0
1
σχόλια
1151
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Οι αναστολές του Ομπάμα, η Συρία, η Ρωσία, το Ιράν. Ο έλληνας δημοσιογράφος και ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή Πάνος Χαρίτος φωτίζει τις εξελίξεις στη Συρία

ΠΑΝΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
9 Σεπτεμβρίου 2013
Οι επιλογές του αμερικανού προέδρου αναφορικά με τη διαχείρηση του ζητήματος της Συρίας μπορεί να σήκωσαν πολλή σκόνη, να προκάλεσαν αντιδράσεις και συζητήσεις, ωστόσο ο χρόνος μετρά ανάποδα. Αναλυτές από όλο τον κόσμο που προσπάθησαν να μπουν στο κεφάλι του Ομπάμα -για να κατανοήσουν και να εξηγήσουν την τακτική του απέναντι σε μια κρίση της οποίας τα χαρακτηριστικά ενός εμφυλίου απέκτησαν διεθνή διάσταση και προκάλεσαν ένταση στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ- συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα. Ασχέτως των αποφάσεων του Kογκρέσου, ο αμερικανός πρόεδρος στο διάγγελμά του την ερχόμενη Τρίτη θα εξηγήσει στους αμερικανούς το πότε, το γιατί και το πώς θα επιχειρήσει στρατιωτικά στη Συρία.
 
Το γιατί το απάντησε εν μέρη στην Αγία Πετρούπολη. «Η διεθνής κοινότητα στέκει παγωμένη, παράλυτη και παρακολουθεί τη δράση των δυνάμεων του καθεστώτος του Αλ Ασάντ», είπε. Ανέφερε επίσης ότι «δεν περιμένω να έχω την πλειοψηφία των αμερικανών πολιτών μαζί μου σε αυτή μου την απόφαση», μόνο που το σχόλιο αφορούσε το Κογκρέσο. Δηλαδή τη μικρογραφία της αμερικανικής κοινωνίας.
 
Βεβαίως μετά από αυτά, το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί έσπευσε στο Κογκρέσο ζητώντας την έγκριση της στρατιωτικής επέμβασης που φέρεται να έχει προαποφασίσει; Η απάντηση ίσως τελικά να μην είναι και τόσο περίπλοκη. Ο Μπ. Ομπάμα όταν ανέφερε στο παρελθόν ό,τι η «κόκκινη γραμμή» για την εμπλοκή της αμερικής στον εμφύλιο της Συρίας θα είναι η χρήση των χημικών, δήλωνε κάτι για το οποίο ήταν σχεδόν βέβαιος πως δεν θα συμβεί. Όταν όμως αυτό συνέβη βρέθηκε στη δύσκολη θέση να πρέπει να λάβει άμεσα τις όποιες αποφάσεις.
 
Η Ουάσιγκτον προσπαθεί να ανακάμψει από τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οικονομικά και στρατιωτικά το κόστος των πολέμων ήταν υπερβολικά υψηλό για μια χώρα που ταλανίζεται από την ανεργία και την οικονομική ύφεση. Επίσης οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα επιτακτικό εθνικό συμφέρον στη Συρία. Το καθεστώς Αλ Ασάντ ποτέ δεν υπήρξε φιλικό προς αυτούς και η Αμερική έτρεφε τα ίδια αισθήματα για τη Δαμασκό.
 
Όμως εντός του Λευκού Οίκου το «στρατιωτικό κατεστημένο» δεν άφησε το χρόνο να χαθεί. Οι πιέσεις προς τον αμερικανό πρόεδρο ξεκίνησαν άμεσα. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εισηγήθηκαν άμεση και δυναμική απάντηση ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η επικεφαλής του Εθνικού Συμουλίου Ασφαλείας Σούζαν Ράις.

Μπορεί για κάποιον ο οποίος στέκει μακριά από τους διαδρόμους του Λευκού Οίκου τα παραπάνω να ακούγονται ως κάτι φυσιολογικό και αντιμετωπίσημο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα διαμορφωμένο «κίνημα» που δεν επηρρεάζει απλά, αλλά υποδεικνύει στους προέδρους τη στάση που θα πρέπει να κρατήσουν και τις επιλογές αυτών. Το κίνημα αυτό φέρεται να διαμορφώθηκε στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας κερδίσει τη μάχη, τις εντυπώσεις και κατ’ επέκταση τον πόλεμο, έπεισαν το Κογκρέσο ότι η ανάληψη στρατιωτικής δράσης ανά την υφήλιο, και όπου οι συνθήκες το επιβάλλουν, θα πρέπει να αποτελέσει το ιδανικό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής για την Ουάσιγκτον.
 
Η αρχική αποδοχή τούς οδήγησε στην απορρόφησή τους από το σύστημα και στην ενσωμάτωσή τους στη γραφειοκρατεία ή αλλιώς στις μη αναλώσιμες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Η στάση του Μπαράκ Ομπάμα, όσο κι αν επικρίθηκε, όσο κι αν καυτηριάστηκε και αποδόθηκε σε αδυναμία λήψης γρήγορων αποφάσεων ή ό,τι άλλο, ήταν μια στάση που εμπεριείχε πολλαπλούς κινδύνους και ρίσκα. Το προβλέψιμο και εύκολο στη διαχείρισή του είναι το κομμάτι της φθοράς στη δημόσια εικόνα των ΗΠΑ και στον αποχαρακτηρισμό της ως υπερδύναμη. Ως τη δύναμη εκείνη που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της.

