0
1
σχόλια
1111
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Γενιές πολιτικής χειραγώγησης μετέτρεψαν την αίσθηση αλληλεγγύης σε μάστιγα. Η φροντίδα μας έγινε όπλο εναντίον μας

DAVID GRAEBER
14 Απριλίου 2014
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ, είναι το γιατί οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται στους δρόμους;». Ακούω αυτή τη φράση πού και πού από ανθρώπους με ισχυρό υπόβαθρο. Υπάρχει ένα είδος δυσπιστίας. «Στην τελική», φαίνεται να εννοούν, «ουρλιάζουμε για το φονικό όταν κάποιος απειλήσει έστω και λίγο τις φοροαπαλλαγές μας. Αν κάποιος απειλούσε την πρόσβασή μου στα τρόφιμα ή στη στέγη, σίγουρα θα έκαιγα τράπεζες και θα εισέβαλλα στο κοινοβούλιο. Τι έχουν πάθει αυτοί οι άνθρωποι;»

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΕΡΩΤΗΣΗ. Ο οποιοσδήποτε θα σκεφτόταν ότι μια κυβέρνηση που έχει προκαλέσει τέτοιο πόνο σε αυτούς που έχουν τα λιγότερα αποθέματα για ν’ αντισταθούν, χωρίς καν να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, θα ρίσκαρε την πολιτική της αυτοκτονία. Αντ’ αυτού, η βασική λογική της λιτότητας έχει γίνει αποδεκτή απ’ όλους. Γιατί; Γιατί πολιτικοί που υπόσχονται συνεχή πόνο κερδίζουν τη συναίνεση της εργατικής τάξης, αν όχι την υποστήριξή της;

ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ Η ΙΔΙΑ Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ με την οποία ξεκίνησα δίνει μια απάντηση. Οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορεί να είναι, όπως συνεχώς μας υπενθυμίζεται, λιγότερο σχολαστικοί σε ζητήματα νομικής φύσης ή ιδιοκτησίας από τους «καλύτερούς» τους, αλλά είναι επίσης πολύ λιγότερο εμμονικοί με τον εαυτό τους. Νοιάζονται περισσότερο για τους φίλους τους, τις οικογένειες και τις κοινότητες. Συνολικά, τουλάχιστον, είναι καλύτεροι/ευγενικότεροι.

ΩΣ ΕΝΑ ΒΑΘΜΟ ΑΥΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ έναν παγκόσμιο κοινωνιολογικό νόμο. Οι φεμινίστριες έχουν εδώ και καιρό επισημάνει ότι αυτοί που βρίσκονται στον πάτο του εκάστοτε άνισου κοινωνικού πλαισίου τείνουν να σκέφτονται, και άρα να νοιάζονται, γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί στην κορυφή σκέφτονται, ή νοιάζονται, για τους πρώτους. Οι γυναίκες σε όλα τα μέρη της Γης τείνουν να σκέφτονται και να γνωρίζουν περισσότερα για τις ζωές των αντρών απ’ ό,τι οι άντρες γι’ αυτές των γυναικών, όπως ακριβώς και οι μαύροι άνθρωποι γνωρίζουν περισσότερα για τις ζωές των λευκών, οι υπάλληλοι για τις ζωές των εργοδοτών και οι φτωχοί για τις ζωές των πλουσίων.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ, η γνώση οδηγεί στη συμπόνια. Οι πλούσιοι και ισχυροί, εν τω μεταξύ, μπορούν να παραμένουν ανυποψίαστοι και αδιάφοροι, επειδή έχουν τα υλικά εφόδια για να το κάνουν. Πολυάριθμες ψυχολογικές μελέτες έχουν πρόσφατα επιβεβαιώσει αυτό το γεγονός. Όσοι έχουν γεννηθεί σε εργατικές οικογένειες τα πάνε πολύ καλύτερα στα τεστ εκτίμησης των συναισθημάτων των άλλων απ’ ό,τι οι γόνοι των πλουσίων ή των επαγγελματικών τάξεων. Κατά κάποιον τρόπο αυτό δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Σε γενικές γραμμές το να είσαι «ισχυρός» σημαίνει να μη χρειάζεται να δώσεις και πολλή προσοχή σε αυτά που σκέφτονται ή αισθάνονται οι γύρω σου. Ο ισχυρός προσλαμβάνει άλλους να το κάνουν αυτό για τον ίδιο.

ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΥΝ; Κυρίως παιδιά της εργατικής τάξης. Εδώ πιστεύω ότι τείνουμε να είμαστε τόσο τυφλωμένοι από μια εμμονή  (τολμώ να πω ρομαντικοποίηση) με την εργασία σε εργοστάσιο ως παράδειγμα «αληθινής εργασίας», που έχουμε ξεχάσει από τι κυρίως αποτελείται η ανθρώπινη εργασία.

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ  Ή ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, οι εργατικές γειτονιές στέγαζαν πολλούς παραπάνω λούστρους, οδοκαθαριστές, μάγειρες, νοσοκόμες, υπηρέτριες, ταξιτζήδες, δασκάλους, πόρνες και πλανόδιους μανάβηδες από ό,τι εργαζόμενους σε ανθρακωρυχεία, εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας ή χυτήρια σιδήρου. Ακόμα περισσότερο σήμερα. Αυτό που αρχετυπικά θεωρούμε γυναικεία δουλειά -την ανατροφή ανθρώπων, την εξυπηρέτηση των θέλω και των αναγκών τους, την επιβεβαίωση, το να περιμένεις να δεις τι θέλει το αφεντικό ή τι σκέφτεται, για να μην αναφέρουμε τη φροντίδα, την παρακολούθηση, τη συντήρηση των φυτών, των ζώων, των μηχανών και άλλων αντικειμένων- αντιστοιχεί σε ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της εργασίας των ανθρώπων της εργατικής τάξης απ’ ό,τι η δουλειά με το σφυρί, το σκαρπέλο, τον ανυψωτήρα, το δρεπάνι.

