημερίς στο λιγνιτωρυχείο. Και όμως δεν είχαμε μπρικέτες να ζεσταθούμε. Δούλευε σε λιγνιτωρυχείο σαν σκλάβος και δεν τους επέτρεπαν να πάρουν έστω και λίγες μπρικέτες για να ζεστάνουν το σπίτι τους. Τους έψαχναν τις τσέπες όταν σχόλαγε η βάρδια, μην τυχόν και έχουν καμιά μπρικέτα κρυμμένη.

Τον λιγνίτη τον φόρτωναν στα τραίνα που τα φυλάγανε οπλοφόροι και τον έστελναν όλο στη Γαλλία. Όλα τα έπαιρναν οι Γάλλοι για να πληρωθούν τα χρέη του πολέμου που είχαμε χάσει. Τα πάντα. Τα πάντα, ακόμα και τα μπρούντζινα σκεύη, τα ρόπτρα απ' τις πόρτες, τις πρόκες από τις σανίδες, τα μαχαιροπίρουνα, τα χάλκινα σκεύη, όλα τα πουλάγαμε για μέταλλο στα χυτήρια που τα έλιωναν και τα έστελναν στους Γάλλους, για να αγοράσουμε λίγο φαγητό και μπρικέτες ή λίγο χοιρινό λίπος. Εκείνο το χειμώνα, δεν είχαμε τίποτα άλλο να πουλήσουμε πια, ούτε να κάψουμε. Η αδερφή μου πέθανε από το κρύο. Κρυολόγησε και πέθανε».

Το είπε τόσο φυσικά αυτό, χωρίς κανένα πάθος, μου έκανε εντύπωση το πόσο απλά το είπε.

«Είχαμε φαρμακοβιομηχανίες και δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε φάρμακα. Νοσοκομεία και γιατροί; Ούτε λόγος, αυτά ήταν μόνο για τους λίγους και πλούσιους. Οι πλούσιοι… Αυτοί οι πλούσιοι που ήταν τα αφεντικά στις βιομηχανίες, στα ανθρακωρυχεία, στα μεταλλεία, ήταν και οι προδότες που συνεργάστηκαν με τους Γάλλους για να ξεπληρωθούν τα χρέη απ' τον πόλεμο. Και οι πολιτικοί… Οι πολιτικοί που ήταν και αυτοί όλοι ανεξαιρέτως εξαγορασμένοι υπάλληλοι των Γάλλων. Μόνο αυτοί ζούσαν καλά. Τα επόμενα χρόνια ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Δουλειές δεν υπήρχαν.

Εδώ κάτω αυτός ο δρόμος τότε ήταν ένας χωμάτινος μουλαρόδρομος γεμάτος λάσπη», είπε και έδειξε προς το παράθυρο, «σε αυτόν τον δρόμο έσερνα το κασόνι μου στην ανηφόρα, εκεί προς τα μεγάλα κτήματα και τις βίλες των πλουσίων και μάζευα τα αποφάγια τους, όταν προλάβαινα τα άλλα παιδιά που έψαχναν και αυτά για αποφάγια, ή όταν κέρδιζα τη μάχη στον σκουπιδοτενεκέ με άλλα πεινασμένα παιδιά. Τους έβλεπα πίσω από τα χοντρά σιδερένια κάγκελα να ταΐζουν τα σκυλιά τους με παχιά λουκάνικα. Κάποια μέρα ένα από τα παιδιά τους μας πέταξε μερικά λουκάνικα με περιφρόνηση, φωνάζοντάς μας να τα πιάσουμε με το στόμα μας στον αέρα, όπως ο σκύλος του. Τα πέταγε γελώντας. Τα πέταγε επίτηδες ψηλά για να διασκεδάσει καθώς παλεύαμε μεταξύ μας, μέσα στη λάσπη, εγώ και άλλα τρία παιδιά. Κατάφερα και άρπαξα ένα που ξέφυγε απ' τα χέρια των άλλων. Το μάζεψα από τις λάσπες και τις ακαθαρσίες των αλόγων, που είχαμε κυλιστεί και έφυγα τρέχοντας, είχα μέρες να φάω...».

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Ο Λόφος με τις βίλες, σκέφτηκα, η συνοικία με τα παλιά πυργόμορφα αρχοντικά. Εκεί που ο δικός μου πατέρας πήγαινε τα σαββατοκύριακα της άνοιξης και κούρευε το χορτάρι της απέραντης βίλας του ιδιοκτήτη της εταιρίας στην οποία δούλευε, για να βγάλει μερικά μάρκα παραπάνω. Τα περιπόθητα μάρκα που αποταμίευαν οι γονείς μου και όλοι οι μετανάστες, με το όνειρο να γυρίσουν κάποια στιγμή στην πατρίδα αποκαταστημένοι, όταν και αν θα άλλαζαν πολιτικά τα πράγματα.

«Τίποτα δεν λειτουργούσε. Ούτε τα σχολεία. Η επιβίωση ήταν κάθε μέρα και πιο δύσκολη. Ήμασταν "τίποτα". Πέθαναν φίλοι μου από την πείνα, γειτονόπουλα που μεγαλώσαμε μαζί. Κάποιοι κτηνοτρόφοι και αγρότες στα μικρά χωριά τα κατάφερναν λίγο καλύτερα, γιατί είχαν να φάνε, μα στις μεγαλύτερες από τη δική μας πόλεις ήταν ακόμη χειρότερα.  Μόνο οι πολιτικοί, οι πλούσιοι και οι τοποτηρητές των Γάλλων, όλοι αυτοί που δεν πολέμησαν ποτέ στον πόλεμο, ζούσαν πλουσιοπάροχα. Γερμανία χωρίς Γερμανούς. Οι Γερμανοί, εμείς ο λαός, δεν είχαμε κανένα δικαίωμα να υπάρχουμε. Η κυβέρνηση ήταν προδότες που το μόνο που έκαναν είναι να φροντίζουν να πληρώνουμε το χρέος του πολέμου. Όλα για το χρέος. Οι ζωές μας για το χρέος. Προδότες που συνθηκολόγησαν ενώ κερδίζαμε τον πόλεμο. Προδότες, που μας μαχαίρωσαν πισώπλατα και έπιναν το αίμα μας! Το πληρώναμε το χρέος με την ανυπαρξία μας».

Την τελευταία φράση δεν την ξέχασα ποτέ, γιατί δεν την κατανόησα τότε ως παιδί, ήταν πολύπλοκη στα Γερμανικά και κρατήθηκα πάλι με πολλή προσπάθεια να μην ρωτήσω. Αλλά οι φράσεις των μεγάλων που ως παιδιά δεν καταλαβαίνουμε, καταχωρούνται συνήθως βαθιά στα κιτάπια της μνήμης μας και καθώς μεγαλώνουμε δομούνται διαρκώς νέες ερμηνείες τους, μέχρι τελικά να εξηγηθούν.Επειδή περιμένουν τόσα χρόνια γι' αυτήν την εξήγηση, παραμένουν πάντα έντονες και μαζί χλωμές ταυτόχρονα, σαν τα κόκκινα φώτα που είχαν τα μπορντέλα πάνω από τις πόρτες τους πριν μερικές δεκαετίες στην οδό Ζήνωνος.

