0
1
σχόλια
795
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Τίποτα δεν είμαστε, μόνο ένα γρύλισμα που έρχεται απ’ το ματωμένο δρόμο»

ΤΟ ΒΥΤΙΟ
2 Απριλίου 2013

ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΚΟΙΤΑΓΑΜΕ ΤΙΣ ΕΞΕΔΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΣΤΗΘΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ. Μια άνοστη άσπρη μεταλλική κατασκευή και μικρή ύβρις. Οι ξύλινες καφέ καρέκλες του καφενείου στημένες για κάτι εντελώς ανάποδο απ’ το σκοπό τους, δηλαδή τη φιλοξενία μεθυσμένων και αμπελοφιλοσοφούντων κώλων. Σκέφτηκα προς στιγμή να γεμίζαμε την εξέδρα με αυτοκόλλητα απ’ αυτά που κυκλοφορούν με το «σιγά μη φοβηθώ». Μαλακία όμως, θα έβαζαν τίποτα ταλαίπωρους υπάλληλους του δήμου ή κανένα κωλοφάνταρο να κάνει όλη τη βαρετή δουλειά.

Μέσα στο Σ/Κ, διαγώνιες γρήγορες ματιές στην επικαιρότητα και κυρίως στα της Κύπρου. Παράξενη φράση: «εθνική τραγωδία». Όσοι δεν πολυχρησιμοποιούν τη λέξη έθνος, όσοι δυσκολεύονται να προσδιοριστούν περήφανα λόγω καταγωγής, βιώνουν την τραγωδία. Όσοι κάθε τρεις λέξεις πετάνε τη λέξη πατρίδα ή έθνος, όσοι κρατάνε την καρδιά τους μπροστά στη γαλανόλευκη με καμάρι, δε βιώνουν σχεδόν ποτέ την πραγματικότητα ως τραγωδία.

Μας κυκλώνουν οι αντιφάσεις. Με λύσσα, με μίσος οι εδώ θιασώτες της σκληρής λιτότητας των άλλων χαμογελούν με τα ενδεχομένως φριχτά αποτελέσματα ενός (έτσι κι αλλιώς λειψού) «όχι». Οι άνθρωποι που λένε τους κύπριους αδέρφια μας, οι άνθρωποι που δε διστάζουν να μιλήσουν για DNA της φυλής, οι ίδιοι άνθρωποι τώρα απευθύνουν τελεσίγραφα στην Κύπρο. Λίγα λεπτά αφού απαγγείλουν Ελύτη, θα πουλήσουν την Κασσιόπη, θα σκάψουν τις Σκουριές, θα κάνουν γκολφ τη μισή ακτογραμμή. Σε μερικούς μόνο μήνες θα ποζάρουν για κάποιο περιοδικό σε κάποια ιδιωτική παραλία στο Σούνιο ή σε κάποιο κυκλαδίτικο σοκάκι. Με ροζ μαγιό και κομποσκοίνι. Καμαρωτοί και μαυρισμένοι ως έλληνες. Θηρία σκέτα.

Το Σ/Κ περνάει σαν τρένο από πάνω μας. Εκνευρισμός και ύστερα επιστροφή στη γνωστή απελπισία. Δεν υπάρχει τίποτα πια. Δεν ξέρω πια τι να γράψω. Δεν αισθάνομαι ότι έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω, δεν ήμουν αυτός που έπρεπε. Τον τελευταίο καιρό νιώθω ότι έχω χάσει το δικαίωμα να μιλάω. Λίγο πιο πριν, είχαν χαθεί απ’ τα δάχτυλά μου οι ίδιες οι λέξεις. Φλυαρίες. «Να φτύσω μέσα με θυμό που οι νέες εποχές με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο».

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, ΛΙΓΟ Ο ΗΛΙΟΣ, ΛΙΓΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ, ΟΛΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΑ, επιτέλους λίγο πιο ανοικτά στο μέλλον. Βγάζω το κινητό, περιμένοντας στη διάβαση. Δεν προλαβαίνω να γράψω το sms που θέλω, ο ηλικιωμένος άντρας με το παπί περνάει (μάλλον) με κόκκινο μπροστά μου, ο ταξιτζής δίπλα έχει ξεκινήσει, ένα σιγανό μπαμ, ένα σώμα στον αέρα, μια περιστροφή, το σώμα στην άσφαλτο. Το αίμα τρέχει απ’ το κεφάλι, ένα παιδί πετάγεται από κάποιο μαγαζί δίπλα, έχει το κινητό ήδη στο αυτί, καλεί ασθενοφόρο. Μιλώντας, κάνει το σταυρό του. «Έχει χτυπήσει το κεφάλι του, είναι μεγάλος άνθρωπος, ελάτε γρήγορα».

