0
1
σχόλια
925
λέξεις
CULTURE

Συνάντηση με αφορμή την παράσταση Ο Δήμιος του 'Eρωτα, αλλά και την Κατσαρίδα (που όπως φαίνεται, το κοινό δε θα βαρεθεί να βλέπει και να ξαναβλέπει)

ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ
26 Φεβρουαρίου 2013
-Αλήθεια, πόσο αλλάζει το χιούμορ κάθε βράδυ στην Κατσαρίδα; Κάθε βράδυ είναι διαφορετική η παράσταση. Ο αυτοσχεδιασμός είναι σημαντικό συστατικό της και η επαφή μας με τον Δημήτρη το ίδιο. Συχνά, δίνουμε μόνοι μας, εξαρχής, μια γενική συνθήκη: να πούμε πχ. «σήμερα παίζουμε σεξπιρικά», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Έχει πλάκα κι ενδιαφέρον αυτή η εναλλαγή, γιατί αλλάζουν ακόμα και οι λέξεις, η γλύκα ή το πόσο κοφτερές μπορεί να είναι οι ατάκες. Άλλες φορές, το ορίζει ο κόσμος αυτό. Και όταν ξεπερνάμε τα όρια, φροντίζουμε την επομένη να χαμηλώσουμε τους τόνους -σαν σπουδή. Γενικώς ο λόγος που εγώ έχω κρατήσει την Κατσαρίδα στη ζωή μου είναι γιατί νιώθω ότι είμαι κάθε βράδυ στη Σχολή. Όταν δουλεύεις πάνω σε μια τόσο ανοιχτή πλατφόρμα, έχεις τεράστια ευκαιρία να γίνεις καλύτερος ηθοποιός. Και αυτό το βλέπω και στο πώς λειτουργώ στην Ευριδίκη.

-Δεν είναι πολύ νωρίς για τόσα και τόσο δύσκολα; Θέλω να πω είναι καλό να κάνεις τα πράγματα στην ηλικία τους… Έχει πλάκα να βουτάς στα βαθιά πριν από την ώρα σου, αλλά και να διατηρείς έναν «παλιμπαιδισμό» μεγαλύτερος, ακριβώς λόγω του ακαταλόγιστου που σου δίνει η τέχνη.

-Πώς είναι λοιπόν να σκηνοθετείς δύο ανθρώπους τόσο μεγαλύτερους και τόσο πιο έμπειρους από εσένα στο Δήμιο του Έρωτα; Από την πρώτη μέρα φάνηκε να μην υπάρχει κάποιο χάσμα γενεών, αλλά μια αίσθηση ότι δουλεύουμε επί ίσοις όροις και ότι δοκιμάζουμε ακόμα και τα πιο ακραία πράγματα με απόλυτο δόσιμο. Η Ξένια (Καλογεροπούλου) και ο Μηνάς (Χατζησάββας) διαφωνούσαν με μία επιλογή, όσο διαφωνούσαν και η Έλενα και ο Χρήστος, οι χορευτές με τους οποίους είμαστε στην ίδια ηλικία. Είχαν δει δουλειές μου στο θέατρο και όταν τους πρότεινα να συνεργαστούμε, ήταν πολύ θετικοί -δεν υπήρξε αίσθηση αμφισβήτησης ποτέ.

-Επέλεξες πολύ συνειδητά το Δήμιο του Έρωτα. Ήθελες από την αρχή να τον αποδώσεις έτσι; Η ιδέα της συνύπαρξης των δύο πρωταγωνιστών με μια μπαλαρίνα και άλλο ένα πρόσωπο μου ήρθαν κατευθείαν. Ήθελα το γήρας και η νιότη να συνυπάρχουν. Επίσης, όπως φαίνεται και στην Κατσαρίδα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ η σωματικότητα του ηθοποιού.

-Ποιο θέατρο σε αφορά; Το «δύσκολο», το «εύκολο», το ελιτίστικο… Καταρχήν, πιστεύω ότι κατά βάθος ο τρόπος που σκηνοθετώ και σκέφτομαι καλλιτεχνικά είναι πολύ κλασικός. Δε με ενδιαφέρει να κάνω τη σκηνή πεδίο μάχης. Αισθάνομαι ότι θέλω να κάνω λαϊκά θεάματα -να έρθει, για παράδειγμα, η γιαγιά μου που είναι 90 και να μου πει ότι κατάλαβε την ιστορία, ότι κάπου την άγγιξε. Πιστεύω ότι πρέπει να απευθύνεσαι περίπου στο μέσο όρο, να επιτύχεις μια εκλαϊκευτική διάθεση χωρίς να κάνεις εκπτώσεις. Πρέπει ο θεατής να βρει σημεία συνάντησης και να φύγει με μια ανάσα προβληματισμού ή ανάτασης -όχι όμως τύπου βαθιάς ομφαλοσκόπησης. Ας σταματήσουμε να κλεινόμαστε στα δωματιάκια διαστροφής της διανόησης.