«Wirzahltzahlten die Schulden mit unserer Nichtigkeit - πληρώναμε το χρέος με την ανυπαρξία μας».

Ξαφνικά αισθάνομαι πως έχω κάνει μπουρδελότσαρκα στο πιο βρώμικο μπορντέλο της ιστορίας και φοβάμαι μην έχω κολλήσει κάποιο συφιλιδικό έλκος στο μυαλό.

«Την πρώτη φορά που άκουσα για το NSDAP ήταν όταν μοίρασαν κάρβουνο δωρεάν». Σταμάτησε για λίγο. Νομίζω πως περίμενε κάποια έκφραση θετικής έκπληξης από τον πατέρα μου, που δεν ήρθε όμως και συνέχισε. «Μοίρασαν δωρεάν κάρβουνο!», το τόνισε αυτό,«Καταλαβαίνεις; Ο κόσμος πανηγύριζε και έτρεχε να προλάβει, οι του κόμματος μοίραζαν σακιά με μπρικέτες. Σε λίγα λεπτά άδειασαν δεκάδες κάρα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο πατέρας μου ήρθε χαρούμενος σπίτι με ένα τσουβάλι μπρικέτες. Είχε μάθει από την προηγούμενη μέρα πως θα τα μοίραζαν, του το είπαν συνάδελφοί του που ήταν στο κόμμα και είχε πιάσει θέση από νωρίς στην πλατεία. Είχα χρόνια να δω χαμόγελο στο πρόσωπο του πατέρα μου, ίσως και να μην τον είχα δει ποτέ πριν να χαμογελά. Ως τότε δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με κόμματα, συνδικάτα ή πολιτική. Από κείνη τη μέρα δεν έλειψε ποτέ από εκδήλωση του κόμματος. Ποτέ!»

Ο πατέρας μου άκουγε υπομονετικά. Προσπαθούσε να καταλάβει. Νομίζω πως η περιέργειά του τώρα ήταν μεγαλύτερη από την αρχική, όσο μέσα του ξύπναγαν αυτόματα οι μνήμες και οι παραλληλισμοί. Φαντάζομαι θα σκεφτόταν πως στην κατοχή πέθανε ο αδερφός του, επίσης από ένα απλό κοινό κρυολόγημα. Πως στην Αθήνα τα κάρα του δήμου μάζευαν κάθε πρωί εκατοντάδες τυμπανισμένα από την ασιτία πτώματα. Θα θυμόταν σίγουρα τους πλούσιους μαυραγορίτες συνεργάτες των ναζί, το χωριό που πυρπολήθηκε δυο φορές (τη δεύτερη έκαψαν ζωντανούς ανθρώπους που είχαν φυγαδεύσει αντάρτες του ΕΛΑΣ), τις ξυπόλυτες διαδρομές στο χιόνι για να πάει στο γυμνάσιο, τον καλύτερο παιδικό του φίλο, τον Θανάση, που μία ριπή απ' τα αεροπλάνα διέλυσαν το κεφάλι του ενώ ήταν δίπλα του στο βουνό, το πληθωριστικό χρήμα, τον εμφύλιο και αργότερα τα εξευτελιστικά ψευτοσυσσίτια της Φρειδερίκης και την πείνα. Την άτιμη πείνα που τον συνόδευε, αδιάκοπα, από παιδί μέχρι τις αρχές του ’60 που μετανάστευσε. Την πείνα και τον φασισμό που τον έφερε στην ξενιτιά σχεδόν ως αυτοεξόριστο, «Gastarbeiter».

«Gastarbeiter» - Φιλοξενούμενος Εργαζόμενος. Η εύηχη, ποιητική και πολιτικά ορθή φράση που χρησιμοποιούσαν στη Γερμανία του ’60 για τους σκληρά εργαζόμενους μετανάστες, που στην πλειοψηφία τους ήταν από χώρες που είχε καταστρέψει η Γερμανία και που έκαναν φτηνά όλες τις δύσκολες και βρώμικες χειρωνακτικές εργασίες, που κανένας Γερμανός δεν καταδέχονταν πια να κάνει. Υποψιάζομαι πως αν στην Αθήνα του Περικλέους μιλούσαν γερμανικά, θα αποκαλούσαν έτσι τότε τους σκλάβους που εργάζονταν και πέθαιναν στα εργοτάξια, για να φιλοσοφούν και να μπεκρολογούν ολημερίς ελεύθερα οι «πολίτες» και να διαφημίζουν σήμερα οι νεοέλληνες το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν που δημιούργησε ποτέ η Ελλάδα, την (υπέρ)αστική δημοκρατία. Όχι, μη σοκάρεστε, η Ακρόπολη δεν χτίστηκε από δημοκράτες πολίτες, χτίστηκε από Gastarbeiter.

«Και πού το βρήκαν αυτοί το κάρβουνο;» ρώτησε πολύ απλά πατέρας μου. Θα μπορούσε να έχει ρωτήσει εκατοντάδες άλλα πράγματα όπως, το αυθόρμητο γέννημα της αξιοπρέπειας και της οργής: «Μα για ένα τσουβάλι κάρβουνα γίνατε ναζί;». Όμως ρώτησε απλά μόνο αυτό. Ο γέρος μου μερικές φορές έχει αυτή τη σχεδόν εκνευριστική, σχεδόν προβοκατόρικη διαύγεια, όταν μιλάει για πολιτική. Εκνευριστικά ορθολογική νηφαλιότητα, πιο εκνευριστική και από το ιταλικό κατενάτσιο του ’60 σε ποδοσφαιρικές αναλογίες. Κατά καιρούς έχω χάσει πολλές φορές το δίκιο μου σε πολιτικά ντέρμπι μαζί του, από αυτό το σύστημα. Αποτελεσματικός μέχρι αηδίας. Έχει ακόμη και σήμερα αυτή τη μαιευτική μέθοδο να θέτει ερωτήσεις. Σίγουρα ήταν μια από αυτές τις φορές όμως που έκανε την καταλληλότερη και διεισδυτικότερη ερώτηση, κατευθείαν στον στόχο.

«Και πού τα βρήκαν αυτοί τα κάρβουνα;» Στη γερμανική αργκό, η λέξη «Kohle - κάρβουνο» σημαίνει χρήμα, φράγκα, μπικικίνια, που λέμε στη δική μας αργκό. Η έκφραση αυτή είναι απομεινάρι της βιομηχανικής εποχής, όπου η κινητήριος δύναμη των πάντων, το καύσιμο των ατμομηχανών, ήταν το κάρβουνο.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Σιωπή για λίγο, σαν να προσπάθησε ο παππούς να κάνει κάποιους συνδυασμούς λέξεων. Σιωπή αμήχανη, σαν την κερκίδα των οπαδών της ομάδας που επί 90 λεπτά πολιορκεί την αντίπαλη περιοχή χωρίς αποτέλεσμα και στα τελευταία δευτερόλεπτα τρώει ένα θεαματικό γκολ από τη φιλοξενούμενη ομάδα. «Τι σημασία έχει;» είπε. «Δεν ξέρω», κόμπιασε λίγο. «Σημασία έχει πως είχαμε κάρβουνο να ζεσταθούμε! Κανείς δεν αναρωτήθηκε τότε από πού το βρήκαν, το ζήτημα είναι πως το μοίρασαν το κάρβουνο και το έκαναν και άλλες φορές αυτό. Μοίρασαν κάρβουνο, αυτό είναι το γεγονός, Petros (έτσι αποκαλούσε τον πατέρα μου, με το μικρό του όνομα). Προφανώς θα το αγόρασαν». Όμως καθώς τελείωνε τη φράση του αυτό το «προφανώς» σκάλωσε σαν ψαροκόκαλο στον λαιμό του και είχε έναν εκνευρισμό στην εκφορά του.

