0
1
σχόλια
1872
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Σαν σήμερα. Η φωτιά στο Μάτι. Από την Όλια Ιωάννου
 
DOCTV.GR
24 Ιουλίου 2020

Μου μυρίζει καμένο ξύλο, ξυπνάω. Σηκώνω απότομα τον κορμό μου. Ακούω να πέφτουν βαριά πράγματα απ’ έξω, ακούω ήχους πολέμου. Ο αέρας θηρίο λυσσασμένο. Τα τρία γατιά κοιμούνται γύρω μου πάνω στο κρεβάτι. Είναι πέντε το απόγευμα. Βγαίνω στο κήπο, ο ουρανός κίτρινος, ο καπνός με πνίγει. Τρέχω προς το δρόμο και βλέπω από μακριά τις φλόγες να πλησιάζουν. Στη μικρή πλατεία συνωστισμός από αυτοκίνητα με πρόσωπα αλαφιασμένα. Σταματώ έναν στρατιώτη πάνω σ’ ένα παπάκι. Τον ρωτώ τι γίνεται. «εγκαταλείψτε» μου λέει. Τηλεφωνώ στον άντρα μου.
«Γιώργο, τρέξε, καιγόμαστε!»

Έτσι ξεκίνησαν τα πράγματα για να βρεθούμε τώρα εδώ μαζί. Σε βρήκα σ’ ένα ξύλινο μικρό μαγαζάκι χωμένο σ ένα σχεδόν ανύπαρκτο στενό της Νέας Μάκρης. Σε ένα κόκκινο ταμπλό κρεμόντουσαν σε κάθετες λωρίδες πολλά κλειδιά στοιβαγμένα, σαν σαρδέλες έμοιαζαν έτσι όπως άστραφταν. Στην πάνω σειρά είχε μπρελόκ, όχι πολλά, πέντε πρέπει να ήταν. Αμέσως σε πρόσεξα. Πρόσεξα το πλεχτό πράσινο καπέλο με τη λευκή κορδέλα που ανέμιζε. Μου θύμισες την μικρή μου ζούγκλα.

Ο Γιώργος, σηκώθηκε νωρίς εκείνο το πρωί, πήγε να μαζέψει μούρα με τον πατέρα του για να βγάλουν τσίπουρο. Εγώ σηκώθηκα αργότερα. Το μεσημέρι είχα να πάω στην Αθήνα να συνοδεύσω τη μητέρα μου στην Βιοιατρική για να βγάλει μαγνητική εγκεφάλου.

Μου παίρνει ώρα να συγκροτηθώ το πρωί. Συνήθως βρίσκομαι κολλημένη σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας πίνοντας αργά τον καφέ απολαμβάνοντας έξω από το παράθυρο το ξύπνημα της φύσης. Έτσι έγινε και τότε. Άκουσα προσεχτικά όλους τους ήχους των πουλιών προσπαθώντας ν’ αναγνωρίσω τον κότσυφα, την καρακάξα, το αηδόνι. Η μικρή ζούγκλα μπροστά μου με καλημέριζε! Τα θεόρατα πεύκα, η αμυγδαλιά, οι σκίνοι που ήθελαν κλάδεμα ,η λεμονιά από το μοναστήρι και η μανταρινιά που ήταν φρεσκοφυτεμένη. Βγήκα έξω να τα χαιρετήσω ή να τα αποχαιρετήσω τώρα που το σκέφτομαι. Περπάτησα ξυπόλυτη στο χώμα και κοίταξα τα βελούδινα φύλλα της φασκομηλιάς να στεγνώνουν από τις πρώτες ηλιαχτίδες και οι στάλες από την υγρασία να ποτίζουν τη γη. Πιο πέρα τα μικροσκοπικά στιλέτα της δεντρολιβανιάς υψώνονταν περήφανα και το άρωμά τους σαν ένεση καφεΐνης με ξύπνησε. Ποιός καφές και κουραφέξαλα.