ΑΥΤΟ ΑΛΗΘΕΥΕΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ τα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης είναι γυναίκες (αφού οι περισσότεροι άνθρωποι γενικά είναι γυναίκες), αλλά επειδή έχουμε μια διαστρεβλωμένη άποψη ακόμα και γι’ αυτά που κάνουν οι άντρες. Όπως οι απεργοί του μετρό έπρεπε πρόσφατα να εξηγήσουν στους αγανακτισμένους επιβάτες ότι «οι ακυρωτές εισιτηρίων» δεν περνούν τον περισσότερο χρόνο τους ακυρώνοντας εισιτήρια αλλά εξηγώντας πράγματα, διορθώνοντας άλλα, βρίσκοντας χαμένα παιδάκια και προσέχοντας τους γέρους, τους αρρώστους και τους μπερδεμένους.

ΑΝ ΤΟ ΚΑΛΟΣΚΕΦΤΕΙΣ, ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΚΑ Η ΖΩΗ; Τα ανθρώπινα όντα είναι projects αμοιβαίας δημιουργίας. Η περισσότερη δουλειά που κάνουμε είναι ο ένας για τον άλλον. Οι εργατικές τάξεις απλά έχουν ένα μη αναλογικό μερίδιο. Είναι οι τάξεις που φροντίζουν για τους άλλους - και πάντα αυτό έκαναν. Είναι απλά η ακατάπαυστη δαιμονοποίηση που κατευθύνεται στους φτωχούς από εκείνους που κερδίζουν από την εργασία-φροντίδα τους, κάτι που είναι δύσκολο να το αναγνωρίσουμε σε ένα δημόσιο φόρουμ όπως αυτό.

ΩΣ ΠΑΙΔΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αυτό ήταν που καμαρώναμε. Μας έλεγαν συνέχεια ότι η δουλειά είναι μια αρετή από μόνη της -φτιάχνει χαρακτήρα ή κάτι τέτοια-, αλλά κανείς δεν το πίστευε. Οι περισσότεροι από εμάς νιώθαμε ότι το καλύτερο με τη δουλειά είναι να την αποφεύγεις, εκτός αν ωφελούσε άλλους. Αλλά για τη δουλειά που όντως ωφελούσε, είτε αυτό σήμαινε να χτίζεις γέφυρες είτε να αδειάζεις «πάπιες», μπορούσες να είσαι δικαίως υπερήφανος. Και υπήρχε και κάτι άλλο για το οποίο ήμασταν σίγουρα υπερήφανοι: ήμασταν άνθρωποι που φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Αυτό μας ξεχώριζε από τους πλούσιους, οι οποίοι με το ζόρι μπορούσαν τις μισές φορές να καταφέρουν να φροντίσουν τα ίδια τους τα παιδιά.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΣΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ, και η απόλυτη αρετή της εργατικής τάξης είναι η αλληλεγγύη. Ωστόσο αυτό είναι ακριβώς και το σχοινί απ’ το οποίο αυτή η τάξη βρίσκεται κρεμασμένη. Υπήρχε μια εποχή που το να νοιάζεσαι για την κοινότητα κάποιου σήμαινε να αγωνίζεσαι για την ίδια την εργατική τάξη. Πίσω σ’ εκείνες τις μέρες συνηθίζαμε να μιλάμε για «κοινωνική πρόοδο». Σήμερα βλέπουμε τα αποτελέσματα ενός αμείλικτου πολέμου ενάντια στην ίδια την ιδέα της εργατικής πολιτικής ή της εργατικής κοινότητας. Αυτό έχει αφήσει τους περισσότερους εργαζόμενους με ελάχιστους τρόπους έκφρασης της φροντίδας, εκτός από το να την κατευθύνουν προς μια κατασκευασμένη αφαίρεση: «τα εγγόνια μας», «το έθνος»...

ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ. Γενιές πολιτικής χειραγώγησης τελικά μετέτρεψαν εκείνη την αίσθηση αλληλεγγύης σε μάστιγα. Η φροντίδα μας έγινε όπλο εναντίον μας. Κι έτσι είναι πιθανό να παραμείνει η κατάσταση, μέχρι η Αριστερά, η οποία υποστηρίζει ότι μιλάει υπέρ των εργατών, να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά και στρατηγικά από τι αποτελείται ουσιαστικά η εργασία και τι θεωρούν αυτοί που εργάζονται ότι είναι πιο «υψηλό» σε αυτή.


Ο David Graeber είναι Αμερικανός ανθρωπολόγος, συγγραφέας και αναρχικός, με πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα. Συμμετέχει ενεργά σε πράξεις κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού. Πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις εναντίον του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Νέα Υόρκη, 2002) και στη δημιουργία του κινήματος Occupy Wall Street (2011). Τα κείμενά του δημοσιεύονται στα μεγαλύτερα έντυπα του δυτικού κόσμου όπως στον Guardian και στους NY Times.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στον Guardian. Mετάφραση από τον Athenzboyz


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Είσαι αναρχικός-ή;»

εμφάνιση σχολίων