«Αυτός τελικά είναι ο σκοπός: Να νικήσουμε κι όχι να πεθάνουμε. Αλλά, για να νικήσουμε, πρέπει να πεθάνουμε και, για να πεθάνουμε, πρέπει ν' αγαπάμε τη ζωή». Απόσπασμα από το ιστορικό βιβλίο Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση
Ο Σ. είχε γλιτώσει την εκτέλεση από μια σύμπτωση. Του είχανε πει πως το πρωί θα τον εκτελούσαν, του πήραν τα βιβλία του και τον έβαλαν στο κελί του «πεθαμένου»· έτσι λέγανε το κελί που τους βάζανε πριν τους εκτελέσουνε, γιατί, μπαίνοντας εκεί, ήσουνα ήδη πεθαμένος. Είχε κάνει όλες εκείνες τις μικρές προετοιμασίες που είχανε γίνει απαραίτητες πριν από την εκτέλεση - είχε πλυθεί, είχε ξυριστεί, είχε φορέσει το καλό του κουστούμι και την καλή του γραβάτα και πέρασε τη νύχτα περιμένοντας τους χωροφύλακες να 'ρθουν το πρωί να τον πάρουν. Μαζί του θα εκτελούσαν κι άλλους οχτώ.DOCTV.GR
13 Νοεμβρίου 2024
Το πρωί όμως, σηκώθηκε φουρτούνα, και η βενζίνα δεν μπορούσε να πάει στο Λαζαρέττο, που γινόντουσαν οι εκτελέσεις. Ο εισαγγελέας δεν ήρθε, και οι εκτελέσεις αναβλήθηκαν. Οι φυλακές δεν στείλανε σήμα για την αναβολή των εκτελέσεων, και το υπουργείο νόμισε πως είχαν εκτελεστεί. Έτσι, την επόμενη μέρα πήραν άλλους και τους αφήσανε αυτούς, γιατί δεν είχανε μεγάλη δύναμη για συνοδεία. Επακολούθησε ένα μπέρδεμα, χάσανε τη σειρά τους και, τελικά, δύο από τους οχτώ τη γλίτωσαν. Ο ένας έγινε έμπορος. Τώρα, μάλιστα, έχει και λεφτά. Ο άλλος, μαζί μας.
Αυτό, όμως, που με κράτησε ακόμη αγωνιστή ήτανε ένας περίεργος έρωτας για κείνη τη βραδιά που ήταν πια γεγονός
Ο Σ., όταν μιλούσε, είχε μια ενοχή, που όμως κατέληγε σε μια συγκλονιστική ευθύνη. Ζητούσε περισσότερα από εμάς. Εσείς», μας έλεγε, «δεν είδατε τίποτα ακόμη· δεν πάθατε τίποτα. Το λεπίδι δεν έπεσε ακόμη. Εμάς μας θέρισε. Ακριβοί σύντροφοι χάθηκαν κι άφησαν σ' εμάς μια τσατσάρα ή μιαν οδοντόβουρτσα και τους πήρανε από το διπλανό κελί για μαχαίρι, όπως σε παίρνουνε για μια κοινή μεταγωγή. Εγώ έζησα. Έζησα μια νύχτα και πέθανα χίλιες. Ήξερα πως σημαδεύουνε στην καρδιά και, από το μολύβι που μαζεύεται, γίνεται μια μεγάλη τρύπα, που μπορείς να βάλεις την μπουνιά σου. Τη γλίτωσα. Από τους οχτώ που ήμασταν χάθηκαν οι έξι... οι εφτά πες, με τον έμπορο. Εγώ έζησα.
Αυτό, όμως, που με κράτησε ακόμη αγωνιστή ήτανε ένας περίεργος έρωτας για κείνη τη βραδιά που ήταν πια γεγονός - εκείνη η μεγάλη τρύπα στο μέρος της καρδιάς κι όχι ένα φιλολογικό κλαψούρισμα. «Για να δεις τον κόσμο ανάποδα, τον αδερφό σου ξένο και τον οχτρό σου αδέρφι σου, αδικοσκοτωμένο», πρέπει να το ξέρεις αυτό και να το αγαπάς. Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολύ δίνεις. Υπάρχουνε σύντροφοι σ' άλλες χώρες που νίκησαν, το ξέρω. Αυτός τελικά είναι ο σκοπός: Να νικήσουμε κι όχι να πεθάνουμε. Αλλά, για να νικήσουμε, πρέπει να πεθάνουμε και, για να πεθάνουμε, πρέπει ν' αγαπάμε τη ζωή.
Να 'στε σίγουροι, όμως, πως μέσα στο σακίδιό τους, έξω από τ' άλλα, είχανε και τον θάνατο, που τον κουβαλούσαν μαζί τους και είχε γίνει μια μικρή συνήθεια δίπλα από το καθημερινό συσσίτιο. Εσείς δεν είδατε τίποτα και δεν πάθατε τίποτα. Ζήσατε σε χρόνια προδοσίας και σιωπής. Δεκαετίες τώρα μας σφάζουνε κι εμείς σωπαίνουμε. Σφάξε με, Αγά μου, ν' αγιάσω. Τίποτα άλλο. Αυτό όμως θα πάψει· και θα πάψει από εσάς, όσο κι αν εσείς δεν το ξέρετε ακόμη. Όχι, εσείς δεν είδατε τίποτα, δεν πάθατε τίποτα ακόμη».
Από το βιβλίο του Περικλή Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Εκδόσεις των Συναδέλφων. Ο Περικλής Κοροβέσης (1941 - 2020) γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Roland Barthes και παρακολούθησε μαθήματα με τον P. Vidal Naquet στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε ενεργά στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί χούντας. Το πρώτο του βιβλίο, Ανθρωποφύλακες (1969), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκτός από πεζά, έχει γράψει θέατρο, παιδικά και, τελευταία, ποίηση. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, διατηρεί μόνιμες στήλες στην Ελευθεροτυπία και στην Εποχή και στο περιοδικό Γαλέρα. Μεταξύ 2007-2009 διετέλεσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' περιφέρεια Αθηνών.
Διαβάστε επίσης:
Θα ξανάρθουμε
Δωσίλογοι και ΟΠΛΑ
εμφάνιση σχολίων