Η μέρα μου στην Αθήνα μου φαινόταν βουνό. Μεγάλο άγχος είχα για τη μάνα μου. Θα καταφέρει να κάνει την μαγνητική; ή θα την πιάσει ταχυπαλμία; Θα είναι συνεργάσιμη;. Ερωτήματα τέτοιου τύπου με κυρίευαν και μ’ έπιανε σύγκρυο.

Μέσα Ιουλίου στην Αθήνα. Η εποχή που οι δρόμοι της παίρνουν ανάσα και οποιαδήποτε υποχρέωση παίρνει τη μορφή ευχάριστης βόλτας. Μόνο που δεν ήταν έτσι εκείνη την ημέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και άχρωμη. Επιβλητικά σύννεφα στο χρώμα της ώχρας έπνιγαν τον ουρανό, έμοιαζαν να είχαν ξεπηδήσει από τον ερχομό κυκλώνα σε αμερικάνικο τοπίο. Ένας μανιασμένος αέρας σάρωνε τα πάντα στους Αμπελόκηπους, σαν να σήκωνε τη μοναξιά της περιοχής σ’ ένα κινούμενο μεγάλο σύννεφο. Στο ταξί για την Βιοιατρική άκουγα το ουρλιαχτό του αέρα σαν να περίμενα κάτι να μου πεί, κάτι προορισμένο ίσως μόνο για τα δικά μου αυτιά.

«Περίεργος καιρός», λέω στο ταξιτζή. Θα βρέξει άραγε ; Ή μήπως είναι η σκόνη από την Αφρική;»
«Έχει πιάσει μεγάλη φωτιά στη Κινέτα», μου απαντά, «και λόγω του δυνατού αέρα έχει φέρει τον καπνό εδώ».
«Σοβαρά; Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η φωτιά με τέτοιον αέρα» πετάγεται από τον λήθαργο τρομοκρατημένη η μάννα μου.
«Ναι, έχει ξεκινήσει από το πρωί. Στο ραδιόφωνο είπαν ότι καίγονται σπίτια».

Ευτυχώς πήγαν όλα καλά με τη μαγνητική καινούργιο μου μπρελόκ. Τζάμπα ανέβηκε η κορτιζόλη. Ανακουφισμένη γύρισα στην μικρή ζούγκλα μου, στον Αγ. Ανδρέα. Γύρισε και ο Γιώργος από τις μουριές, φάγαμε και έφυγε για τα ιδιαίτερα του.

Η όψη του ουρανού περίεργη ακόμα, το φως θολό αρρωστημένο, με αποτρέπει από το να πάω για μπάνιο και πέφτω για ύπνο πριν πάω στην δουλειά. Τα καλοκαίρια δουλεύω για ένα μήνα στην έκθεση βιβλίου στην Ν. Μακρη, πουλώντας βιβλία.

Έχουμε λίγο δρόμο ακόμα για τη νέα κατοικία, αλλά μισό λεπτό να δω κάτι. Μπα δεν ήταν η Τζάκι. Κουσούρι μου χει μείνει. Κοιτάω στους κάδους, στις αυλές μπας και την βρω, η αγαπημένη μου γάτα, δέκα είχαμε, μια οικογένεια ολόκληρη που σχεδόν ξεκληρίστηκε. Τέσσερις σώσαμε θα τις γνωρίσεις. Αχ η αραπίνα μου η τζάκι…

Γυρνάει ο Γιώργος από τα μαθήματα, πώς δε σκοτώθηκε στο δρόμο. Κοιτάζει τη μαύρη σκιά να έρχεται, τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. Ύστερα τον βλέπω να σαλεύει σε όλο το σπίτι, σαν να παλεύει απελπισμένα να σώσει στην μνήμη του κάθε γωνιά τους σπιτιού μας, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Διώχνει τα γατιά από το σπίτι. Πάει να πιάσει τη Τζάκι αλλά εκείνη τρομάζει, τον γδέρνει και φεύγει. Πιάνει το μικρό γατάκι , τη Νόρα τη βάζει στο δικό του αμάξι. Εγώ στο αυτοκίνητό μου βάζω λάπτοπ, λεφτά, ρούχα στα χέρια, τη τσάντα μου που είχε μέσα τα τιμολόγια, τις αποδείξεις και τα λεφτά των εκδοτών από το περίπτερο που δούλευα. Μου φωνάζει από το παράθυρο.
«πάμε προς παραλία»