«Μην τον κουνάτε» φωνάζουν κάποιοι. Απ’ τα αυτοκίνητα, που έχουν σχηματίσει ήδη ουρά από πίσω, βγαίνουν κεφάλια απ’ τα παράθυρα να δουν τι συμβαίνει. Ο ηλικιωμένος άντρας κάνει μια κίνηση να σηκώσει λίγο το κεφάλι. Δε γίνεται, δεν τον αφήνουν, του λένε «κάτσε όπως είσαι, έρχεται γιατρός». Δεν ακούγεται τίποτα, μόνο μερικά «τι έγινε;».

Τα αμάξια έχουν σταματήσει, ένα λεωφορείο κλείνει τον κεντρικό δρόμο. Αν αντέχεις, αντιλαμβάνεσαι ότι ακούγεται μόνο ένας περίεργος ήχος. Κάτι μεταξύ αναστεναγμού, πόνου και γρυλίσματος. Ο ηλικιωμένος άντρας βγάζει ασταμάτητα τον πόνο του.

Πολλά χρόνια πριν, με πήγαινε η μάνα μου σε ένα αποκριάτικο πάρτι, ένα παιδί με μηχανάκι πέρασε το στοπ, τον χτυπήσαμε, έσκασε πάνω στο παρ μπριζ. Φοβήθηκα τότε, αλλά νομίζω, όσο μπορώ να θυμηθώ, ούτε στο 1/10 απ’ όσο τρόμαξα σήμερα.

Μετά από λίγα λεπτά, φεύγοντας απ’ το σημείο, συνεχίζοντας για τη δουλειά, επειδή όλα πρέπει να συνεχίζονται και τίποτα δε μπορεί να διακόψει αυτή τη ροή, έπιασα τον εαυτό μου να τρέμει. Θυμήθηκα τη μάνα μου που λέει ότι παθαίνει στομαχικό ίλιγγο. Μέχρι σήμερα δεν ήξερα ακριβώς τι ήταν. Έπιασα το κινητό, αντί για το θριαμβευτικό ανοιξιάτικο sms, ήθελα να στείλω πέντε έξι μηνύματα που να λένε «προσέχετε, μουνόπανα». Στη δουλειά μετά, πρέπει να ανέπνεα τόσο βαριά, που με κοιτούσαν περίεργα.

Τίποτα δεν είμαστε, ένα δευτερόλεπτο, ένα βαθύ πορτοκαλί κι ύστερα το πιο εύθραυστο απ’ τα εύθραυστα θηρία. Το σώμα έτοιμο διαρκώς να γίνει σμπαράλια. Τίποτα δεν είμαστε, μόνο ένα γρύλισμα που έρχεται απ’ το ματωμένο δρόμο.

ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ. Περπάτησα δεκαπέντε λεπτά και μέτρησα 7 «Αγοράζω χρυσό», περίπου τόσα αντιφασιστικά συνθήματα και αμέτρητα «κλειστό», «ενοικιάζεται», «στη μισή τιμή / εκποίηση». Στο σημείο του ατυχήματος, αυτοκίνητα περνούσαν κανονικά, δύο κορίτσια περίμεναν στη διάβαση, το αίμα δε φαινόταν πουθενά, μόνο το ίχνος του φρεναρίσματος.

Στη δουλειά πέτυχα μια παλιά συμφοιτήτρια. Τότε λέγαμε πόσο όμορφη ήταν, αν και κάπως σοβαροφανής και ατσαλάκωτη. Σήμερα, δε μπορούσα καν να γελάσω με τις τότε κουβέντες της παρέας. Να υπάρχει άραγε κάπου αυτός ο ωραίος, ο μαγικός τόπος που δε σε συντρίβει διαρκώς με γρυλίσματα και όλων των ειδών τις απελπισίες; Μπορεί αυτή η άνοιξη να πει και κάτι για τη ζωή;

Το Βυτίο


Διαβάστε επίσης:
Ερωτευτείτε
Δεν ήμουν


εμφάνιση σχολίων