Προφανώς το κόμμα των εξαθλιωμένων και πάμφτωχων εργατών είχε πόρους και η «αφελής» ερώτηση του πατέρα μου ήταν ένα σαφές υπονοούμενο που ο παππούς δεν ήθελε να ακούσει. Πριν προλάβει ο πατέρας μου να ξαναρωτήσει, συνέχισε: «Εντάξει, εντάξει... Ακούγονταν φήμες για κάποιους κρυφούς ευεργέτες, πατριώτες. Κάποιους καλούς Γερμανούς επιχειρηματίες που χορηγούσαν το κόμμα. Κάποιους ανώνυμους και σεμνούς, πραγματικούς Γερμανούς, που δεν ήθελαν να αποκαλυφθούν τα ονόματά τους, κάποιους φιλεύσπλαχνους που φρόντιζαν για την ανόρθωση της πατρίδας. Πού είναι το κακό σε αυτό ;»

Ο πατέρας μου γύρισε προς το μέρος μου, έκανε πως δήθεν απευθύνθηκε σε μένα, έκανε μια μικρή γκριμάτσα σαν να μου έλεγε «μην απαντήσεις τώρα” και παραμίλησε μουρμουρίζοντας σιγά μέσα από τα δόντια του στα ελληνικά για να μην καταλάβει ο παππούς, “Αυτοί που τα παιδιά τους σας πέταγαν τα λουκάνικα στη λάσπη για να διασκεδάσουν ε ; …”.

Αμέσως δυνατότερα και καθαρά είπε “πάλι αεροπλάνο φτιάχνεις με τα τουβλάκια μικρέ;”. Σήκωσα ψηλά το μισοτελειωμένο σταυροειδές κατασκεύασμα και έκανα πως πετάει, ο παππούς χαμογέλασε μέσα από το παχύ μουστάκι του με καμάρι. “Ein Μesserschmitt” είπα και μάλλον χωρίς να το θέλω αποφόρτισα για λίγο την ατμόσφαιρα.

“Μοίρασαν και τρόφιμα και πετρέλαιο για τις λάμπες κάποιες άλλες φορές. Πήγαινε και ο πατέρας μου και βοηθούσε στις διανομές. Ο κόσμος που συνέρρεε ήταν πολύς και έπρεπε να τηρείται η προτεραιότητα και φυσικά να ακούσουν όλοι πρώτα, πριν αρχίσει η διανομή, τον λόγο που έβγαζε ο αντιπρόσωπος του κόμματος, πολλές φορές διάβαζαν και χαιρετισμό και μηνύματα του ίδιου του Αρχηγού, αργότερα μοίραζαν μαζί και την εφημερίδα” συνέχισε, “σε πολύ λίγο καιρό ήταν παντού !

Στις μπιραρίες μαζεύονταν και συζητούσαν, οργάνωναν συγκεντρώσεις και απεργίες, εκπροσωπούσαν τους εργάτες στα εργοστάσια, μας έβρισκαν δουλειές! Οι εφημερίδες τους ήταν σε κάθε σπιτικό. Στις εκκλησίες δημιουργούσαν σχολεία, μας μάθαιναν ιστορία. Την δική μας ιστορία, την ιστορία των Γερμανών, των καθαρών κατοίκων αυτού του τόπου, την κληρονομιά του πολιτισμού μας, την αλήθεια!

Είχε στόμφο ο λόγος τους, αλλά ήταν και απλός και κατανοητός. Ήταν ένας ξεσηκωμός. Ενάντια σε αυτούς που μας είχαν αποδεκατίσει. Ενάντια στους ξεπουλημένους πολιτικούς και τους εχθρούς της φυλής μας. Ήταν η ελπίδα για δικαιοσύνη. Η ελπίδα για δικαιοσύνη, η τιμωρία στους προδότες, αυτό που όλοι θέλαμε. Ήταν η ασφάλεια μας, ήσουν μαζί τους και ήξερες πως ανήκεις κάπου, δεν ήσουν μόνος και εγκαταλελειμμένος. Έβρισκες βοήθεια, δουλειά και συμπαράσταση. Ήταν η ελπίδα του έθνος. Υποσχέθηκαν να τους κρεμάσουν όλους τους προδότες. Και ο οδηγητής μας”, κοίταξε το κάδρο, “Ο Αδόλφος”, είπε το όνομα με την οικειότητα που αποκαλούμε έναν κολλητό μας, “ήταν απόμαχος, πολέμησε, στο μέτωπο, στα χαρακώματα, ήταν ένας από τους πατεράδες μας, ένας άνθρωπος του λαού, απλός, Γερμανός, ένας ήρωας του πολέμου, δεν άνηκε στους εχθρούς της πατρίδας, δεν ήταν από τις οικογένειες των διεφθαρμένων ευγενών που γλένταγαν όταν ο λαός πολεμούσε.”

“Δεν κρέμασαν όμως και πολλούς πλούσιους τελικά ε;” τον διέκοψε ο πατέρας μου με ελάχιστη δόση ειρωνείας.

Ο γέρος μου σπάνια εκτρέπεται από την ευγένεια και την τυπικότητα στις κουβέντες του, αλλά σε αυτή τη φράση του ξέφυγε ένα ίχνος ειρωνείας. Όχι περιφρόνησης απέναντι στον αφηγητή, αλλά ειρωνείας απέναντι στην ιστορία που έλεγε. “Ούτε και πολλούς από αυτούς τους πολιτικούς κρέμασαν ε ;” συμπλήρωσε ο πατέρας μου.

Ο παππούς έκανε πως δεν άκουσε. Αλλά είμαι βέβαιος πως άκουσε μια χαρά, ήταν τέρας υγείας εξ άλλου. Απλά δεν είχε απάντηση. Ή μάλλον δεν υπήρχε η κατάλληλη απάντηση που να μπορεί να την χρησιμοποιήσει χωρίς να παραδεχτεί ταυτόχρονα πως όντως έτσι ήταν. “Τον έκλεισαν στην φυλακή επειδή τα έβαλε μαζί τους”, απάντησε τελικά και το επανέλαβε, αυτή τη φορά με σταθερή και σίγουρη φωνή, σαν σκράπας μαθητής που θυμάται ξαφνικά την λύση μιας άσκησης που έχει αποστηθίσει, “Τον έκλεισαν στην φυλακή επειδή τα έβαλε μαζί τους! Οι πουλημένοι πολιτικοί και οι λεφτάδες. Τον έτρεμαν γιατί ήταν αληθινός και ανιδιοτελής πατριώτης! Τον έκλεισαν φυλακή αυτό και μόνο αποδεικνύει πόσο ειλικρινείς προθέσεις είχε. Όμως αυτό μας πείσμωσε περισσότερο, στις μπιραρίες είχαν τις φωτογραφίες του, σε κάθε συγκέντρωση του κόμματος οι σύντροφοι ήταν όλο και περισσότεροι, είχαμε στρατιωτική πειθαρχεία και οργάνωση και έτσι δεν μπορούσαν να μας αντιμετωπίσουν, είμαστε ο Γερμανικός λαός που έπαιρνε πίσω τη χώρα του από τους προδότες. Αυτό ήμασταν, ο πραγματικός Γερμανικός λαός και στρατός μαζί. Οι στρατιωτικοί και οι αστυνομικοί που ήταν και αυτοί εξαθλιωμένοι απλοί άνθρωποι του λαού, μας βοηθούσαν και αυτοί και σε λίγους μήνες ήταν στην απόλυτη πλειοψηφία τους μέλη του κόμματος. Σύντροφοι όλοι”.