Προχωρώ μπροστά με το αμάξι μου και αυτός με το δικό του από πίσω, φτάνουμε στην μικρή πλατεία. Άνθρωποι στα αυτοκίνητα σαν αβοήθητα ποντίκια προσπαθούν να ξεφύγουν από τη γιγάντια πύρινη φάκα. Μου κόβει το δρόμο ένα τζιπ. Οδηγώ ευθεία προς Μάτι, εκεί ήξερα την πιο κοντινή παραλία, την Αμπελλούπολη που πηγαίναμε τις Κυριακές.

Ένα μέτρο έχω φύγει από τη πλατεία και οδεύω στη κόλαση αλλά δεν το χω καταλάβει. Κοιτάζω το καθρέφτη για να δω αν με ακολουθεί ο Γιώργος και βλέπω πίσω μου μόνο καπνούς.

Πού είναι ο Γιώργος;
Κάηκε;
Κι εγώ τώρα τι;
Τι κάνω;

Μπροστά μου η παραλία απροσπέλαστη, καίγονται τα πεύκα που αράζαμε. Η σανίδα σωτηρίας μου έχει μεταμορφωθεί σε ενέδρα αυτοκτονίας. Κατά μήκος του δρόμου καίγονται σπίτια, σε λίγο το κύμα θανάτου θα ακουμπήσει την άσφαλτο. Κάνω να πάω πίσω να βρω το Γιώργο. Αδύνατον θα έμπαινα μέσα στη φωτιά, δεν έβλεπα τίποτα από τον καπνό. Ξανά πάω μπρος. Στριφογυρίζω σαν σβούρα. Τρεις φορές πάνω κάτω. Σταματώ το αυτοκίνητο, μένω ακίνητη. Για κλάσματα δευτερολέπτου κοιτάζω τις φλόγες που υψώνονταν μπροστά, δίπλα, πίσω.

Να περιμένω να πεθάνω;
Έχει πεθάνει ο Γιώργος;
Έχει νόημα να ζω;

Βγαίνω από το αμάξι, παίρνω μαζί την τσάντα μου γεμάτη με τις ευθύνες της δουλειάς και το κινητό μου. Πύρινα κλαδιά πέφτουν μπροστά μου σαν βροχή που ζεματάει, σκεπάζω το κεφάλι με τα χέρια μου για να μην καώ. Όλα αιωρούνται φλεγόμενα από τη μαύρη θύελλα. Γύρω μου η φύση νεκρώνει. Κοιτάζω τον ουρανό και προς στιγμή κοκαλώνω, παρανοώ Βλέπω να έχει σχηματιστεί ο διάβολος και να έχει βγάλει τη πύρινη γλώσσα του και να περιπαίζει ανθρώπους, ζώα, δέντρα, μυρμήγκια. Τον είδα με τα μάτια μου. Στ’ ορκίζομαι. Χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο Γιώργος. « Πού είσαι;» μου λέει. Πρόλαβε να στρίψει στο στενό δεξιά προς Ζούμπερι. Μετά το στενό μετατράπηκε σε φλόγινο οδόφραγμα.
«πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω αγάπη μου! έχω εγκλωβιστεί δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω»
Μες το πανικό αφήνω ανοιχτό το κινητό μου. Ο Γιώργος τ’ ακούει όλα. Με’ χει τελειωμένη.

Το πρόσωπό μου καίει, το δάκρυ μένει κολλημένο στις κόρες να τις ποτίζει για να μη τσούζουν. Ο καπνός διαχέεται στα κύτταρά μου, έτοιμος να με πνίξει.