Σύμφωνα με δυτικό διπλωμάτη, ο Ομπάμα εκτίμησε πως μια καθυστέρηση στη λήψη απόφασης για ένα τόσο σημαντικό θέμα δε θα αποκαθηλώσει την Ουάσιγκτον από την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ηγετικό στερέωμα. Αντίθετα, η κόντρα με τις οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -είναι αξιοσημείωτο πως οι περισσότερες εξ αυτών στην Ουάσιγκτον είναι φανατικά υπέρμαχοι της στρατιωτικής δράσης σε κρίσεις ανά τον κόσμο και επίσης διατηρούν στενές σχέσεις με Γερουσιαστές που χρηματοδοτούνται από τις βιομηχανίες όπλων-, καθώς και η αντίθεσή του στις εισηγήσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας ανοίγουν ένα επικίνδυνο κεφάλαιο που κανένας από τους προκατόχους του δεν τόλμησε να διερευνήσει. Πλέον έχοντας διανύσει μια μεγάλη απόσταση, επιστρέφει στο σημείο μηδέν. Εκεί όπου ίσως χρειαστεί να πάρει την απόφαση μόνος του και που, όπως γνωστοποίησε στην Αγία Πετρούπολη, την έχει πάρει..
 
Η ΜΟΣΧΑ: Η κρίση στις σχέσεις με τη Μόσχα και η επιθετική φρασεολογία ελάχιστα σχετίζεται με την επικείμενη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Μερικώς οι λόγοι έχουν επεξηγηθεί στην αρχή του κειμένου, μιας και η Μόσχα γνωρίζει ότι το περιβάλλον Ομπάμα δεν επιθυμεί μια ανατρεπτική των δεδομένων επιχείρηση στη Συρία.
 
Η πραγματική αιτία για τη δημόσια αντιπαράθεση που ξυπνάει μνήμες από την εποχή του ψυχρού πολέμου σχετίζονται με την ενεργειακή πολιτική της Ουάσιγκτον που κυριαρχεί έναντι της Μόσχας διεθνώς, και την προσπάθεια της Ρωσίας να αποδείξει ότι έχει ανακτήσει τη χαμένη αίγλη του παρελθόντος και την ισχύ της στη επιρροή και διαμόρφωση των διεθνών δεδομένων.
 
Η δημόσιες τοποθετήσεις των μεν και των δε, επικαλούνται ανθρωπιστικούς λόγους, αλήθειες και ψέματα από τη δράση των δυνάμεων του Ασάντ και των ανταρτών, ωστόσο αυτό είναι το πρόσχημα. Πίσω από την αντιπαράθεση και την κλιμάκωση στις σχέσεις των δύο βρίσκεται ο τομέας της ενέργειας και επ’' αυτού μια γεύση πρόσφατα πήραμε και στην Ελλάδα με τη στάση της Gazprom.
 
ΤΟ ΙΡΑΝ: Αντίθετα οι σχέσεις με την Τεχεράνη δέχονται ένα ισχυρό πλήγμα λόγω της επικείμενης επίθεσης στη Συρία.

Η τελευταία δεκαετία κύλησε δημιουργικά στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Η επέμβαση στο Αφγανιστάν και η πτώση των Ταλιμπάν, η εισβολή στο Ιράκ και η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν έδωσαν χώρο στην Τεχεράνη, ώστε να επαναχαράξει την εξωτερική πολιτική της στις χώρες αυτές. Με δεδομένη τη διάθεση απεμπλοκής της Ουάσιγκτον από τους αδιέξοδους αυτούς πολέμους, δημιουργήθηκε μια «άτυπη συμμαχία» μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Προωθώντας σε καίρια πόστα προσωπικότητες που «υποδεικνύονταν» από την Τεχεράνη, η Ουάσιγκτον γεφύρωνε το χάσμα με την υπερδύναμη της περιοχής και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για γρήγορη απεμπλοκή τους από τα λάθη της κυβέρνησης Μπους.
 
Αν και η Τεχεράνη ανησυχεί για την έκβαση των βομβαρδισμών στις δυνάμεις του καθεστώτος στη Συρία, αμερικανοί διπλωμάτες στην περιοχή εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Εκτιμούν πως η διατήρηση των υφιστάμενων στρατιωτικών ισορροπιών στη Συρία είναι προς όφελος και της Ουάσιγκτον. Αν και βρίσκονται πιο κοντά στην κατανόηση και συνεργασία με τους σουνίτες μουσουλμάνους, δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους από την επιβολή των σκληροπυρηνικών στοιχείων της Αλ Κάιντα στο στρατόπεδο αυτό.
 
Εκτιμούν επίσης πως οι βομβαρδισμοί και η διατήρηση του Ασάντ στην εξουσία θα εξαναγκάσουν τους αντάρτες να πάρουν αποστάσεις από Αλ Κάιντα και ισλαμική τζιχάντ, ενώ κάπου εκεί οριοθετούν και τη χαλάρωση της στάσης της Τεχεράνης, έναντι της Ουάσιγκτον.
 
Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι, τα πάντα θα ακολουθήσουν το πρόγραμμα και το σχεδιασμό δίχως αποκλίσεις, αστοχίες, παράπλευρες απώλειες και ό,τι άλλο ανεπιθύμητο θα μπορούσε να επιφέρει μια στρατιωτική επιχείρηση. Έτσι λοιπόν, οι προβλέψεις καθίστανται επισφαλείς εκ του αντικειμένου. Ο πόλεμος μπορεί να διακατέχεται από κανόνες, όταν όμως ξεκινά, οι κανόνες παύουν να ισχύουν. Άλλωστε ο εμφύλιος στη Συρία αποτελεί τρανό παράδειγμα επ' αυτού.


Μπορείτε να παρακολουθείτε όλη την αρθρογραφία του Πάνου Χαρίτου από την προσωπική του ιστοσελίδα PanosHaritos.com
 
εμφάνιση σχολίων