Ο πατέρας μου έμεινε εμβρόντητος, μιας και η λέξη σύντροφος ήταν απαγορευμένη ακόμη και σαν ψίθυρος στην Ελλάδα της εποχής για τους γνωστούς λόγους.

Ο εθνικοσοσιαλισμός έκανε μεγάλες κάθετες εφορμήσεις στην ανοιχτή δανειστική βιβλιοθήκη της κομουνιστικής θεωρίας, προκειμένου να γίνει το καλοστημένο ανάχωμα απέναντι στο κομουνιστικό κόμμα και να αυτοχρισθεί, ως το κόμμα των συμφερόντων των εργατών. Ο “σοσιαλισμός” ως συνθετικό, ήταν ούτως η άλλως εξ ίσου κάλπικος και δανεικός όρος, με την “συντροφικότητα”, εντός του ναζιστικού κόμματος.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Μερικές λέξεις στην ιστορία της πολιτικής είναι πραγματικά θύματα  βιασμού, παράφυση, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.

“Ό Γερμανικός λαός ήταν με το μέρος του. Το βιβλίο του, “Ο Αγών μου”, που έγραψε μέσα στη φυλακή, πήγαινε από χέρι σε χέρι. Δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν φυλακισμένο παρά λίγους μήνες, γιατί το κόμμα ήταν παντού πλέον. Ο Γερμανικός λαός τον έκανε Καγκελάριο.”

“Μα ήταν δικτάτορας!” είπε έντονα και σίγουρα ο πατέρας μου, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.

“Όχι! Όχι Petros! Κάνεις λάθος! Ήταν νόμιμα εκλεγμένος από την πλειοψηφία του Γερμανικού λαού στις εκλογές!”, απάντησε ο παππούς κουνώντας μάλιστα και το δάκτυλο σαν δάσκαλος που επιπλήττει τον πιο τεμπέλη μαθητή της τάξης, “ο λαός τον εξέλεξε, κέρδισε τις εκλογές του 1932 καθαρά και με μεγάλη διαφορά. Δημοκρατία ήταν το πολίτευμα όταν εκλέχτηκε πρώτο το κόμμα! Τον εκλέξαμε, αυτή είναι η αλήθεια. Σίγουρα τώρα, εκ των υστέρων, αφού χάσαμε τον πόλεμο, όλοι λένε πως δεν έχουν καμία σχέση, πως δε γνώριζαν, όμως λένε ψέματα. Είναι δειλοί και λένε ψέματα! Εγώ δεν ντρέπομαι να πω την αλήθεια! Ήταν σχεδόν οι μισοί Γερμανοί που ψήφισαν το κόμμα. Μαζί με τα άλλα κόμματα που τον στήριξαν ήταν σχεδόν το μισό της βουλής, απολύτως δημοκρατικά και νόμιμα έγινε καγκελάριος.”

Νομίζω πως ήταν από τις λίγες φορές κατά την διάρκεια εκείνης “της συζήτησης για μεγάλους” που ο πατέρας μου πελάγωσε προσπαθώντας να συνδέσει τα όσα άκουγε με τα όσα γνώριζε από την ιστορία που είχε διαβάσει, αλλά κυρίως με τα βιώματα του. Δεν είναι κανένας ακαδημαϊκός ο γέρος μου, αλλά είχε τελειώσει οικονομικά σε νυχτερινή σχολή της Γερμανίας, δουλεύοντας παράλληλα και αγαπούσε πολύ την ιστορία και διάβαζε πολύ όταν είχε χρόνο. Ξαφνικά έσπασε στα μούτρα του ένα μεγάλο απόστημα ιστορικής πραγματικότητας γεμάτο σιχαμερό πύον. Δεν ήταν άγνωστο σε εκείνον πως εκλέχτηκε το ναζιστικό κόμμα, πρώτο, με μεγάλο ποσοστό το 1932, αλλά ήταν μάλλον ένα μικρό σοκ η συνειδητοποίηση πως είχε αποτυπωθεί μέσα του η καθιερωμένη αντίληψη της “κοινής γνώμης” πως ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία ως δικτάτορας.

Η απενοχοποίηση της γερμανικής κοινωνίας στηριζόταν, κατά κύριο λόγο, σε αυτό το επιχείρημα, πως δηλαδή ο πολύς κόσμος δεν φταίει, πως ήταν δικτατορία και άρα ότι έγινε ήταν πέρα από την βούληση των πολιτών. Πρέπει να ήταν πολύ οδυνηρό για εκείνον το συμπέρασμα που έβγαινε για την πολυπόθητη δημοκρατία στην εφαρμοσμένη της διάσταση, γιατί για αρκετή ώρα έπεσε σιωπή.

Αστική Δημοκρατία –  το ελαττωματικό πλυντήριο. Θα αγόραζε ποτέ κανείς άραγε ένα πλυντήριο, ακόμη και ένα απόλυτου γερμανικής ποιότητος, που να διαφημίζεται με το σλόγκαν : “τα κάνει όλα κατάλευκα, ακόμα και τα χρωματιστά.” ; Απ ότι φαίνεται με το κατάλληλο μάρκετινγκ ο κόσμος αγοράζει τα πάντα, ακόμα και αυτό το ελαττωματικό πλυντήριο. Ξεκάθαρα είχε εκλεγεί το κόμμα των ναζιστών από την μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών.

Η πλύσιμο της μπουγάδας του βρωμερού μπορντέλου στους 90 βαθμούς με χλωρίνη και άρωμα λεβάντας, δεν κάνει λιγότερο σιχαμερά τα σεντόνια που είναι στρωμένα πάνω στην καριόλα την ιστορία. Το ακόμα χειρότερο γεγονός: το ναζιστικό κόμμα είχε εκλεγεί πρώτο, ενώ διατύπωνε φανερά και απερίφραστα τις γνωστές αντιδημοκρατικές και αντιανθρωπιστικές θέσεις του και ενώ τραμπούκιζε ήδη πολιτικούς αντίπαλους. Μαζί με την οργή, την εκδίκηση, την ανέχεια, την πείνα και την εξαθλίωση που έκαναν τα χέρια των Γερμανών να επιλέγουν το ψηφοδέλτιο του ναζιστικού κόμματος στο παραβάν, στα μυαλά τους είχε εμφυτευτεί μεθοδικά η ιδεοληψία της εθνικής καθαρότητας και ανωτερότητας της φυλής, η ανάσταση μιας “αυτοκρατορίας” και η επιλογή ενός αυταρχικού και αντιδημοκρατικού συστήματος εξουσίας. Ναι ο Γερμανικός λαός, πλανημένος ή μη, είχε επιλέξει εντελώς δημοκρατικά, με την βούλησή του, να μην έχει … δημοκρατία.