-Έχεις κάνει ψυχοθεραπεία ποτέ; Δεν έχω ασχοληθεί καθόλου, όμως καθώς και οι δύο γονείς μου ασχολούνται τρόπον τινά με τα κοινωνικά -η μαμά μου είναι κοινωνική λειτουργός και ο μπαμπάς μου κοινωνιολόγος-, υπάρχει διάχυτη στο σπίτι μια συνείδηση περί αυτών των θεμάτων.

-Θα μπορούσες με τη σκηνοθεσία σου να έχεις υποβιβάσει διαδικασία, αλλά δεν το έκανες παρότι αμφισβητείται έντονα. Επίτηδες επέλεξα να μη «μορφωθώ» γύρω από το αντικείμενο, για να το αντιμετωπίσω σαν αθώος θεατής που διαβάζει ένα βιβλίο, μια ιστορία που αφορά σε μια πολύ ζεστή, ανθρώπινη σχέση. Μου αρέσει που το έργο θέτει υπό αμφισβήτηση την ψυχρή επιστήμη και τη μία κεντρική λεωφόρο που σε βγάζει στη θάλασσα. Κάπως έτσι αντιμετωπίζω την υποκριτική και τη σκηνοθεσία -πρέπει να αφήνεις στην άκρη ό,τι έχεις μάθει και να μπαίνεις αθώα σε ένα παιχνίδι. Να έχεις δηλαδή την αίσθηση της κατάργησης της μεθόδου, και της υποκατάστασής της από μία δημιουργικότητα που προσπαθεί σαν κλειδί να ξεκλειδώσει την ψυχή του άλλου: αυτό για μένα είναι κεντρικό ζητούμενο όταν σκηνοθετώ.

-Δε χρειάζεται μεγάλος αυτοέλεγχος, για να παίζεις σε δύο έργα και να σκηνοθετείς παράλληλα; Ως προς την υποκριτική, δεν αγχώνομαι -επενδύω στις πρόβες, αλλά όταν τελειώσουν και πάμε στην παράσταση, είναι σαν να πηγαίνω στο λούνα παρκ. Βέβαια, εφέτος και στην Κατσαρίδα και στην Ευρυδίκη έχω το προνόμιο να διαχειρίζομαι παιγνιώδη υλικά… Όσον αφορά στη σκηνοθεσία, επειδή γράφω και μουσική στις παραστάσεις μου, μιλάμε για ένα σύνολο που με απασχολεί πολύ. Συχνά μου συμβαίνει να βλέπω όνειρα και να τα ξεδιπλώνω στη σκηνή. Και το εννοώ. Είναι τόσο «ψυχαναλυτικός» αυτός ο δρόμος τελικά και σου προσφέρει τόσο βαθιά ευδαιμονία η σύνδεση με ανθρώπους επί τω έργω, που δεν το αισθάνομαι καν σαν δουλειά.

-Η μουσική ήταν η πρώτη αγάπη. Όταν στα 15-16 ξεκίνησα κιθάρα, ξεκίνησα και να γράφω μουσική. Για κάποιο λόγο, μελοποιούσα ποιητές -με πρώτο τον Σεφέρη-, δημιουργώντας ένα πλαίσιο το οποίο μεταλλάχθηκε σε θέατρο και σκηνοθεσία.

-Έχεις κάποια όνειρο; Ένα όνειρο που έχω από τον καιρό της σχολής, είναι ένα τροχόσπιτο-θέατρο, σαν αυτό του Φεστιβάλ Αθηνών. Θα ήθελα ένα μεγάλο φορτηγό που θα ανοίγει και θα γίνεται σκηνή, ώστε με έναν ευέλικτο θίασο 4-5 ατόμων να μπορείς να επισκέπτεσαι μέρη στην Ελλάδα που δεν έχουν πρόσβαση στο θέαμα. Στην πρόταση που έχω καταγράψει, το ονομάζω «Το Τροχόσπιτο των Καλών Μηνών». Ξέρετε, η ικαριώτισσα γιαγιά μου μού έλεγε όταν ήμουν μικρός να πηγαίνω στην Ικαρία τους καλούς μήνες, Απρίλη με μέσα Οκτώβρη, που ο καιρός ανοίγει. Ωραία σκέψη για το τροχόσπιτό μου…


Info: Η Κατσαρίδα, Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10, Δευτ. & Τρ. τηλ.: 210.33.12.343. Ο Δήμιος του Έρωτα, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Δευτ. & Τρ. (εκτός από 5/3 & 12/3), Πειραιώς 206, Ταύρος, τηλ.: 210.34.18.550. Ευρυδίκη, Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 2-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας, τηλ.: 210.82.10.991.

εμφάνιση σχολίων