Το επόμενο λεπτό θα αναπνεύσω;
Να αφεθώ;
Να κλείσω τα μάτια και να περιμένω;

Χάνω τα λεπτά τα κυνηγώ λες και τρέχω στη φόρμουλα ένα ώσπου μια σπίθα ξεπηδάει από το οδόστρωμα και μεταφέρετε κάπου σ έναν νευρώνα μου, ή σε μια φλέβα, και τότε ξυπνάει το σύστημα. Τα σχέδιο διάσωσης μπαίνει σε εφαρμογή. Χίλιες μνήμες έρχονται και εκκωφαντικές φωνές επιβίωσης με ντοπάρουν, γυρνάω πίσω στο χρόνο και γίνομαι πρωτόγονη και αρχαία. Επικαλούμαι τη φύση. Παροτρύνω τη φαντασία μου και βλέπω τον εαυτό μου να κάνει μακροβούτι στη θάλασσα. Είμαι σε ρηχά σμαραγδένια νερά. Μέτα σκαρφαλώνω σε πανύψηλα δέντρα και πηδάω σε βουνά και πεδιάδες. Οι στροφές του μυαλού μου τρέχουν με χίλια, ο χρόνος διαστέλλεται. Ο σκελετός στυλώνεται. Η σάρκα γίνεται ανοξείδωτο ατσάλι.

Βλέπω δυο κοπέλες που κλαίνε καθισμένες στο πεζοδρόμιο, περιμένουν τον θάνατο.
«Σηκωθείτε πρέπει να βρούμε έξοδο!» ουρλιάζω. Και η φωτιά αδίστακτη κοντοζυγώνει, μας φλερτάρει ανοιχτά. Τρέχω στο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου. Δεν βρίσκω άλλη λύση. «Σώστε μας δεν υπάρχει διέξοδος, γκρεμίστε το», εκλιπαρώ. Τα δάκρυα μου λύνονται και κυλούν σαν ποτάμι. Έρχονται δέκα και παραπάνω στρατιώτες. Προσπαθούν με τα χέρια τους να το σπάσουν. Το τραβούν όλοι μαζί προς το μέρος τους. Δεν μπορούν να το κατεβάσουν. Στο τέλος του δρόμου δίπλα από την Αμπελλούπολη που καιγόταν έρχεται μια υδροφόρα με τρεις πυροσβέστες. Παλεύουν να σβήσουν τη φωτιά στην παραλία αλλά τα μέτωπα πλέον είναι πολλά.

«Κάντε πίσω και γκρεμίστε το συρματόπλεγμα» φωνάζω. Κλείνει ο λαιμός μου αλλά η φωνή μου βραχνιασμένη συνεχίζει.
 
Ωχ να βράχνιασα και τώρα, κι άλλο κουσούρι. Λίγο νερό να πιω, καινούργιο μου μπρελόκ.
Αχ, τη δροσιά του να χεις!
Που είχα μείνει;
Α ναι.
 
Ήμασταν γύρω στα 20 άτομα εγκλωβισμένα σε κείνο το σημείο. Η υδροφόρα τελικά κάνει πίσω γκρεμίζει το συρματόπλεγμα και τρέχουμε όλοι να σωθούμε. Κάποιος φωνάζει ότι χάλασε η υδροφόρα και μας μαλώνει ότι εμείς φταίμε. Τι να του πεις; Μόνο έλεος. Μια λέξη που στην προκειμένη στιγμή ταίριαζε κουτί, γιατί τις περισσότερες φορές την χρησιμοποιούμε άσκοπα, χωρίς νόημα.

Έχουμε γίνει όλοι ένα σώμα και σπεύδουμε προς την παραλία του στρατοπέδου, εκεί βρίσκεται ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και δεν το κουνάει. Η φωτιά μας κυνηγάει σαν δράκος. Έχει μπει μέσα στο στρατόπεδο και καίει τα πεύκα και τα πρώτα κτίρια που έβλεπαν στο δρόμο. Έχω φτάσει στην ακτή, στο βάθος βλέπω ένα καΐκι με φόντο τον μαύρο ορίζοντα δεν ξέρω που μπορεί να είναι καλύτερα αλλά προς στιγμή νιώθω καλά δίπλα στη θάλασσα.