Πρέπει να ήταν σοκ για τον πατέρα μου η κατάρρευση του μύθου πως ο Γερμανικός λαός ήταν στην πλειοψηφία του άμοιρος ευθυνών για ότι καταστροφή έφερε στον κόσμο ο ναζισμός.
Το άδειο στομάχι είναι ο χειρότερος εχθρός του μυαλού. Όταν ο οργανισμός δε έχει άλλα αποθέματα λίπους να κάψει, μάλλον καταβροχθίζει τα κύτταρα του εγκεφάλου του, σαν να προσπαθεί να αυτοκτονήσει ανώδυνα για να μην υποφέρει από τον αργό θάνατο της ασιτίας. Ο ναζισμός ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα απονενοημένο διάβημα μιας διαλυμένης, ατιμωμένης και απελπισμένης κοινωνίας. Όμως όταν η απελπισία και η ανέχεια είναι συστημικά και συστηματικά κατασκευάσματα και όχι αποτελέσματα τυχαίων συμφορών, τότε η αυτοκτονία είναι φόνος εκ προμελέτης και οι “κατασκευαστές πλυντηρίων” είναι φονιάδες με πρόθεση.

Η βόλτα στο δαιδαλώδες μπουρδέλο της ιστορίας μοιάζει ατελείωτη. Είναι σαν εφιάλτης, από αυτούς τους κλειστοφοβικούς, πού όποια πόρτα εξόδου και αν ανοίγεις με αγωνία για να ξεφύγεις από κάτι κακό που σε κυνηγάει, σε βγάζει ξανά στην κύρια είσοδο. Εκεί που σε υποδέχεται ο κομφερανσιέ με το τρομακτικό χαμόγελο. “Καλώς ήρθατε, περάστε, το παραβάν είναι στο βάθος, δίπλα απ τα τσιγκέλια με τα σφαγμένα πτώματα, είστε ελεύθεροι να επιλέξετε εμάς για την αυτοκτονία σας.” Κάθε φορά που ξυπνάς γλυτώνεις και μετά φοβάσαι για λίγο να ξανακοιμηθείς, αλλά μετά ανάβεις την TV και τελικά ξαναποκοιμιέσαι …

“Σε ελάχιστο χρόνο άλλαξαν όλα, ο μουλαρόδρομος έγινε λιθόστρωτο, αποκτήσαμε ρεύμα, τα εργοστάσια δούλευαν, υπήρχαν δουλειές, σχολεία, αστυνομία, στρατός – η θητεία έγινε υποχρεωτική*16, το χρήμα είχε σταθερή αξία. Εγώ σπούδασα σε τεχνική σχολή, έγινα μηχανικός και δούλεψα σε μια βιομηχανία που έφτιαχνε εξαρτήματα για κινητήρες. Όλα έτρεχαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, έργα, δρόμοι, σιδηρόδρομοι, βιομηχανίες, στάδια, πάρκα, ζωολογικοί κήποι, δημόσια κτήρια, παντού κάτι ανεγειρόταν, παντού τάξη και ανάπτυξη. Και μόρφωση για όλους τους Γερμανούς και υγεία για όλους τους Γερμανούς, ακόμα και δωρεάν μάσκες αερίων για όλους τους Γερμανούς και καταφύγια για το ενδεχόμενο νέου πολέμου και κάρτα τροφίμων για όλους τους άπορους Γερμανούς και ασφάλεια για όλους τους Γερμανούς.”, ξανάναψε το πούρο του με ένα σπίρτο, “Και φυσικά βοηθάγαμε όλοι και εθελοντικά να ξαναγίνουμε αυτοκρατορία. Με τους συντρόφους θυμάμαι σκάψαμε εθελοντικά το αντιαεροπορικό καταφύγιο στο σταθμό του τραίνου εδώ στο Vohwinkel*18, σκάβαμε και τραγουδάγαμε και γλεντάγαμε. Αργότερα το ανέλαβε μια κατασκευαστική εταιρία με καταναγκασμένους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Kemna*20”, ο πατέρας μου τότε πετάχτηκε και διέκοψε την νοσταλγική αναπόληση του παππού.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

Ήταν η στιγμή που σίγουρα περίμενε από την αρχή της κουβέντας, η στιγμή που ο μετανάστης, που επί χρόνια εξάτμιζε τον ιδρώτα του στην ατμομηχανή του “οικονομικού θαύματος” της Γερμανίας, μπορούσε να βάλει το δάχτυλο βαθιά στην πληγή, να σηκώσει το βαρύ χλιδάτο μοβ χαλί κάτω απ το οποίο είχε σκουπιστεί πρόχειρα η τέφρα της ανθρωπιάς και να κοιτάξει από κάτω.

Δε έχει καμία σημασία πως ο γέρος μου είχε σαφή θέση και έχθρα για το ναζισμό και πως ήξερε, μέσες άκρες, την αλήθεια, εδώ η περιέργεια υπερίσχυε. Εδώ η περιέργεια ήταν δυνατότερη και από την πείνα της γενιάς του που έκανε, τους ήρωες να ρισκάρουν τη ζωή τους με ρεσάλτα για μία γερμανική κονσέρβα, τους λιγούρηδες να ξεπουλάνε τις ζωές των άλλων για μια εγγλέζικη κονσέρβα και τους μεσαίους νοικοκυραίους να κάνουν κονσέρβα την ζωή και τα όνειρα των παιδιών τους.

Εξ άλλου, απ την αρχή η ερώτηση “Μα γιατί ;” που έκανε, κουβάλαγε και την υπονοούμενη συνέχεια, “Μα γιατί έχεις κρεμασμένο στον τοίχο σου ένα κάδρο, αυτού που ξεκλήρισε εκατομμύρια αθώους ανθρώπους ;” και τώρα η κουβέντα έφτανε στην πραγματική φρίκη με την οποία ήταν παγκοσμίως πια σημειολογικά συνδεδεμένο αυτό το κολοβό μουστάκι του κάδρου.

