0
1
σχόλια
905
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Τα ποιήματα της ημέρας από τον Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα (5 Ιουνίου 1898 – 19 Αυγούστου 1936)
 
DOCTV.GR
5 Ιουνίου 2023
Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα
Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός,
τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.
Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.


Σονέτο του γλυκού παραπόνου
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου

Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.

Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

 
ΨΥΧΗ ΑΠΟΥΣΑ
Δε σε γνωρίζει  ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧι. Κανείς.
Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά
το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.

Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.

Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος
σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.


Βγαίνει το φεγγάρι
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται τ’ απρόσβατα
τα μονοπάτια

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσίς του απείρου

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’ την πανσέληνο
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα και παγωμένα

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη


ΡΟΜΑΝΤΣΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΒΑΤΗ
Πράσινο,πράσινο, πώς σ' αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στο μπαλκόνι της
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με ματιά από κρύο ασήμι

Πράσινο, πράσινο, πώς σ΄ αγαπάω!
Κάτω απ το φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράγματα την κοιτάζουν
κι αυτή δεν μπορεί να τα κοιτάξει
Πράσινο, πράσινο, πώς σ' αγαπάω
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρομο στο ξημέρωμα
Τρίβει η συκιά τον αέρα της
με των καδιών της το γυαλόχαρτο
και το βουνό, γάτος κλέφτης
τραχιές της αγαύες του ορθώνει
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Εκείνη κάθεται στο μπαλκόνι κι ονειρεύεται
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
στο πικρό κύμα ονειρευάμενη

Κουμπάρε, θέλω ν'αλλάξω
το σπίτι σου με το άλογό μου
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου
την κάπα σου με το σουγιά μου.
Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα
Αν μπορούσα παλικάρι
θάκλεινα τη συμφωνία
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω πια.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου
Αν γίνεται νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια από την Ολλανδία
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδια
έχει η άσπρη ποδιά σου
Το αίμα σου αναβράζει και μυρίζει
από το ζωνάρι σου γύρω
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
Αφήστε με ωστόσο να ανέβω
ψηλά ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
αφήστε με να ανέβω, αφήστε με,
επάνω στα πράσινα μπαλκόνια
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλά,ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
Αφήνουν ένα αχνάρι από αίμα
Αφήνουν ένα αχνάρι από δάκρυα
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια
πλήγωναν την αυγή.

Πράσινο,πράσινο πώς σ' αγαπάω
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
Οι δυο κουμπάροι ανεβήκαν
Το διάπλατο αγέρι άφηνε
στο στόμα μια παράξενη γεύση
βασιλικού, χολής, μέντας
Κουμπάρε, πού είναι πες μου
πού είναι η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές σε καρτερούσε!
πόσες σε πρόσμενε φορές
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη
στο πράσινο τούτο μπαλκόνι!

Στο πρόσωπό πάνω της στέρνας
λικρίζονταν η γυφτοπούλα
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με μάτια από κρύο ασήμι
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιο
στο νερό πάνω την κρατάει
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα
Πράσινο πράσινο πώς σ' αγαπάω
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
Το άλογο πέρα στις ράχες.

Ο ίσκιος της ψυχής μου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια

Ο ίσκιος της ψυχής μου!
¨Εφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου

Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα

Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί

Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου

Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;


Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca, (5 Ιουνίου 1898 –19 Αυγούστου 1936), ήταν Ισπανός ποιητής και δραματουργός που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι πολύ πιθανόν συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.


Διαβάστε επίσης:
Λόρκα: Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με ψωμί
Λόρκα: Όταν βγαίνει το φεγγάρι
Λόρκα: Τροφή για την ψυχή
εμφάνιση σχολίων