«Κουνηθείτε φωνάζω συνεχίζουμε παραλιακά». Βοηθάμε το ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει αρχίσει να βήχει ανησυχητικά από τον καπνό. Συνεχίζουμε σκαρφαλώνουμε στις διαχωριστικές μάντρες στα τοιχία άλλων τριών κατασκηνώσεων. Οι στρατιώτες απλώνουν τα χέρια τους να κρατηθούμε και μας δίνουν νερά. Φτάνουμε στη μεγάλη παραλία του Αγ. Αντρέα. Εκεί είναι μαζεμένα παιδιά, οικογένειες, ηλικιωμένοι. Στρατιώτες και γιατροί παρέχουν πρώτες βοήθειες.

«Σώθηκα, που είσαι;» λέω στο τηλέφωνο κλαίγοντας με αναφιλητά
«Στο Ζούμπερι, σε περιμένω!».

Φτάνω με ωτοστόπ. Βουτάω στην αγκαλιά του για να πιώ το αθάνατο νερό. Τα δάκρυα μας τρέχουν σαν χείμαρροι και ξεπλένουν τη στάχτη. Για ώρα στην μέση του δρόμου οι ανάσες μας συγχρονίζονται. Γινόμαστε μια ανάσα.


Το βράδυ και για ένα μήνα μείναμε στους γονείς του Γιώργου στην Ανατολή. Δεν είχαμε ούτε βρακί να φορέσουμε. Το επόμενο πρωί περάσαμε να δούμε την πρώην γειτονιά μας. Κινούμασταν με το αυτοκίνητο βυθισμένοι σε μια πένθιμη σιωπή όπως αρμόζει σε νεκρή γη. Οι ζάρες της ταλαιπωρίας στο πρόσωπό έσφιγγαν και συρρίκνωσαν την όψη μας. Ένας βομβαρδισμένος κόσμος τυλιγμένος στη στάχτη. Νεκρά πουλιά, απανθρακωμένα ζώα, γυαλιά, μαύρα κουτάλια, μαύρα κλαδιά. Η στέγη από το σπίτι μας πεσμένη, η αυλή γεμάτη σπασμένα κεραμίδια. Όλα στάχτες. Μόνο η μαντεμένια ξυλόσομπα έμεινε άθικτη. Η μικρή μου ζούγκλα ένα αφόρητο νεκρό τοπίο.

Ύστερα πήγαμε στο σημείο που άφησα το αμάξι μου, ψάχναμε να το αναγνωρίσουμε ανάμεσα σε άλλα καμένα. Με δυσκολία το βρήκαμε, είχε μείνει μόνο ο σκελετός και η πινακίδα είχε μαυρίσει. Μικρές εστίες σαν γλώσσες θερμότητας κυμάτιζαν αδιάφορα γύρω μας, κάπνιζαν και μου ανακάτευαν το στομάχι. Τα βράδια στο κρεβάτι ακόμα βλέπω εφιάλτες με φωτιές. Μία να καίγεται το πάτρικό μου, μία το πατρικό της μάνας μου, και σε όλα τρέχω να σωθώ.

Θα το ξεπεράσω με τον καιρό, θα δεις. Προς το παρόν δες το υπέροχο σπίτι που μας βρήκαν κάποιοι φίλοι. Σαν να μου φαίνεται καλύτερο από το προηγούμενο, δες τον κήπο! Μεγάλος παράδεισος! Ένας νέος κόσμος ανοίγεται και για σένα και για μένα. Ξέρεις τι θέλω; έναν κόσμο τόσο όμορφο σαν το πλεκτό πράσινο καπέλο με την λευκή κορδέλα που φοράς.


Διαβάστε επίσης:
Τα φιλιά της ζωής
Μαρκούζε: To Δικαίωμα της Αντίστασης 

εμφάνιση σχολίων