“Στρατόπεδα συγκέντρωσης;” είπε με έμφαση ο πατέρας μου, “καταναγκασμένοι εργάτες που δούλευαν σε έργα και βιομηχανίες; Δεν ήταν ποινικοί εγκληματίες, που  καταδικάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία Willi! Όλοι γνωρίζουμε πως ήταν Εβραίοι, Τσιγγάνοι και Κομουνιστές. Άνθρωποι που απλά είχαν άλλες ιδέες και καταγωγή Willi, απλοί άνθρωποι που ζούσαν μαζί σας πριν, πως μπορείς να …” ο παππούς διέκοψε χωρίς να δείχνει κανένα ίχνος ενοχής “Κομμουνιστές; Οι Μπολσεβίκοι θα εννοείς; μα ήταν ποινικά καταδικασμένοι, με βάση το νόμο Ermächtigungsgesetz. Αυτοί και οι σοσιαλιστές είχαν φτάσει τη χώρα στο χείλος του εμφυλίου. Σε πολλές πόλεις μάχονταν μεταξύ τους με ένοπλες ομάδες, πυρπόλησαν το κοινοβούλιο και τέθηκαν εκτός νόμου. Εκτός νόμου σημαίνει παράνομος …” ο πατέρας μου διέκοψε πάλι έντονα “μα ήταν κόμματα, δεν μπορείς να βγάζεις παράνομο ένα κόμμα, ήταν πολιτικές οι διώξεις, ήταν εξόντωση πολιτικών αντιπάλων!”.

Ο παππούς συνέχισε ακάθεκτος με απόλυτη σιγουριά στο λόγο του, θα πρέπει να πίστευε 1000% τα όσα έλεγε, “Αυτοί οι νόμοι φτιάχτηκαν από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση για να προστατευτεί η χώρα από ένα εμφύλιο πόλεμο, οι νόμοι φτιάχνονται για να τηρούνται Petros. Θέλαμε τάξη και ασφάλεια, δεν θέλαμε ένα πόλεμο Γερμανών εναντίων Γερμανών, δεν αντέχαμε άλλο ξεκλήρισμα, οι μπολσεβίκοι και οι σοσιαλιστές ήταν εγκληματίες ενάντια στον απλό Γερμανικό λαό !”

Τέντωσα τα αυτιά μου πολύ καλά τώρα. Πολλές οι άγνωστες λέξεις που άκουγα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κάποιες τις θυμάμαι μόνο σαν εντύπωση γιατί με το πρώτο άκουσμα δε μπορούσα καν να τις προφέρω. Στην Γερμανία του ’70 δεν άκουγες τις λέξεις “κομουνιστής” και  “μπολσεβίκος” στην καθημερινότητα ως παιδί. Δεν τις έλεγε η τηλεόραση και δεν τις έλεγαν σίγουρα ούτε ο Τάκης Μηλιάδης και ο Παύλος Μπακογιάννης, στην Ελληνόφωνη εκπομπή της Deutsche Welle.

Οι επόμενες άγνωστες λέξεις που άκουσα όμως ακούγονταν παντού το ’72 στη Γερμανία, στις ειδήσεις, στις συζητήσεις των μεγάλων μεταξύ τους και σε αφίσες της αστυνομίας στις στάσεις των λεωφορείων και των τραίνων, παντού!

“Δηλαδή δε είναι εγκληματίες οι τρομοκράτες Μπάαντερ-Μάινχοφ, Petros; Είναι νομοταγείς πολίτες, είναι νόμιμη αυτή η σπείρα ;”,  ο πατέρας μου εξεράγει – για τους λάθους λόγους βέβαια αγαπητέ μου πατέρα – με τον παραλληλισμό και απάντησε “μα δεν είναι το ίδιο, δεν είναι καν κόμμα! Το ΚΚ Γερμανίας και οι Σοσιαλιστές ήταν σχεδόν το άλλο μισό σας κοινοβούλιο τότε!”. Νομίζω πως ήταν και η μόνη ατυχής παρατήρηση του πατέρα μου αυτό το επιχείρημα, καθ όλη τη διάρκεια αυτής της “συζήτησης για μεγάλους”.

Η συντηριτικοποίηση και αστικοποίηση είχε φωλιάσει ήδη πολλά έτη πριν στο πολιτικό κριτήριο του πατέρα μου και η ένταξη του στην σοσιαλδημοκρατική νοοτροπία έκανε την ματιά του πιο στενή. Ο σοσιαλδημοκρατικός “παράδεισος”, ήταν πια επί χρόνια ο βιότοπος του πατέρα μου και είχε βοσκήσει αρκετά μάρκα, ώστε να έχει την ψευδαίσθηση πως ο τσομπάνης κάνει εξαιρέσεις και πως τα σκυλιά του, που προστατεύουν το κοπάδι, είναι χορτοφάγα.

Έτσι είναι, η πλήρης ένταξη στον τρόπο ζωής που προσφέρεται από ένα καπιταλιστικό παράδεισο αυξάνει την αξία του “μεγέθους”, άνισα, έναντι στις αξίες της ποιότητας και της χρηστικότητας. Είχε ξεχάσει ο πατέρας μου πως και το ΠΑΚ στο οποίο ανήκε δεν ήταν κοινοβουλευτικό νόμιμο κόμμα, δε είχε κανένα μεγάλο μέγεθος απήχησης αρχικά και φυσικά ήταν υπό διωγμό από την χούντα, ως τρομοκρατική αντεθνική οργάνωση. Ούτε είχε συνειδητοποιήσει τότε μάλλον πως θα μετασχηματιζόταν στο άμεσο μέλλον σε κοινοβουλευτικό κόμμα. Έβλεπε την χούντα στην Ελλάδα και έναντι της θεωρούσε πλέον ιδανική δημοκρατία αυτό που ζούσε στην (Δυτική τότε) Γερμανία της αφθονίας.

Όσο μεγαλύτερη η μπουκιά στο στόμα του πεινασμένου, τόσο δυσκολότερο να μιλήσει και τόσο μεγαλύτερη η ραστώνη της χώνεψης. Εξ άλλου ο εξευρωπαϊσμός και το Savoir vivre το λένε καθαρά : μην μιλάς με γεμάτο στόμα. Κατά κάποιο τρόπο οι “ιδανικές” αστικές δημοκρατίες στο απόγειο του καπιταλισμού ήταν δημοκρατίες τύπου “Savoir vivre” – σε μπουκώνω όσο χρειάζεται, για αυτό κράτα κλειστό το στόμα όταν μασάς, δεν είναι σωστό να φτύνουμε τους οικοδεσπότες …
“Το ΚΚ και οι σοσιαλιστές είχαν ανοίξει ένοπλο πόλεμο μεταξύ τους, δεν θέλαμε εμφύλιο” συνέχισε ο παππούς ακάθεκτος.

“Και οι Εβραίοι ;” ρώτησε ο πατέρας μου με περισσότερη ένταση.

Κι άλλη άγνωστη λέξη για μένα και μάλιστα εντελώς άγνωστη, ακόμα και σαν άκουσμα. Είμαι βέβαιος πως την λέξη “Εβραίος”, δεν την εκστόμιζες εύκολα το ’72 στη Γερμανία. Οι στάχτες των κρεματορίων ήταν ακόμα ζεστές. Υπό μία έννοια η μεταπολεμική Γερμανία είχε μια σιωπηλή, ενοχική, αυτολογοκρισία στην γλώσσα της επόμενης γενιάς που κληρονόμησε την ιστορία του ολοκαυτώματος. Σίγουρα ο μέσος Γερμανός της δεκαετίας του ’70 είχε μέσα του έντονη την ενοχή για τα εγκλήματα των πατεράδων τους και την αγωνία να ξεχαστούν το γρηγορότερο όλα αυτά.

“Κοίταξε Petros, εγώ ποτέ δε πίστεψα πως ήταν κακοί όλοι οι Εβραίοι, όπως δε πίστεψα ποτέ πως όλοι οι Γερμανοί είναι καλοί. Στην πόλη είχε αρκετούς, όχι πάρα πολλούς όπως στις μεγάλες πόλεις, αλλά αρκετούς. Κάποιοι μάλιστα πολέμησαν και στον πρώτο παγκόσμιο, πάρα πολλά καταστήματα στο κέντρο ανήκαν σε Εβραίους, μερικές και μεσαίες επιχειρήσεις επίσης. Δεν πίστευα πως συνωμοτούσαν όλοι εναντίων μας και γνώριζα αρκετούς πολύ αξιοπρεπείς καλούς και ήσυχους οικογενειάρχες. Μπορεί η εφημερίδα να έγραφε πως είναι η αιτία για κάθε συμφορά μας, όμως εγώ δε το πίστεψα αυτό, ήταν υπερβολή. Σίγουρα ήταν λάθος αυτή η θεωρία, δεν λέω πως δεν έγιναν και λάθη, σίγουρα έγιναν, αλλά …”

Να το! Να το αυτό το περιβόητο “αλλά”, αυτός ο καταραμένος αντιθετικός σύνδεσμος, που η χρήση του σε μια πολιτική κουβέντα μετατρέπει την εξαίρεση ενός κανόνα, σε κανόνα. Σιγά και μην δεν είχε ένα τουλάχιστον “αλλά”, να πει ένας νοσταλγός του Αδόλφου, όταν αναφερόταν στο εβραϊκό ζήτημα, στο ολοκαύτωμα και σε όλα τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.(…).

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

“… αλλά ήταν ξένοι ! Δεν είχαν δικό τους κράτος και ήρθαν στο δικό μας, όπως και να το κάνεις όμως δεν ήταν Γερμανοί, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, άλλα έθιμα, άλλη καταγωγή. Ήταν ξένοι και η χώρα δε είχε να θρέψει ούτε τους Γερμανούς πια. Υπήρχαν εκατομμύρια Γερμανοί άνεργοι και στη θέση τους δούλευαν οι ξένοι, ακόμα και σε θέσεις του δημοσίου. Απλώνονταν σε μια περιοχή μιας πόλης και γινόταν δικό τους κομμάτι. Στα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους δούλευαν σχεδόν αποκλειστικά μόνο Εβραίοι, δεν προσλάμβαναν Γερμανούς, προσλάμβαναν μόνο Εβραίους και έφερναν στη χώρα κι άλλους συγγενείς τους!”, πήρε αναπνοή και συνέχισε το ίδιο επιθετικά την άμυνά του,

“Δεν χώραγε η χώρα ξένους, έπρεπε να ζήσουν πρώτα οι Γερμανοί. Δεν μπορούσε να θρέψει άλλους η χώρα. Δική μας ήταν αυτή η χώρα, είχαμε δικαίωμα να θέλουμε να μην έχουμε ξένους ! Είμαστε διαφορετικές φυλές, εμείς άριοι με δική μας ιστορία απ τις απαρχές του κόσμου και κείνοι άλλοι. Εμείς πατάγαμε στη γη των προγόνων μας, μας ανήκε η χώρα αυτή, δεν τους καλέσαμε εδώ! Ήρθαν γιατί δεν είχαν δική τους χώρα και θέλησαν να φτιάξουν μια χώρα μέσα τη δική μας. Να μας αλλάξουν. Οι Γερμανία ανήκει στους Γερμανούς, πως θα ήταν Γερμανία αν άνηκε σε άλλη φυλή;”, ο πατέρας μου είχε διαγραμμένη στο πρόσωπό του την αγωνία να διακόψει, “μα …” είπε αλλά ο παππούς απάντησε μόνος του χωρίς να ερωτηθεί,

“Ξέρω τι θα πεις, πως έγινε γενοκτονία. Θάλαμοι αερίων, φούρνοι και σαπούνια.  Όλα αυτά τα ψέματα που λένε οι Αμερικάνοι και όλα αυτά που λένε οι Εβραίοι. Είναι ψέματα! Τους διώξαμε, ναι τους διώξαμε από τη χώρα μας, τους πιέζαμε να φύγουν, να πάνε αλλού, να φύγουν και να αποκτήσουν οι Γερμανοί τον αναγκαίο ζωτικό χώρο που μας ανήκε. Τους πιέσαμε να φύγουν και εκείνοι δεν έφευγαν. Καμία χώρα δεν τους ήθελε! Σίγουρα υπήρξε και βία, ναι υπήρξαν στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά ήταν στρατόπεδα για να συγκεντρωθούν και να απελαθούν. Δε μπορούσαμε να τους ζήσουμε, έπρεπε να παράγουν και έτσι όταν άρχισε ο πόλεμος πολλοί χρησιμοποιήθηκαν στην καταναγκαστική εργασία, ώστε να είναι χρήσιμοι μέχρι να απελαυνόταν. Καμία χώρα δεν τους ήθελε.

Εξάλλου στον πόλεμο όλοι δουλεύαμε εθελοντικά για να υπάρχει τροφοδοσία. Εγώ δεν είδα όμως πουθενά εκτελέσεις και φούρνους, δεν το έγραφε καμία εφημερίδα, δε το έλεγε κανένας, άρα δεν έγιναν όλα αυτά. Δε μπορεί να ξέρουν καλύτερα από μας που ήμασταν εδώ τότε τι έγινε, οι Αμερικάνοι. Αυτά τα λένε οι Εβραίοι! Εγώ αυτά τα άκουσα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο ….” ξεφύσηξε και χαμήλωσε την ένταση “Όπως και να χει εγώ δεν πείραξα ποτέ κανέναν! Και οι σύντροφοι που γνώριζα ούτε και αυτοί! Και σίγουρα δεν έφταιγε ο Αδόλφος. Ακόμη και αν έγιναν κάποια μεμονωμένα γεγονότα είμαι βέβαιος πως ο Αδόλφος δε γνώριζε, δεν μπορεί να γνώριζε τι έκανε ο κάθε μέσος αξιωματικός. Δε μπορεί να είχε ευθύνη για μερικούς που το παραέκαναν.”
“6.000.000 ψυχές είπε ο πατέρας μου”, προσπαθώντας να σπάσει τον λογικό βρόγχο του παραλόγου “και πολλά περισσότερα εκατομμύρια νεκροί από τον πόλεμο … και σαν να μονολόγησε εμφατικά “ευτυχώς τον χάσατε … και νίκησε η ανθρωπότητα.”, είχε κοκκινίσει.

Στην άκρη της γλώσσας του πρέπει να είχαν σταθεί τόσες λέξεις, κατάλληλες και μη, που θα μπορούσε να σπάσει απ το βάρος τους και ας μην έχει κόκαλα. Στο κεφάλι του πρέπει ταυτόχρονα να εξεγείρονταν εκατομμύρια κύτταρα μνήμης, γνώσης και συναισθημάτων. Δεν ήταν οργισμένος, γνωρίζω πως είναι ο γέρος μου, όταν είναι οργισμένος. Ήταν μάλλον έντονα απελπισμένος, απηυδισμένος και συναισθηματικά διχασμένος. Ο καλοκάγαθος κύριος Deutschendorf, τόσα χρόνια γείτονας, φιλόξενος οικοδεσπότης και θετός παππούς του παιδιού του, από τη μία και από την άλλη ο έμμεσα ή άμεσα δήμιος εκατομμυρίων και μεταξύ αυτών και των χιλιάδων Ελλήνων. Και αμετανόητος, ακόμη ναζί μέχρι το κόκαλο.

Εκείνη τη μέρα μπορεί να μην κατάλαβα τίποτα απ όσα έλεγαν αλλά σίγουρα έμαθα πως η μεγαλύτερη χρησιμότητα των ρολογιών τοίχου είναι να σε απεμπλέκουν από συνευρέσεις και συζητήσεις, όταν νιώθεις εγκλωβισμένος στα επίχρυσα κάγκελα της ευγένειας και της τυπικότητας και του πολιτικά ορθού. Ο κούκος στο μεγάλο κρεμαστό ξύλινο ρολόι πετάχτηκε έξω έντεκα φορές αλλά νομίζω πως ταυτόχρονα η πίεση του πατέρα μου έπεσε αντίστοιχες έντεκα μονάδες και απέφυγε την έκρηξη κάποιου μικρού αγγείου στον εγκέφαλο. Και ενώ ο κακόμοιρος και ολίγον εξόφθαλμος κούκος προσπάθησε μάταια να αποδράσει έντεκα φορές καθώς τον τραβούσε κάθε φορά πίσω το ελατήριο και η πόρτα ξανάκλεινε στα μούτρα του, ο πατέρας μου απέδρασε.

“Έντεκα! Πρέπει να πηγαίνουμε είπε” σαν να μην είχε γίνει ποτέ όλη αυτή η συζήτηση, “έχω υποσχεθεί στο μικρό να πάμε για έλκηθρο” και μετά στο γήπεδο, “μικρέ μάζεψε τα παιχνίδια και πάμε.” Ο παππούς δεν έδειξε παραξενεμένος. Μάλλον ο κούκος τον βόλεψε και εκείνον να αποδράσει.

Η αγάπη που μου είχαν και οι δύο τους συνέδεε κατά κάποιο τρόπο και κανείς απ τους δύο δεν ήθελε να τεντώσει άλλο το σχοινί της διελκυστίνδας που σπάζοντας θα πλήγωνε σίγουρα εμένα. Η αγάπη ήταν ανιδιοτελής, δεν είχε να κάνει με όλα αυτά.

Μάζεψα τα Lego μου στον κουβά και έδειξα γεμάτος καμάρι το τελειωμένο πια κατασκεύασμα μου στον παππού, “ein Messerschmit 262 !” φώναξα. Με πήρε αγκαλιά, μου τσίμπησε τρυφερά το μάγουλο όπως συνήθιζε, “το πρώτο αεριωθούμενο, η τεχνολογία που πήγε την ανθρωπότητα στο διάστημα” είπε με καμάρι, “να περάσετε όμορφα και να είσαι φρόνιμος”.

Λίγο αργότερα ανηφορίζαμε με τον πατέρα μου τον χιονισμένο λόφο. Εγώ έσερνα με καμάρι το ξύλινο έλκηθρο μου, που ήταν μια καταπληκτική ξύλινη κατασκευή του παππού, με ένα χοντρό σχοινί. Παίξαμε χιονοπόλεμο και τρέξαμε μέσα στα χιονιά, κουτρουβάλησα πολλές φορές με το έλκηθρο και κατηφορίσαμε πάλι, για να προλάβουμε το ματς της τοπικής ομάδας, δεν θυμάμαι με ποια ομάδα έπαιζε. Ο πατέρας μου ήταν τώρα σκεφτικός και αμίλητος καθώς περιμέναμε να αρχίσει το ματς, καθισμένοι στις κερκίδες. Δεν συμμετείχε όπως έκανε πάντα στα χαρούμενα τραγούδια της κόκκινο-μπλε ομάδας και έμοιαζε απόμακρος και αφηρημένος.

“Μπαμπά έκανε κάτι κακό ο παππούς ;” ρώτησα, εκείνος κόμπασε λίγο και μετά μου έδειξε απέναντι στη στοά των αποδυτηρίων “κοίτα, κοίτα, νάτοι βγαίνουν, θα σκίσουμε σήμερα!”, σε λίγη ώρα τραγουδάγαμε αγκαλιασμένοι τον ύμνο της ομάδας.

Την επόμενη χρονιά με την πτώση της χούντας ο νόστος έκανε τον πατέρα μου να αποφασίσει την οριστική επιστροφή μες στην πατρίδα. Στην αρχή μου έλειπαν ο θετός παππούς και η γιαγιά, μετά άρχισα να μαθαίνω ιστορία και απέφυγα να έχω επαφή μαζί τους και να απαντώ στα γράμματά τους.

Μεγαλώνοντας στην εφηβεία σκότωσα οριστικά μέσα μου το κτήνος. Δεν ξέρω αν έλεγε όλη την αλήθεια. Δεν ξέρω πόσο παραπλανημένος ή συνειδητός ήταν. Πολύ λίγη σημασία έχει.
Η διαφορά ενός δάχτυλου που υπογράφει την εντολή μιας εκτέλεσης, με το δάχτυλο που τραβά την σκανδάλη είναι ανύπαρκτη και το αποτέλεσμα δεν επηρεάζεται από το εάν ο εντελών ή ο εκτελών είναι παραπλανημένος ή συνειδητός. Δεν διαφέρει ούτε από το δάχτυλο του ρουφιάνου που για να γλυτώσει το τομάρι του δείχνει κάποιον.

Δεν ξέρω αν ήταν το δέρμα, μια τρίχα, μια παρανυχίδα, ή αν ήταν η αμετανόητη καρδιά του κτήνους. Ξέρω όμως, σίγουρα, πόσο εύκολα κατασκευάζεται ένα θεωρητικά εκλιπών κτήνος.

Πόσο γρήγορα και εύκολα αναγεννιέται σε ένα συστημικό εργαστήριο από μερικά μικρά, αναποφάσιστα και αθώα βλαστοκύτταρα της κοινωνίας, όταν απογυμνώνουν τον πυρήνα τους από την ιστορία και την μνήμη και τα επαναπρογραμματίζουν, βομβαρδίζοντάς τα με τοξική προπαγάνδα και όταν τα εμβαπτίζουν στο καυστικό οξύ της εξαθλίωσης.

Είναι προφανές ρητορικά πως κανένα κτήνος δε ζει χωρίς καρδιά και στα παραμύθια οι ιππότες σκοτώνουν τα κτήνη καρφώνοντας την καρδιά. Αλλά πέρα από την ρητορεία και τα συναισθηματικά αξιολόγια, στον φυσικό και πραγματικό κόσμο, είναι το ίδιο προφανές πως δεν ζει το κτήνος ούτε χωρίς την επιδερμίδα μέσα στην οποία περιέχεται. Τομάρι είναι και η επιδερμίδα …
Στον γιό μου, που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έγινε ενήλικο αντράκι και που δεν πρόλαβα ή αμέλησα να του αφηγηθώ όσες “συζητήσεις για μεγάλους” ήθελα όταν ήταν μικρός.

εμφάνιση σχολίων